Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

William Basinski: «Ζω το όνειρο γιατί κάνω αυτό που πάντα ήθελα να κάνω»

 

William Basinski (Φωτογραφία: Tina Paul)

Συνθέτης, κλαρινετίστας, σαξοφωνίστας, ο Βορειοαμερικανός William Basinski είναι μια από τις πιο καταξιωμένες -και λιγότερο σοβαροφανείς- προσωπικότητες της σύγχρονης αβάν γκαρντ/πειραματικής μουσικής.

Συζητώντας μαζί του ενόψει της πολυαναμενόμενης συναυλίας του στο Gazarte το Σάββατο 27 Απριλίου.

Η μουσική σου μοιάζει ν’ αναδύεται από μια ονειρική κατάσταση. Πόσο σημαντικό είναι το να ονειρεύεσαι για σένα;

Αν μιλάμε για ύπνο και όνειρα, τα όνειρα που θυμάμαι είναι οι εφιάλτες!

Όπως, για παράδειγμα, ότι είμαι στο αεροδρόμιο, έχω ξεχάσει όλα μου τα πράγματα και είναι ώρα να επιβιβαστώ στο αεροπλάνο.

Οι συνθέσεις σου ίσα που αποπνέουν μια εφιαλτική ποιότητα, πάντως.

Πρόκειται για όνειρα άγχους, αλλά μερικές φορές μπορούν να γίνουν και πολύ ταξιδιάρικα. Όπως και να ’χει, δε θυμάμαι τα όνειρά μου συχνά, αλλά τώρα ζω το όνειρο γιατί κάνω αυτό που πάντα ήθελα να κάνω.

Έχω γεράσει, βέβαια.

Όντας εξηνταπεντάρης δε σημαίνει και τόσο ηλικιωμένος.

Όχι, αλλά δεν είμαι και τριάντα.

Κι εγώ, ωστόσο, πιο κοντά στην δική σου ηλικία βρίσκομαι παρά στα τριάντα, οπότε μπορώ να αισθανθώ το πέρασμα του χρόνου.

Η δουλειά σου, σε κάθε περίπτωση, φαντάζει διαχρονική, σαν να υπήρχε ανέκαθεν τριγύρω - είτε βιώνεται ως γαλήνια εμπειρία, είτε ως γεμάτη ενέργεια.

Αυτό ελπίζω. Απαιτεί μαγεία κι όνειρο, και δεν ξέρεις πότε θα συμβούν αυτά. Όταν, όμως, συμβούν, το ξέρεις κι είναι σαν να «βυθίζεσαι» σε μια αιώνια στιγμή.

Ξεκίνησες να συνθέτεις μουσική πολύ πριν κυκλοφορήσεις το οτιδήποτε;

Ναι. Ξεκίνησα γύρω στα 1978 όταν μετακόμισα στο Σαν Φρανσίσκο κι άρχισα να δουλεύω με κασέτες, καθώς μια τέτοια ενασχόληση ήταν φτηνή. Δε μ’ έπαιρνε ν’ αγοράσω ένα mellotron, ούτε κι είχαμε Casio τότε.

Έπιασα μια δουλειά, νοίκιασα ένα πιάνο, έκανα tape loops και ξεκίνησα να πειραματίζομαι. Αυτή η διαδικασία παρήγαγε πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Με απορρόφησε, κι απλά συνέχισα.

Όλοι μου οι φίλοι ήταν ζωγράφοι ή κάτι παρόμοιο, λειτουργώντας λίγο σαν μουσικολόγοι. Ο Τζέιμι, ας πούμε, δούλευε σ’ ένα δισκάδικο, έτσι είχα την δυνατότητα ν’ ακούω όσα απίθανα πράγματα κυκλοφορούσαν παντού.

Τι άκουγες περισσότερο σ’ εκείνη την φάση της ζωής σου;

Εκείνη την εποχή ήμουν φρικιό με τον Bowie.

Και δικαιολογημένα. Παραμένει ιδιοφυία, παρότι βιολογικά δεν είναι τριγύρω.

Ω, ναι. Ο κόσμος πήγε κατά διαόλου όταν πέθανε ο Bowie. Για όνομα του Θεού!

Τέλος πάντων, τα άκουγα όλα. Έπειτα, επέστρεφα σπίτι και πειραματιζόμουν. Έχω ένα σωρό αρχειοθετημένες κασέτες, οι μισές εκ των οποίων φέρουν κάποια ετικέτα, οι υπόλοιπες όχι. Μεγάλο χάος!

Είσαι ο πιο κατάλληλος άνθρωπος ν’ αποφασίσει ποιο από όλο αυτό το υλικό θα πρέπει να γίνει γνωστό στον κόσμο και ποιο να παραμείνει καταχωνιασμένο κάπου.

Το ξέρω, το ξέρω. Πρέπει να καταστρέψω αυτή την μαλακία πριν ψοφήσω!

Όταν, όμως, έρχονταν στο σπίτι φίλοι χωρίς την ίδια μουσικολογική ευαισθησία με τον Τζέιμι ή τον Ρότζερ, ακούγαμε περισσότερο ποπ πράγματα.

Άκουγες, λοιπόν, και ποπ και τζαζ μουσική;

Άκουγα πολλή τζαζ. Αλλά κι η σχολή όπου φοιτούσα στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο του Βόρειου Τέξας ήταν μια big band τζαζ σχολή, με εξαιρετικό μουσικό τμήμα.

Ήταν φημισμένη για την υψηλού επιπέδου big band τάξη στη μία. Αν φοιτούσες στην συγκεκριμένη τάξη, σε δίδασκαν οι καλύτεροι μουσικοί, όπως ο Pat Metheny.

Όταν μπήκα στην σχολή στα δεκαοκτώ μου, ήδη έπαιζα κλασικό κλαρινέτο, αλλά δεν υπήρξα ποτέ ένας αληθινός μανιακός με το μπιμπόπ κι όλες αυτές τις μαλακίες. Γούσταρα τα μπλουζ. Μπορείς ν’ ακούσεις αυτήν την προτίμηση στην μουσική μου.

Όταν, όμως, πήγαινα στις οντισιόν... Θεέ μου, ποτέ δεν ήμουν καλός σ’ αυτές! Γινόμουν τόσο νευρικός.

Δεν είχες αρκετή αυτοπεποίθηση;

Άκουγες τον γαμημένο τον Τζον Κολτρέιν στο διπλανό δωμάτιο. Επρόκειτο για επαγγελματίες που έπαιζαν σε μεγάλες μπάντες.

Δεν κατάφερα να μπω σε καμιά από αυτές τις μπάντες, κι έτσι άλλαξα την κατεύθυνση του πτυχίου μου στρεφόμενος στην σύνθεση.

Σταδιακά, άρχισα να τελειοποιώ το στιλ μου στο σαξόφωνο και να πειραματίζομαι μ’ ένα λιλιπούτειο κασετόφωνο και κάνοντας τυχαία overdubs. Συνέθεσα το πρώτο μου κομμάτι στο Fender Rhodes του συγκατοίκου μου στην εστία.

Οπότε, κατά τύχη κατέληξες να συνθέτεις μουσική ή να ξαναδουλεύεις ήχους οι οποίοι υπήρχαν τριγύρω;

Δεν ήταν κάτι τυχαίο, σίγουρα ήταν μια συνειδητή απόφαση. Όταν άρχισα να σπουδάζω στην μουσική σχολή, ήθελαν να μάθω πιάνο, να μπορώ να συνθέτω και να γράφω παρτιτούρες. Δεν μπορούσα να διαβάσω δυο γαμημένες νότες!

Αλλά είχαμε έναν απίθανο καθηγητή πειραματικής μουσικής στον οποίο πήγαινα τις παρτιτούρες μου. «Κουλ, φέρε κι άλλες», μου έλεγε. Ούτε καν θυμάμαι πώς τον έλεγαν. Αλλά ήταν κάποιος.

Τελικά, το να σπουδάζεις σε πανεπιστήμιο ή κάτι παρόμοιο είναι σημαντικό για να κάνεις επαφές. Τότε, άλλωστε, δεν υπήρχε το Ίντερνετ για να «γκουγκλάρεις» κάποιον που σ’ ενδιέφερε.

Ήμουν απλά ένα χαζό, ενοχικό  παιδί. Δεν ήξερα ότι η Pauline Oliveros, μια λεσβία από το Τέξας, έκανε tape music. Δεν ήξερα καν αυτό! Το ανακάλυψα υπερβολικά αργά. Θα είχε λατρέψει την μουσική μου. Ας είναι.

Σταδιακά, λοιπόν, άρχισα να γνωρίζω όλους αυτούς τους υπέροχους καλλιτέχνες πειραματικής μουσικής και να κάνω την δική μου.

Λατρεύω το δίπτυχο  άλμπουμ Watermusic (εδώ κι εδώ). Λειτουργεί εξίσου τις μικρές ώρες της νύχτας και της μέρας σε ό,τι με αφορά.

Είναι ένα θαύμα! Δομημένο σε τρία μέρη και συντεθειμένο μ’ ένα Voyager συνθεσάιζερ στην σοφίτα όπου τότε έμενα. Ήταν σαν ένα σάουντρακ για το σπίτι επί εννέα μήνες.

Μετά από αυτό το διάστημα έπρεπε να το σταματήσω γιατί δε θα συνέθετα άλλη μουσική. Το «μωρό» είχε γεννηθεί, άλλωστε.

Άλλο «μωρό», η μνημειώδης σειρά άλμπουμ Disintegration Loops. Έχεις εξασφαλίσει μια θέση στο «πάνθεον» της πειραματικής μουσικής μ’ αυτήν.

(Γέλιο). Ω, Θεέ μου. Όταν συνειδητοποίησα τι συνέβαινε, είπα στον εαυτό μου: «Βγες απ’ την μέση και δες τι θα συμβεί». Κάλεσα όλους τους φίλους μου να έρθουν.

Όταν ο Χάουαρντ, ένας άνθρωπος που ήξερε τα πάντα για την αποδόμηση για την οποία εγώ δεν είχα ιδέα, φώναξε: «Αυτό είναι, τα κατάφερες!» Κι είχε δίκιο. Οι κριτικοί αγάπησαν την σειρά.

Ταυτόχρονα, έλαβα ένα ειδοποιητήριο για έξωση. Ήμουν έτοιμος ν’ αυτοκτονήσω, καθώς γνώριζα πως είχα αυτό το αριστούργημα στα χέρια μου, αλλά θα μου έκαναν έξωση.

Δεν ηξερα τι να κάνω. Αλλά επιβίωσα με θαυμαστούς τρόπους. Δεν τα παρατάω ποτέ!

Δε μου δίνεις την εντύπωση ενός ανθρώπου που τα παρατάει. Παρεμπιπτόντως, έχει αλλάξει πολύ ο κόσμος της πειραματικής μουσικής στις Η.Π.Α. από την δεκαετία του 1970 και εξής;

Δεν ξέρω. Στις μέρες μας αντλείς πολλή πληροφορία, την οποία δεν αντλούσες τότε. Σήμερα υπάρχει πολλή υπέροχη πειραματική μουσική, παντού στον κόσμο.

Εκτιμάται;

Στις Η.Π.Α. στην μουσική βιομηχανία κυριαρχεί η ποπ, οι κοπέλες αντιμετωπίζονται σαν τσούλες κι οι άντρες κάνουν τατουάζ στο πρόσωπο. Χριστέ μου! Ό,τι να ’ναι. Αλλά αυτή είναι η σόου μπίζνες.

Η πειραματική μουσική είναι τέχνη. Και εκτιμάται. Έχουμε, για παράδειγμα, το Pitchfork κι άλλα Μέσα, τα οποία αγαπούν την πειραματική μουσική και γράφουν γι’ αυτήν.

Είμαι ένας από τους ανθρώπους τους οποίους οι σημερινοί δεκαεπτάχρονοι πρέπει να παρακολουθούν. Αυτό είναι καλό. Όταν, όμως, βρουν δουλειά, άντε γεια!

Επομένως, δεν αισθάνεσαι μοναχικά στον κόσμο της πειραματικής μουσικής.

Όχι. Έχω ξεπατωθεί στις περιοδείες επί χρόνια. Και συναντώ υπέροχους ανθρώπους σε φεστιβάλ και συναυλίες. Όλοι μου οι φίλοι βγάζουν δίσκους, τους ακούω και τους αγοράζω. Χρειάζομαι μεγαλύτερο σπίτι τώρα. (Γέλιο).

Σου αξίζει μεγαλύτερο σπίτι.

Αγαπώ το σπίτι μου, είναι υπέροχο, αλλά θα του χρειαζόταν λίγη ανοιξιάτικη καθαριότητα!

Στις 27 Απριλίου έρχεσαι και στα μέρη μας, στην Αθήνα και το Gazarte.

Σωστά!

Φαντάζει συναρπαστική προοπτική.

Ήσουν στην προηγούμενη συναυλία;

Όχι, δυστυχώς.

Ούτε καν θυμάμαι πότε ήταν.

Θυμάμαι, όμως, ότι συνάντησα την Lydia Lunch στο ξενοδοχείο στο οποίο έμενα, καθώς έπινα μπύρα και κάπνιζα στο μπαρ. Με προσκάλεσε στην συναυλία της, αλλά νομίζω πως αρρώστησα, κι έτσι δεν πήγα. Κρίμα!

Πάντως, συναντηθήκατε εκτός Η.Π.Α., κι αυτή είναι από μόνη της μια αξιοσημείωτη σύμπτωση.

Και μάλιστα συνέβη στην Αθήνα.

Η επικείμενη συναυλία θα είναι χαλαρή. Θα κάθομαι. Θα είναι υπέροχα!

Ευχαριστώ θερμά τον William Basinski για την παραχώρηση της φωτογραφίας του η οποία συνοδεύει το κείμενο.

Ο William Basinski εμφανίζεται λάιβ το Σάββατο 27 Απριλίου, 21:00, στο Gazarte-Main Stage! (Βουτάδων 34, Γκάζι).



Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Μάρθα Μπουζιούρη: «Οι γυναικοκτονίες είναι το άκρο στην ‘πυραμίδα’ της έμφυλης βίας»

 


Από τις πιο συνεπείς εκπροσώπους του εγχώριου θεάτρου ντοκιμαντέρ, η Μάρθα Μπουζιούρη θίγει στην Pietà το ζήτημα των γυναικοκτονιών, βασιζόμενη σε αφηγήσεις πέντε μητέρων δολοφονημένων γυναικών και βιώματα των ηθοποιών.

Μια διεξοδική συνομιλία μαζί της με αφορμή την σημαντική παράσταση, ο δεύτερος κύκλος της οποίας ολοκληρώνεται την Κυριακή 28 Απριλίου.

Να ξεκινήσουμε από την διαδρομή που οδήγησε στην επιλογή του τίτλου της παράστασής σας, Pietà;

Η διαδρομή ξεκίνησε δύο περίπου χρόνια πριν, όταν πήρα την απόφαση να κάνω μια παράσταση που άγγιζε το ζήτημα της έμφυλης βίας.

Πολλά απ’ όσα με απασχολούν και στην προσωπική και στην δημιουργική ζωή μου περιστρέφονται γύρω από την έμφυλη ταυτότητα -και κατ’ επέκταση την έμφυλη βία- ήδη από την Αμάρυνθο το 2018 στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Προσπάθησα, λοιπόν, να δω πώς θα μπορούσε η γλώσσα του θεάτρου να συνεισφέρει στο ήδη υπαρκτό πεδίο ορατότητας γύρω από ένα τόσο επείγον ζήτημα, και ξεκίνησα να επικοινωνώ με γυναίκες-επιζώσες έμφυλης βίας.

Δυσκολεύτηκα, ωστόσο, πάρα πολύ.

Γιατί;

Επειδή δεν ήμουν σίγουρη πως είμαι σε θέση να διαχειριστώ το τραύμα τους. Και τελικά έκανα πίσω.

Δουλεύω σε ένα είδος θεάτρου που πραγματεύεται ζητήματα φορτισμένα  -κοινωνικοπολιτικά και ψυχοσυναισθηματικά- εμπλέκοντας βιωματικά άλλους ανθρώπους, έξω από τον καλλιτεχνικό χώρο, κι αυτό ενέχει πολύ μεγάλη ευθύνη.

Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σου με το συγκεκριμένο είδος θεάτρου;

Το θέατρο που αγαπώ να κάνω συνταιριάζει το σινεμά τεκμηρίωσης με την κοινωνική ανθρωπολογία.

Μου αρέσει να καλλιεργώ σχέσεις εγγύτητας και εμπιστοσύνης, διαμορφώνοντας εντός κι εκτός σκηνής ένα πεδίο που τελικά μοιράζεται πολλά και με την μεθοδολογία αλλά και με την δεοντολογία της εθνογραφίας.

Η συγκεκριμένη προσέγγιση επενδύει στον κοινό χρόνο με τον άλλο και στην δημιουργία ενός πλαισίου αμοιβαίας ασφάλειας, εμπιστοσύνης και  - θα τολμούσα να πω- ευαλωτότητας.

Επομένως, το ντοκιμαντέρ ως πεδίο ενεργοποιήθηκε πολύ οργανικά με την πάροδο των χρόνων, όπως αντίστοιχα και η κοινωνική ανθρωπολογία, με την οποία δεν είχα προηγούμενη σχέση πριν ξεκινήσω το διδακτορικό μου στο Πάντειο.

Προτιμάς τον όρο «θέατρο ντοκιμαντέρ». Γιατί;

Αφενός γιατί παραπέμπει στο κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, που παραμένει σημείο αναφοράς και στην δουλειά μου στο θέατρο.

Αφετέρου γιατί ο όρος «ντοκουμέντο» κουβαλάει στο συλλογικό ασυνείδητο μια προσδοκία αλήθειας, ένα «hard evidence» όπως λέμε στην δημοσιογραφία, την πρώτη μου επιστήμη, από την οποία απομακρύνθηκα πολύ νωρίς.

Δεν ποντάρω σχεδόν ποτέ σε «one off» συνεντεύξεις στη βάση ενός ερωτηματολογίου αυστηρής δομής, αλλά περισσότερο στη δημιουργία σχέσεων σε βάθος χρόνου.

Σ’ αυτές τις ωραίες «προσωρινές οικογένειες» που δημιουργούμε, αφήνουμε πίσω μας, αλλά κουβαλάμε πάντα.

Το κείμενο μιας τέτοιας παράστασης υπόκειται σε διαρκείς αλλαγές. Γι’ αυτό, άλλωστε, και εντάξατε σ’ αυτό μια αναφορά στην δολοφονία της Κυριακής Γρίβα από τον πρώην σύντροφό της έξω από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων την 1η Απριλίου.

Το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός, πόσο μάλλον αυτό το θέατρο, που «πατάει» πάνω στην πραγματική ζωή ενόσω αυτή συμβαίνει, ενόσω η Ιστορία γράφεται.

Η πραγματικότητα πολλές φορές σε προσπερνάει ή σε ξεπερνάει, κι αφού δουλεύεις εντός της δεν μπορείς να μην την αφουγκράζεσαι κάθε λεπτό.

Το γεγονός αυτό προσθέτει στη γοητεία του απρόβλεπτου που κουβαλάει το θέατρο ντοκιμαντέρ, αλλά ταυτόχρονα σε κάνει να συνειδητοποιείς πόσο αδύναμη είναι η τέχνη μπροστά στη ζωή.




Δεδομένου, πάντως, του πρόσφατου χαρακτήρα του τραύματος, η συγκρότηση σχέσης με τις μητέρες των θυμάτων γυναικοκτονίας θα ήταν ακόμα πιο απαιτητική και επίπονη διαδικασία.

Μου πήρε καιρό να βρω τον τρόπο να μιλήσω γι’ αυτό το τραύμα, που πονάει όπου κι αν το αγγίξεις. Γιατί είναι ένα τραύμα βαθιά προσωπικό και συλλογικό μαζί.

Ενστικτωδώς, ένιωσα πως μέσα από τις μητέρες θα καταφέρναμε να πλησιάσουμε τα κορίτσια που χάθηκαν, να αφουγκραστούμε τις ζωές τους, να δούμε την Γυναίκα πίσω από υποθέσεις και αριθμούς σε μαύρες λίστες.

Σιγά σιγά, η πρώτη με γνώρισε στην επόμενη, κι έπειτα στην επόμενη, δίνοντάς μου την ευκαιρία να γνωρίσω όχι μόνο πέντε μητέρες, αλλά πέντε σπουδαίες γυναίκες:

Την Κούλα Αρμουτίδου, μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη, την Ελένη Κρεμαστιώτη, μητέρα της Ερατούς Μανωλακέλλη, την Κατερίνα Κώτη, μητέρα της Ντόρας Ζαχαριά, την Αλεξάνδρα Μάκου, μητέρα της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου και την Ρόζα Φωτιάδου, μητέρα της Σοφίας Σαββίδου.

Οι συγκεκριμένες μαμάδες είχαν αναζητήσει η μία την άλλη προκειμένου να διαχειριστούν την απώλειά τους, συγκροτώντας την δική τους οικογένεια, στην οποία με επέτρεψαν -όχι αυτονόητα- να μπω.

Οι γυναίκες αυτές είναι ταυτόχρονα και δημόσια πρόσωπα: ο λόγος τους, η δράση τους έχουν αφήσει το στίγμα τους στο συλλογικό μας σώμα.

Όπως κι η Μάγδα Φύσσα, σ’ ένα αντίστοιχο επίπεδο.

Πολύ καλό παράδειγμα.

Στην ουσία μιλάμε για την μητέρα ως ένα πολιτικό σύμβολο, γεγονός με μεγάλη σημασία για μένα.

Σύμβολο διεκδίκησης, κι όχι μόνο εγκαρτέρησης ή υπομονής.

Ακριβώς. Μετατοπίζεται ο χαρακτήρας του συμβόλου, γι’ αυτό και προέκυψε συνειρμικά ως τίτλος η Pietà, εκκινώντας από το αρχέτυπο της μητέρας που θρηνεί την απώλεια του παιδιού της.

Αν την παρατηρήσεις λίγο καλύτερα, όμως, η Παναγία της Pietà βρίσκεται πέρα από το πένθος. Ο καλλιτέχνης έχει -για κάποιον λόγο- επιλέξει να την τοποθετήσει σε μια κατάσταση μετά το τραύμα.

Το πρόσωπό της δε μαρτυρά οδύνη, δεν είναι «αυλακωμένο» από τον πόνο και το πένθος. Είναι ήρεμο, όμορφο και νεανικό.

Αυτή ήταν η πρόθεση της παράστασης: να περάσει μέσα απ’ το μητρικό πένθος, για να επικοινωνήσει τον τρόπο με τον οποίο αυτό «μεταβολίζεται» σε συλλογικό αγώνα.




Υπήρξαν πισωγυρίσματα ή δεύτερες σκέψεις κατά την διαδικασία συγκρότησης σχέσης με τις πέντε μαμάδες;

Είχα πολλές δεύτερες σκέψεις ξεκινώντας, τεράστιες επιφυλάξεις.

Θυμάμαι πως μέσα στο αυτοκίνητο, στον δρόμο προς την Κόρινθο για να συναντήσω για πρώτη φορά την Αλεξάνδρα Μάκου, την μαμά της Γαρυφαλλιάς, περνούσαν από το μυαλό μου χίλια σενάρια:

«Τι πάω να προτείνω εγώ τώρα σε αυτή τη μητέρα; Σε ποια κατάσταση θα τη βρω;»

Κι όμως, από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις μας, όλες οι μητέρες υπήρξαν φοβερά υποστηρικτικές και καθησυχαστικές.

Όταν τους μίλησα για την βιωματική προσέγγιση της δουλειάς και τους φόβους μου να μην τις επανατραυματίσω άθελά μου, η απάντησή τους με αφόπλισε:

«Για να τραυματίσεις κάποιον πρέπει το τραύμα να έχει ξεπεραστεί. Το δικό μας τραύμα είναι, για πάντα, ανοιχτό. Μας κάνει καλό να μιλάμε για τα παιδιά μας, να συνεχίζουμε τον αγώνα εξ ονόματός τους».

Τον Ιούλιο του 2023 καταφέραμε να βρεθούμε με όλες τις μαμάδες, τις ηθοποιούς και τις υπόλοιπες δημιουργικές συντελέστριες για ένα διήμερο στην Αθήνα.

Τότε τους διάβασα το κείμενο της παράστασης προκειμένου να τις προσγειώσω κάπως σ’ αυτό το σύμπαν, του οποίου η σκηνική αναπαράσταση με φόβιζε, χωρίς ωστόσο να «λειάνω» το περιεχόμενο που ήθελα να παραμείνει αιχμηρό.

Το κείμενο προέκυψε από όσα μοιράστηκαν μαζί μας, και το έκαναν με έναν τρόπο σπαρακτικό, θεραπευτικό και μεταφυσικό μαζί. Η δύναμη και η τρυφερότητά τους είναι αξιοθαύμαστη. Είναι μάθημα ζωής.

Μαζί διανύσαμε ένα δύσκολο ταξίδι στα «μονοπάτια» της απώλειας, του πένθους και της αναγέννησης, ανοίγοντας έναν χώρο αμοιβαίας εμπιστοσύνης κι ευαλωτότητας.

Έπειτα, υπάρχουν και τα κοινά.

Κι επειδή μόνο για τον εαυτό μου μπορώ να μιλήσω, πιστεύω πως ούτε οι «αιχμές» λείπουν απ’ την παράσταση, αλλά ούτε και μια «ατόφια» -αλλά καθόλου εκβιαστική- συγκίνηση.

Σε δυσκόλεψε ως θεατή; Αυτή την αίσθηση αποκόμισα από την θέση του σώματός σου. Σαν να άκουγες, αλλά να μην έβλεπες. Οριακά σαν ν’ απέφευγες να κοιτάξεις.

Δεν αρνούμαι ότι με ζόρισε ως παράσταση.

Προς το τέλος της ένιωσα να «βαραίνω» σιγά σιγά βιωματικά. Όχι αφόρητα, όμως. Ίσως οφείλεται και στις ερμηνείες των ηθοποιών.

Είμαι ευγνώμων στην ομάδα που συγκροτεί την Pietà. Είναι μια βαθιά βιωματική δουλειά. Οι ηθοποιοί δόθηκαν ψυχή τε και σώματι στην παράσταση. Μπήκαν σ’ αυτήν με φροντίδα, με εμπιστοσύνη και γενναιότητα.

Θέλησαν να γνωρίσουν τις μαμάδες, τις πλησίασαν με σεβασμό και τρυφερότητα, και συνδέθηκαν, ίσως με δικά τους -δικά μας- βιώματα. Γιατί, ως γυναίκες, βρισκόμαστε εν δυνάμει, στα «παπούτσια» των δολοφονημένων κοριτσιών.

Εκεί, άλλωστε, συνίσταται η «τομή» την οποία επιχειρεί η παράσταση: στο κατά πόσο το ιδιωτικό τραύμα μπορεί να εκφράσει μια συλλογική εμπειρία.




Στάθηκα πολύ, ιδίως απομακρυνόμενος από τον χώρο της παράστασης, στα προσωπικά αντικείμενα των δολοφονημένων κοριτσιών.

Ναι. Είναι τα ίχνη τους. Συγκροτούν τον κόσμο τους, κομμάτια της ζωής τους.

Την ίδια στιγμή τα αντικείμενα αυτά μας συνδέουν με τους ανθρώπους που τα κατείχαν χωρίς να έχουμε γνωριστεί, γιατί είναι και δικά μας αντικείμενα, καθημερινά, αγαπημένα, μικρά ή μεγάλα κομμάτια ζωής.

Βιώνεται, πάντως, μια αίσθηση ενδυνάμωσης, τελικά, μετά την ολοκλήρωση της θεατρικής εμπειρίας.

Θα ήταν αφόρητο αν δε συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Πρόθεσή μας, όπως προανέφερα, ήταν ν’ αξιοποιήσουμε το βαθιά βιωματικό ανάγοντάς το στην πολιτική του διάσταση.

Αυτό έχει καταφέρει να κάνει το σύμβολο της κάθε μητέρας, είτε πρόκειται για τις μητέρες του Παύλου ή της Μάρθης, είτε πρόκειται για τις πέντε μαμάδες της Pietà.

Αυτό που καταφέρνουν είναι αξιοθαύμαστο και ουσιαστικά πολιτικό: την αναγωγή του ιδιωτικού πένθους σε συλλογικό τραύμα, δημιουργώντας έναν χώρο όπου το βίωμα της βίας μάς ακουμπά όλες και όλους.

Είτε πρόκειται για την τελευταία γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα, είτε για τον θανατηφόρο ξυλοδαρμό του Ζακ Κωστόπουλου, είτε για την μαζική δολοφονία των Τεμπών.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές που βγήκαν μπροστά κάθε φορά, αυτές που πολιτικοποίησαν το πένθος και την ευαλωτότητα δίνοντας μια άλλη διάσταση στον αγώνα κατά της βίας, είναι γυναίκες. Μητέρες.

Εκτός από σκηνοθέτρια, έχεις ενδυναμωθεί και ως γυναίκα μέσα απ’ την παράσταση;

Σε τεράστιο βαθμό.

Είμαι ευγνώμων σ’ αυτές τις μητέρες - και σ’ όλες τις άλλες - οι οποίες, προτάσσοντας την εγγενή γυναικεία τρυφερότητα ως απάντηση στη βία, προσπαθούν να την εξουδετερώσουν, να την απαλείψουν.

«Πόσο σπουδαίο θα ήταν να καταφέρω να βοηθήσω ένα κορίτσι να σωθεί. Να πω σε ένα αγόρι, αν δεν σου αρέσει μια κοπέλα πια, πήγαινέ την σπίτι της, και άσ’ την εκεί, στην πόρτα της», μου είπε η Αλεξάνδρα Μάκου.

Οι πέντε μαμάδες της Pietà μιλούν δημόσια, σε νέες και νέους, συμμετέχοντας σε δράσεις ορατότητας, υποστηρίζοντας η μία την άλλη στην διαδικασία των δικών, πάντα πιασμένες χέρι-χέρι.

Σπουδαία κοινωνική απεικόνιση η τελευταία. Και προσπαθήσαμε να την αποτυπώσουμε στην Pietà.

Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι του Πάτροκλου Σκαφίδα.

Ο δεύτερος κύκλος παραστάσεων της Pietà, σε έρευνα-δραματουργία-σκηνοθεσία Μάρθας Μπουζιούρη, συνεχίζεται την Παρασκευή 26, (21:00), το Σάββατο 27 και την Κυριακή 28 Απριλίου (18:30), στο Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, Γκάζι).

Παίζουν: Νικολίτσα Αγγελακοπούλου, Μαρία Μοσχούρη, Μάρθα Μπουζιούρη, Μαριάνθη Παντελοπούλου και Δώρα Παρδάλη.

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Ron Halinoja (Perkele): «Δεν ήθελα η μουσική να είναι δουλειά για μένα»

 

Perkele (Φωτογραφία: Lysann Junge)

Γεννημένοι στο Γκέτεμποργκ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 εν μέσω ανόδου του νεοναζιστικού εξτρεμισμού στην χώρα, οι Σουηδοί Perkele είναι το σημαντικότερο -ίσως- σκανδιναβικό πανκ ροκ συγκρότημα.

Ιδιαιτέρως αγαπητοί -και- στην Ελλάδα, έρχονται για δύο συναυλίες στις 26 και 27 Απριλίου σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αντίστοιχα. Κουβεντιάζοντας με τον Ron Halinoja, εκ των ιδρυτικών μελών της μπάντας.

Πώς ήταν η κατάσταση στην Σουηδία όταν ξεκινήσατε ως πανκ ροκ συγκρότημα;

Ως συγκρότημα ξεκινήσαμε το 1993. Στο παρελθόν άκουγα χέβι μέταλ και θρας μέταλ, έκανα σκέιτ κι έβλεπα πολλές ταινίες που αφορούσαν το σκέιτ.

Ήταν δημοφιλές το πανκ εκείνη την εποχή στην Σουηδία ή κυρίως ακούγατε μπάντες από άλλες ευρωπαϊκές χώρες ή τις Η.Π.Α.;

Το σουηδικό πανκ ροκ άρχισε να γίνεται δημοφιλές στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990.

Πριν, ωστόσο, συμβεί αυτό, άκουγα συγκροτήματα όπως οι Bad Religion, οι Minor Threat, οι Pennywise.

Κάνοντας σκέιτ στην Σουηδία συνάντησα ανθρώπους οι οποίοι άκουγαν και σουηδικό πανκ ροκ, που αναδυόταν.

Προέκυψε ως κάτι πολύ φυσικό ν’ αρχίσω να το ακούω κι εγώ: είχε την ίδια μελωδία, απέπνεε την ίδια ενέργεια, ενώ κι οι στίχοι αφορούσαν σε παρόμοια θέματα - και τους καταλάβαινα καλύτερα.

Παρόλα αυτά, η σουηδική εκδοχή του πανκ ήταν πιο «γυαλισμένη».

Χωρίς ν’ ακουστώ σαρκαστικός και λαμβάνοντας υπόψη τις κυρίαρχες τότε κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στην Σουηδία, αυτό φανταζόμουν. Οπότε, η ενασχόληση με το πανκ θα ήταν μάλλον περιθωριακή δραστηριότητα.

Το πανκ ροκ στην Σουηδία πήγαζε από την ίδια αντίδραση που είχε γεννήσει το γκραντζ, κι απ’ την ανάγκη να δημιουργηθεί ένα στιχουργικά πιο σημαντικό περιεχόμενο. Από αυτούς τους ανθρώπους προήλθε.

Επομένως, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι -κι εσύ ανάμεσά τους- θεωρούσατε τους εαυτούς σας πιο πολιτικοποιημένους ή έχοντες επίγνωση της κοινωνικής κατάστασης;

Απολύτως.

Η συνειδητοποίηση προέκυψε με την ακρόαση της μουσικής και των στίχων, που πολλές φορές ήταν κάπως αριστερόστροφοι, και το γεγονός αυτό παρείχε το πρίσμα υπό το το οποίο μπορούσες ν’ αντιληφθείς την κοινωνία.

Επιπλέον, η κατάσταση στην χώρα ήταν κάπως ζόρικη με τους τους νεοναζί στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Συντελείτο ένας μικρής κλίμακας πόλεμος. (Γέλιο).

Το παράξενο ήταν ότι το νεοναζιστικό κίνημα ήταν μια τάση σε μια ιδιαιτέρως διαιρεμένη κοινωνία.

Ένα τμήμα της νεολαίας αισθανόταν πως ανήκε σ’ αυτό το εθνικιστικό κίνημα. Από την άλλη, υπήρχαν οι λάτρεις του πανκ ροκ και άλλοι. Δυο διαφορετικές κουλτούρες.

Άρα, η δημιουργία των Perkele ήταν το μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού, ας πούμε, ένας τρόπος να εκφράσετε τον θυμό σας έναντι της κατάστασης που μόλις μου περιέγραψες.

Σωστά, ακριβώς.

Οι στίχοι των πρώτων ντέμο κασετών μας σχετίζονταν, μάλιστα, πολύ με το νεοναζιστικό κίνημα εκείνης της περιόδου.

Είχα δεχτεί επίθεση από νεοναζί το 1995, νομίζω, με ξυλοκόπησαν κι έριξαν δακρυγόνα στο σπίτι μου. Κατέληξα στο νοσοκομείο. Ήξεραν ποιος είμαι γιατί ήμουν πολύ αθυρόστομος απέναντί τους. Φρικτή εποχή!

Υποθέτω ότι δεν το έβαλες κάτω - ούτε ως άτομο ούτε ως μέλος ενός πανκ ροκ συγκροτήματος.

Σε καμία περίπτωση!

Μιας και το άτομο που με ξυλοκόπησε συνελήφθη, χρησιμοποίησα τα χρήματα τα οποία μου επιδικάστηκαν ως αποζημίωση για την ηχογράφηση και την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου μας.

Επομένως, το ξύλο που «έφαγες» απέδωσε «καρπούς».

Ακριβώς! (Γέλιο).

Είναι, πάντως, γεγονός πως πίσω από άτομα όπως αυτό που με ξυλοκόπησε κρύβονται άλλοι. Σκέψου ότι ο συγκεκριμένος ήταν παλιότερα «πάνκης» και συμμεριζόταν τις ίδιες πολιτικές απόψεις.

Τι του συνέβη, λοιπόν;

Όντας «πάνκης», ήθελε να λειτουργεί προκλητικά. Επειδή δεν του αρκούσε να είναι «πάνκης», στράφηκε στην ακρόαση μουσικής white power επηρεαζόμενος από κάποιους φίλους του.

Δεν ήταν εξ αρχής κακός άνθρωπος. Είναι ενδιαφέρον το πώς οι άνθρωποι μπορούν να μεταστραφούν ιδεολογικά.

Κατά την γνώμη μου, όταν κάνεις ρηχές επιλογές -όχι, δηλαδή, επειδή είσαι επαρκώς συνειδητός, αλλά επειδή ακολουθείς μια μόδα-, τότε είναι πολύ εύκολο να μετατοπιστείς πολιτικά από την Αριστερά στον νεοναζισμό.

Το μόνο που σε νοιάζει είναι η διάθεση για πρόκληση, το να «πλακώνεσαι» και η εκδήλωση μιας «μάτσο» συμπεριφοράς.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αυτό που «μετρούσε» ήταν σε ποια πλευρά ανήκαν οι φίλοι σου. Δεν είχες επαρκή επίγνωση.

Βεβαίως, υπήρχαν και άνθρωποι οι οποίοι ήταν πιο βαθιά μπλεγμένοι, αλλά χρησιμοποιούσαν εκείνους που είχαν πιο βίαιη νοοτροπία.

Έχει αλλάξει, επιδεινωθεί ή επιδεινωθεί με διαφορετικό τρόπο η κοινωνικοπολιτική κατάσταση και ο ακροδεξιός/νεοναζιστικός εξτρεμισμός στην Σουηδία έκτοτε;

Κάποτε, οι σκανδιναβικές χώρες θεωρούνταν πυλώνες ανεκτικότητας, ανοιχτότητας και πολυπολιτισμικής συνύπαρξης. Τι συμβαίνει στις μέρες μας, λοιπόν;

Όσον αφορά στον νεοναζισμό, είναι ένα πολύ περιθωριακό φαινόμενο σήμερα, μια μικρή σέκτα που δεν προσελκύει καινούρια μέλη. Αντιμετωπίζονται ως περίεργοι άνθρωποι που κάνουν περίεργα πράγματα. Χαίρομαι γι’ αυτό.

Υπάρχει, όμως, κι η υπόλοιπη Δεξιά και Ακροδεξιά. Τι γίνεται μ’ αυτή; Δεν ασκεί κοινωνική επίδραση;

Δεν ξέρω. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ενδιαφέρομαι και τόσο για την πολιτική πλέον.

Διαβάζω, βεβαίως, εφημερίδες, ξέρω ποιες είναι οι πεποιθήσεις μου -κι αυτό είναι το σημαντικότερο-, και προσπαθώ να μην εστιάζω υπερβολικά στο τι συμβαίνει.

Για μένα, ό,τι και να ψηφίσεις στις εκλογές είναι -σχεδόν- το ίδιο, με την έννοια πως δεν κάνει κάποια διαφορά.

Η Σουηδία είναι στην «ψυχή» της σοσιαλδημοκρατική, νομίζω. Οπότε, ακόμα κι αν κυριαρχεί η δεξιά πολιτική, παραμένουμε ακόμα σοσιαλδημοκράτες. Έτσι αισθάνομαι.

Εσύ ζεις στην χώρα, οπότε δεν μπορώ να αμφισβητήσω την θετική σου εκτίμηση/αίσθηση βάσει μόνο όσων διαβάζω ή μου μεταφέρουν άλλοι.

Τι γίνεται, αλήθεια, με την σουηδική πανκ ροκ σκηνή στις μέρες μας;

Υπάρχουν όντως πολλές πανκ ροκ μπάντες στην Σουηδία, αλλά οι περισσότερες τραγουδάνε κυρίως στα σουηδικά, επομένως δεν παίζουν και τόσο στο εξωτερικό όσο εμείς, αν κι έχουν μεγάλο εγχώριο κοινό.

Γνωστά συγκροτήματα είναι οι Millencolin και οι The Baboon Show. Eμείς, όμως, ήμασταν από τους πρώτους που βγάλαμε το σουηδικό πανκ ροκ στο εξωτερικό.

Το πανκ ροκ γερνάει, όμως, κι ελπίζω να εμφανιστούν νέες μπάντες, ώστε να μην πεθάνει μαζί μ’ εμάς.

Ή να μην καταλήξει ένα «απολίθωμα», ή σε κάποιο μουσείο.

Ακριβώς. Νομίζω, πάντως, ότι υπάρχουν ποικίλες πανκ ροκ τάσεις στην Σουηδία, αλλά και πολλοί καλοί μουσικοί.

Εξάλλου, επειδή η πανκ ροκ σκηνή περιορίζεται και γερνάει, ερχόμαστε κοντά και παίζουμε παρέα στα φεστιβάλ.

Έχετε καταφέρει να βιοποριστείτε επαρκώς μέσω της μουσικής -και ιδίως της πανκ μουσικής- όλα αυτά τα χρόνια, όσο κι αν κάτι τέτοιο μπορεί -για κάποιους- να φαντάζει αντιφατικό;

Θα μπορούσαμε όντως να ζούμε απ’ την μουσική, αλλά επιλέξαμε να κάνουμε «κανονικές» δουλειές.

Τις καθημερινές πάμε στην δουλειά, και τα Σαββατοκύριακα δίνουμε συναυλίες ή κάνουμε περιοδείες.

Δεν ήθελα η μουσική να είναι δουλειά για μένα, ήθελα κάθε φορά που δίνουμε μια συναυλία να είναι διασκέδαση. Συνεπώς, πρέπει ν’ αποδεχόμαστε κάθε πρόσκληση για συναυλία, αλλά δεν είναι όλες διασκεδαστικές!

Θέλω, εξάλλου, να παράγω την μουσική μου με την καρδιά μου, κι όχι να νιώθω πιεζόμενος πως πρέπει να παραγάγω κάτι.

Πού οφείλεται η αγαπησιάρικη σχέση την οποία έχετε αναπτύξει με το ελληνικό κοινό;

Πρόκειται για κάτι αρκετά αυθόρμητο.

Δεν ξέρω, όμως, γιατί συμβαίνει, αν κι έχω κατά νου μια ερμηνεία. Έχει να κάνει με την αγάπη στους Iron Maiden. Αγαπάμε τους Iron Maiden, και το ελληνικό κοινό αγαπάει τους Iron Maiden, οπότε έχουμε κάτι κοινό.

Ίσως κάπου να παίζουν ρόλο και οι στίχοι, μέσω των οποίων προσπαθούμε να δίνουμε στους ανθρώπους ελπίδα.

Στην Ελλάδα, αν κρίνω από τις συναυλίες μας, οι στίχοι μας σημαίνουν κάτι για τους ανθρώπους. Τους παίρνουν σοβαρά και τους κατανοούν.

Οι Perkele εμφανίζονται λάιβ την Παρασκευή 26 Απριλίου στην Αθήνα (Kύτταρο Live Club) και το Σάββατο 27 Απριλίου στην Θεσσαλονίκη (Πολυχώρος Mylos).



Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Jlin: «Κάθε φορά που συνθέτω κάτι καινούριο, ξεκινώ από το μηδέν»

 

Jlin (Φωτογραφία: Lawrence Agyei)

Μια από τις πιο ταλαντούχες και πολύπλευρες συνθέτριες και περφόρμερ ηλεκτρονικής μουσικής, η Βορειοαμερικανίδα Jlin (Jerrilynn Patton) επισκέπτεται την Αθήνα στις 22 Απριλίου για (άλλη) μια απρόβλεπτη συναυλία.

Συνομιλώντας μαζί της για την μουσική δημιουργία, την Ευρώπη, τις Η.Π.A., τον Φίλιπ Γκλας, την ευαλωτότητα και την ανυπομονησία ενόψει του λάιβ.

Σ’ ευχαριστώ που βρήκες τον χρόνο γι’ αυτήν την διαδικτυακή κουβέντα εν μέσω της περιοδείας σου.

Πώς νιώθεις ταξιδεύοντας και δίνοντας συναυλίες στην Ευρώπη; Υπάρχουν κάποιες διαφορές σε σχέση με τις Η.Π.Α.;

Το ίδιο είναι.

Είμαι πολύ ευγνώμων που άνθρωποι αποφασίζουν να παρακολουθήσουν τις συναυλίες μου υποστηρίζοντάς με, ενώ δεν είναι υποχρεωμένοι να κάνουν κάτι τέτοιο.

Είμαι επίσης ευγνώμων που δέχομαι προσκλήσεις να παίξω σε διάφορους χώρους, ενώ ούτε κι οι υπεύθυνοί τους είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν.

Πολιτισμικά μιλώντας, αντιλαμβάνεσαι κάποια διαφορά όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο εισπράττεται ή εκτιμάται η δουλειά ή εσύ η ίδια στην Ευρώπη;

Σίγουρα το διασκεδάζω περισσότερο στην Ευρώπη απ’ ό,τι στις Η.Π.Α.! Γι’ αυτό κι οι Βορειοαμερικανοί καλλιτέχνες έρχονται πρώτα στην Ευρώπη. Οι Η.Π.Α. είναι πίσω σε όλα. Χρειάζονται πέντε χρόνια για να καταλάβουν τι γίνεται, οπότε... (Γέλιο).

Τι είδους άνθρωποι έρχονται στις συναυλίες σου; Ηλικιακά, ας πούμε, είναι ανάμικτα τα κοινά;

Είναι ανάμικτα.

Μια φορά είχε έρθει σε συναυλία μου μια 93χρονη.

Πώς κι έτσι; Εξωπραγματικό μου φαίνεται.

Νομίζω πως σε διαφορετικούς ανθρώπους αρέσουν διαφορετικά πράγματα.

Ακόμα, λοιπόν, κι αν δεν έχουν ξανακούσει την μουσική μου, είναι περίεργοι να βιώσουν κάτι διαφορετικό μουσικά ή ν’ ακούσουν κάτι που πάντα ήθελαν ν’ ακούσουν, αλλά δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να το εξερευνήσουν.

Ή και να θέλουν να συνεχίσουν να το εξερευνούν.

Ήταν η περιέργεια η οποία ώθησε κι εσένα να εμπλακείς στην δημιουργική διαδικασία της σύνθεσης, και κατόπιν ηχογράφησης, μουσικής όταν ήσουν λίγο νεότερη;

Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δε θεωρούσα ότι είμαι καλή σε κάτι.

Όταν, επομένως, αποφάσισα να εμπλακώ με την μουσική σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης, η σχέση μου μ’ αυτή ήταν -και παραμένει- αγάπης και μίσους.

Υπάρχουν πράγματα στην τέχνη σου που λατρεύεις, κι άλλα που δε λατρεύεις, ιδίως αν δε σ’ αρέσει καν η τέχνη σου αυτή καθ’ εαυτήν.

Λατρεύω την σύνθεση, να γράφω. Για μένα, η σύνθεση είναι το πιο «γεμιστικό» βίωμα, γιατί καθετί ξεκινά από έναν κενό χώρο. Από αυτήν την αφετηρία δημιουργώ, και νιώθω καλά έτσι.

Κατά καιρούς δε σου προξενεί και δέος αυτός ο κενός χώρος, τουλάχιστον στην αρχή, πριν σιγά σιγά γεμίσει με πιο απτά μουσικά σχήματα;

Μου προξενεί, αλλά αποτελεί πάντα και πρόκληση. Αλλιώς, θα βαριόμουν να γράφω μουσική. Εισερχόμενη στην διαδικασία δεν ξέρω τι θα αποκομίσω ή αν καν θα υλοποιήσω κάτι ολοκληρωμένο ή μερικά μέτρα μέσα σε μια μέρα.

Όπως και να ’χει, είμαι στο έλεος τού οτιδήποτε συμβεί. Είναι ωραίο αυτό, γιατί δεν έχω τον έλεγχο.

Ωραίο, αλλά και λίγο τρομακτικό: όχι το να μην έχεις τον πλήρη έλεγχο της δημιουργικής διαδικασίας -αυτό θα ήταν παράλογο-, αλλά τον μην έχεις έστω και κάποιον έλεγχο. Δεν είναι;

Μπορεί να γίνει τρομακτικό, μιας και δεν ξέρεις σε τι πράγμα μπλέκεις: δεν ξέρεις πόσο δύσκολο ή εύκολο θα είναι ν’ ανακαλύψεις αυτό που ψάχνεις και να προσπαθήσεις να εξαγάγεις αυτό το οποίο ξέρεις πως βρίσκεται μέσα σου.

Κάθε φορά που συνθέτω κάτι καινούριο, ξεκινώ από το μηδέν. Τίποτα απ’ όσα έκανα την προηγούμενη μέρα δεν έχει σημασία: ούτε τραγούδι, ούτε άλμπουμ, ούτε τίποτα.

Γενικότερα, πριν εισέλθεις στην εκάστοτε δημιουργική διαδικασία, υπάρχει κάποιο κόνσεπτ στο πίσω μέρος του μυαλού σου; Ή πρόκειται για κάτι εξελισσόμενο στην πορεία της σύνθεσης μουσικής;

Είμαι μια διαισθητική δημιουργός, οπότε ό,τι κάνω, αναπτύσσεται καθ’ οδόν.

Μόνο όταν μου ανατίθεται κάτι, όπως συνέβη με το Autobiography του Wayne McGregor, μπαίνω σε μια λογική κόνσεπτ και σχεδιασμού.

Αλλά, συνήθως, δουλεύω μόνη μου και τα πάντα είναι διαισθητικά και αφηρημένα, και πρέπω να βρω τον δρόμο μου μέσα απ’ την διαδικασία. Αυτό είναι καλό, γιατί μ’ αναγκάζει να είμαι καινοτόμος από διαφορετικές απόψεις.

Η μουσική σου αντλεί στοιχεία από πολλά και διαφορετικά είδη και παραδόσεις, τα οποία και οι οποίες φαντάζομαι ότι σ’ ελκύουν και ως ακροάτρια.

Επειδή το προσωπικό μου υπόδειγμα μεταβάλλεται διαρκώς, ναι. Βαριέμαι εύκολα κι αλλάζω διαρκώς. Δεν παραμένω σ’ ένα μέρος για πολύ καιρό.

Μεγαλώνοντας, άκουγες σόουλ, τζαζ, Chicago footwork. Η δουλειά σου χαρακτηρίζεται, ωστόσο, και από μια φιλμική αίσθηση. Είναι φορές που «ακούω» τον Μπέρναρντ Χέρμαν στο βάθος. Για παράδειγμα, στο Summon.

Πρόκειται για έναν συνθέτη που θαυμάζω.

Εκτιμάς τις ταινίες ως θεάτρια, αλλά και ως συνθέτρια κινηματογραφικής μουσικής;

Ναι, και στις δύο περιπτώσεις. Και πολύ μάλιστα.

Με τι είδους φιλμ την «βρίσκεις» ως επί το πλείστον;

Ξέρεις τι μου συμβαίνει; Όταν μου αρέσει κάτι, δε θέλω να το ξαναδώ γιατί θα με τρομάξει.

Μου άρεσαν, για παράδειγμα, οι Ώρες ως ταινία, αλλά πέρασε καιρός μέχρι να την ξαναπαρακολουθήσω. Το ίδιο μου συνέβη και με τον Μαύρο κύκνο. Υπάρχουν πολλά φιλμ τα οποία μου «κάνουν» γιατί με οδηγούν εκεί, σ’ έναν χώρο.

Μ’ αρέσει στ’ αλήθεια το Χωρίς μέτρο (Whiplash). Από τις αγαπημένες μου ταινίες σίγουρα, αν κι αισθάνθηκα τρόμο όταν το έβλεπα. (Γέλιο).

Λατρεύω την ποικιλομορφία την οποία οι επιλογές σου αποκαλύπτουν! Αντανακλάται και στην προτίμησή σου σε κινηματογραφικές μουσικές;

Η μουσική για φιλμ δεν είναι αυτή που ήταν άλλοτε. Οπότε, όταν ακούσεις μια καλή, πρέπει να «γραπωθείς» από αυτήν. Πώς κατάφερνε να συνθέτει μουσική ο Κουίνσι Τζόουνς, για παράδειγμα;

Μπορώ να κινηθώ γιατί διαθέτω ευελιξία, είμαι πολύπλευρη και δε βάζω την εαυτή μου σε «κουτάκια» - ούτε το έχω κάνει ποτέ. Δεν αντιμετωπίζω την μουσική με έναν, δύο ή πέντε τρόπους. Το καθετί στην δημιουργία αποτελεί έναν απεριόριστο χώρο.

Στο Akoma, το πιο πρόσφατο άλμπουμ σου που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο, συνεργάζεσαι με περισσότερους -ίσως- ανθρώπους από ποτέ. Κι όχι συνηθισμένους καλλιτέχνες, αλλά πραγματικές ιδιοφυίες.

Όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι ξεπερνούν τα όρια. Με ανορίωτους στην σκέψη τους ανθρώπους θέλω να συνεργάζομαι.

Είναι επίσης πολύ ανθρώπινοι, ευάλωτοι και προσγειωμένοι. Όλοι τους: o Φίλιπ (σημ.: Γκλας), η Μπιορκ, οι Kronos Quartet.

Νιώθεις κι εσύ ευάλωτη.

Είμαστε τόσο «χαλασμένοι» από την κοινωνία που λατρεύουμε τους ανθρώπους σαν να είναι θεοί. Κι αυτό είναι λάθος σ’ όλα τα επίπεδα. Είμαστε τόσο απασχολημένοι με τους ακολούθους του οποιουδήποτε, που ξεχνάμε ότι είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη.

Και κανένας τους -κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση- δεν είναι/δεν είμαι καλύτερος/καλύτερη από σένα. Μισώ το να λατρεύουμε ανθρώπους σαν να είναι θεοί!

Είναι αρρωστημένο.

Πολύ αρρωστημένο! (Γέλιο). Έτσι σου διαφεύγει η τέχνη. Κάθε άνθρωπο με τον οποίο έχω συνεργαστεί τον έχω συναντήσει σε εξατομικευμένο επίπεδο. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορείς ν’ αντλήσεις τα καλύτερα στοιχεία κι απ’ τις δυο πλευρές.

Από πού προέρχεται ο τίτλος του τελευταίου σου άλμπουμ;

Στην γκανέζικη γλώσσα σημαίνει «καρδιά».

Σηματοδοτεί κάτι σε σχέση με το περιεχόμενο του άλμπουμ ή προέκυψε μετά την ολοκλήρωση της ηχογράφησης;

Δυσκολεύτηκα περισσότερο από ποτέ να βρω τίτλο γι’ αυτό το άλμπουμ. Ήξερα πως, αν σταματούσα την αναζήτηση, θα τον έβρισκα ή θα με έβρισκε.

Κι αυτό συνέβη. Ο τίτλος με βρήκε, και μάλιστα με τον πιο αστείο τρόπο, όταν είδα την λέξη γραμμένη σ’ ένα τισέρτ. Είναι πολύ σύνηθες να μου συμβαίνουν τέτοια πράγματα πλέον.

Όταν δεν μπορώ να βρω κάτι, αράζω και περιμένω να έρθει εκείνο να με βρει.

Δεν είσαι ανυπόμονη, άρα.

Μπορώ να γίνω ανυπόμονη. Είναι αστείο που το επισημαίνεις.

Ο Φίλιπ Γκλας μου είπε στην διάρκεια ενός δείπνου:

«Τα πας περίφημα. Το μόνο που χρειάζεται να μάθεις είναι να είσαι υπομονετική, να επιτρέπεις στην εαυτή σου να νιώθει δυσφορία και ν’ “αγκαλιάζεις” τις στιγμές που σε οδηγούν σε αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη προς την οποία θέλεις να κινηθείς».

Οπότε μαθαίνω να είμαι πιο υπομονετική απέναντι στην εαυτή μου.

Στο δημιουργικό πεδίο, τι άλλο θα ήσουν πρόθυμη ν’ «αγκαλιάσεις» ή να εξερευνήσεις;

Δεν ξέρω, πρέπει να με βρει εκείνο. Θα μου πει όταν συναντηθούμε! (Γέλιο).

Περιμένεις την συνάντηση η οποία θα κάνει την διαφορά.

Όλη την ώρα!

Έχουν υπάρξει συναυλίες που έκαναν την διαφορά για σένα ως καλλιτέχνιδα;

Η πρώτη -η οποία άλλαξε τον τρόπο που σκέφτομαι και ακούω την μουσική- ήταν όταν, συνεργαζόμενη με τον Wayne, έβλεπα την χορογραφία και την μουσική να γεννιούνται.

Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην συνεργασία μου με την παραγωγό Elaine Martin. Όταν την παρακολουθούσα, με είχε συνταράξει ο τρόπος που άκουγε τα πράγματα.

Δε συμβαίνουν τέτοιες στιγμές διαρκώς, επομένως πρέπει να είσαι παρούσα όταν συμβαίνουν. Κι εγώ ήμουν.

Έχεις κάποιες προσδοκίες ενόψει της συναυλίας σου στο Ωδείο Αθηνών την Δευτέρα 22 Απριλίου;

Ποτέ δεν έχω. Η μονη προσδοκία μου είναι ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση και πως είμαι ευάλωτη. Και το κοινό μου είναι ευάλωτο.                                      

Ευχαριστώ θερμά την Εlena Messinger (Pomegranate Arts) για την πολύτιμη συμβολή της στην διοργάνωση της συνέντευξης.

Η Jlin θα δώσει μια ανεπανάληπτη συναυλία την Δευτέρα 22 Απριλίου (Ωδείο Αθηνών, Αμφιθέατρο «Ιωάννης Δεσποτόπουλος», 20:30) στο πλαίσιο των St Pauls Sessions.