Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Ματέους Βέρλε: «Όταν ανακαλύπτω ένα ενδιαφέρον θέμα, είναι σαν να ερωτεύομαι»

 

Ματέους Βέρλε (Φωτογραφία: Άρης Ράμμος)

Η Βαλέρια είναι η μοναδική κάτοικος ενός μικρού χωριού στα Δυτικά Καρπάθια της Ρουμανίας, το οποίο σταδιακά βυθίζεται κάτω από τόνους λάσπης προερχόμενους από το γειτονικό ορυχείο χαλκού.

Αυτήν την ιστορία αφηγείται στο συγκινητικό και βαθιά πολιτικό ντοκιμαντέρ του, το μέρος που κοιμόμασταν, ο Γερμανός σκηνοθέτης Ματέους Βέρλε. Τον συναντήσαμε στο πλαίσιο του 26ου ΔΦΝΘ.

Στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο σου, το μέρος που κοιμόμασταν, εξέρχεσαι της «ζώνης ασφαλείας» σου, εισερχόμενος σε ένα άγνωστο σε σένα πολιτισμικό και ανθρώπινο συγκείμενο.

Λειτούργησε αυτό ως επιπλέον κίνητρο για την εμβύθισή σου στο συγκεκριμένο σύμπαν;

Καλή ερώτηση, καθώς δεν την έθεσα εγώ στον εαυτό μου στην αρχή.

Όταν ανακαλύπτω ένα ενδιαφέρον θέμα, είναι -μερικές φορές- σαν να ερωτεύομαι. Αυτή η ανακάλυψη ενισχύεται, όμως, και μετά από μια έρευνα τριών-τεσσάρων ετών.

Στην αρχή, λοιπόν, απλώς είδα φωτογραφίες από την τοποθεσία στο πλαίσιο μιας έρευνας για ζητήματα περιβαλλοντικής μόλυνσης.

Ο πατέρας μου είναι ζωγράφος και τα χρώματα υπήρξαν από την παιδική μου ηλικία σημαντικά για μένα. Τα χρώματα και τα σχήματα ήταν, άρα, πολύ σημαντικά για μένα.

Στα περισσότερα θέματα με τα οποία επιχειρώ να καταπιαστώ η τοποθεσία είναι το πιο σημαντικό.

Όχι οι άνθρωποι;

Παρότι οι ταινίες μου ασχολούνται με τους ανθρώπους με πολύ έντονο τρόπο, η αφετηρία μου είναι οι τόποι.

Το ίδιο συνέβη όσον αφορά στο χωριό Τζέμανα, όπου εκτυλίσσεται το φιλμ. Όλοι οι άνθρωποί του -εκτοπισμένοι και μη- είχαν ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθούν.

Όταν, όμως, συνάντησα την Βαλέρια Πράτσα, την κατοπινή πρωταγωνίστρια, ήξερα πως αυτή ήταν ο άνθρωπος για τον οποίο ήθελα να κάνω το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ.

Γιατί;

Είχε έναν τρόπο να αφηγείται ιστορίες. Ταυτόχρονα, επρόκειτο για έναν άνθρωπο που δεν επικοινωνούσε πολύ με άλλους καθώς ο σύζυγός της, Νικολάε, είχε πεθάνει και τα παιδιά τους είχαν μετακομίσει.

Γι’ αυτό κι η Πεούνα, η αγελάδα της, και ο Ντούρι, ο σκύλος της, είχαν τόση σημασία για εκείνη.

Δεν ενδιαφερόταν, εξάλλου, να συμμετάσχει σε μια ταινία. Απορούσε, μάλιστα, γιατί ένας νεαρός Γερμανός ενδιαφερόταν για μια ηλικιωμένη Ρουμάνα.

Κατάλαβε, όμως, ότι αυτό το εγχείρημα ήταν όντως σημαντικό για μένα. Αφιέρωσα σ’ αυτό τέσσερα χρόνια από την ζωή μου, και κανένα μέλος της ομάδας δεν αποκόμισε υλικό όφελος, καθώς ως φοιτητές δεν επιτρεπόταν.

Μετά το πρώτο ταξίδι στην περιοχή, στην διάρκεια του οποίου γυρίσαμε ένα μικρού μήκους φιλμ, επιστρέψαμε με τον κάμεραμαν, αλλά δεν ήμασταν σίγουροι αν η Βαλέρια θα ήθελε να εμπλακεί στα γυρίσματα μιας μεγάλου μήκους δουλειάς.

Ήθελα, λοιπόν, να παρατηρώ, όχι να την πιέσω, ούτε να της ζητήσω να κάνει κάτι.


Βαλέρια Πράτσα και Πέουνα


Ήταν θέμα σεβασμού απέναντι στην ίδια και στον χώρο της.

Αλλά και ζήτημα δραματουργικής υφής. Μπορείς να την νιώσεις τόσο καλά ακριβώς γιατί δε χρειαζόταν να κάνει κάτι για μας. Ελάχιστες φορές, ίσως σε ένα ποσοστό της τάξης του 5%, της ζήτησα να ξαναγυρίσουμε κάποια σκηνή.

Εκείνη αποφάσιζε για τον ρυθμό του φιλμ, όπως είπες στο Q&A μετά την παγκόσμια πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ σου στο πλαίσιο του 26ου ΔΦΝΘ την Κυριακή 10 Μαρτίου.

Ναι, όταν ήθελε να ξεκουραστεί. Άλλες φορές απλώς μιλούσαμε, χωρίς να κάνουμε γύρισμα.

Η ταινία σου είναι πολύ ήσυχη. Είναι θέμα προσέγγισης ή οι άνθρωποι και η τοποθεσία απέπνεαν επίσης ησυχία;

Έτσι θέλαμε ν’ αφηγηθούμε την ιστορία, κι αυτήν την ησυχία ανακαλύψαμε όταν πήγαμε στην περιοχή. Μέσω της ησυχίας μπορούσες να εστιάσεις στα όντως σημαντικά, όπως στην αναπνοή της Βαλέρια.

Η πλειονότητα των συνεντεύξεων διεξήχθησαν στο σπίτι της και μου ήταν δύσκολο να το εγκαταλείψω καθώς ήταν πάντα τόσο φιλόξενη.

Δεν επρόκειτο για ένα πολυτελές σπίτι, αλλά για εκείνη ήταν σαν παλάτι, χτισμένο μόνο με ξύλο από τον μακαρίτη τον σύζυγό της, σύμφωνα με την ρουμανική γαμήλια παράδοση.

Το δε χωριό ήταν ως επί το πλείστον αυτάρκες, ένας επίγειος παράδεισος, ο ένας γνώριζε τον άλλο κι η ίδια στο παρελθόν εργαζόταν στο παντοπωλείο στο κέντρο του χωριού.

Η Βαλέρια δεν ήταν, ωστόσο, θυμωμένη με τους εργαζόμενους στο ορυχείο. Ο γιος της είχε φιλική σχέση με ένα παλαιό διευθυντικό στέλεχος της εξορυκτικής εταιρείας. Οπότε δεν είναι εύκολο να πεις, «Εγώ έχω δίκιο κι ο άλλος έχει άδικο».

Αν και προσωπικά βρίσκομαι στην πλευρά της Βαλέρια, πρέπει να καταλάβω γιατί ορισμένοι θεωρούν πως είναι καλό να υπάρχει ένα ορυχείο. Πρέπει να αποδεχτείς αυτήν την στάση.

Εγώ, πάντως, δεν αποδέχομαι μια στάση που ευνοεί την καταστροφή κοινοτήτων, των ζωών των ανθρώπων, των περιουσιών τους και του φυσικού περιβάλλοντος.

Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν η Βαλέρια ή και άλλοι κάτοικοι του χωριού πολέμησαν, έστω και στο παρελθόν, ενάντια σ’ αυτήν την εξέλιξη.

Αυτού του είδους η μαχητικότητα δεν ήταν στοιχείο του χαρακτήρα της, αλλά πάντα μου έλεγε πως ο σύζυγός της είχε παλέψει πολύ.

Είχε, μάλιστα, απευθυνθεί σε πολιτικούς με ανώτατα αξιώματα και γράψει ποιήματα για την περιοχή, χωρίς ωστόσο να εισακουστεί.

Η Βαλέρια θεωρούσε ότι ήταν αντρική δουλειά ο αγώνας τέτοιου είδους. Για να είμαι ειλικρινής, δε γνωρίζω αν κι η ίδια είχε αγωνιστεί στο παρελθόν.

Μου έλειψε, πάντως, μια πιο μαχητική συλλογική στάση, πέρα από τον θρήνο και την νοσταλγία. Στην τελική, καταστρέφεται όλη η ζωή σου. Ίσως, βέβαια, απλώς προβάλλω σ’ εκείνη τον δικό μου τρόπο διαχείρισης μιας κατάστασης.

Αποζημιώθηκαν, τουλάχιστον, οι εκτοπισθέντες για την απώλεια των περιουσιών τους;

Σε πρώτη φάση, οι αρχές είχαν υποσχεθεί ότι θα ξανάχτιζαν το ίδιο το  χωριό αλλού, αλλά δεν το έκαναν ποτέ. Το ίδιο είχαν υποσχεθεί και σε σχέση με το νεκροταφείο του χωριού. Ούτε αυτό υλοποίησαν.

Στην συνέχεια, έδωσαν στους κατοίκους ένα μικροποσό το οποίο, όμως, δεν αρκούσε για την κάλυψη των εξόδων μετεγκατάστασης.

Όπως και να ’χει, επειδή η Βαλέρια κι η οικογένειά της ζούσαν λίγο έξω από το χωριό, δεν πίστευαν πως η άνοδος της στάθμης των υδάτων της γειτονικής λίμνης θα ήταν τόσο ταχεία.

Μέσα σε μόνο μερικούς μήνες ανάμεσα στα γυρίσματα για την μικρού και την μεγάλου μήκους ταινία, το εξαιρετικά τοξικό νερό εισχωρούσε πια στο σπίτι. Η αγελάδα της αρρώστησε από την πόση αυτού του νερού.

Η παρακολούθηση του ντοκιμαντέρ σου συνιστά μια καταθλιπτική εμπειρία, κι η πραγματικότητα που αυτό αναδεικνύει είναι ακόμα πιο καταθλιπτική. Παραμένει, ωστόσο, και μια βαθιά πολιτική δουλειά, με τον τρόπο της.

Δεν υποδεικνύω ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος.

Προσωπικά, είμαι όντως πολιτικοποιημένος. Σπούδασα δημοσιογραφία, καθημερινά διαβάζω τα νέα, γνωρίζω τι συμβαίνει στο Ισραήλ, στην Γάζα ή στην Ουκρανία.

Σε ό,τι, όμως, αφορά την αφήγηση ιστοριών, ιδίως αφότου να ξεκίνησα να ασχολούμαι με την σκηνοθεσία ντοκιμαντέρ, αυτό που μου αρέσει είναι η ελευθερία την οποία έχω στην διαχείριση του υλικού.


Βαλέρια, Ντούρι, Πέουνα


Κατά την πρεμιέρα της, η δουλειά σου είχε ιδιαίτερη απήχηση σε κατοίκους που αγωνίζονται ενάντια στις καταστροφικές μεταλλευτικές δραστηριότητες της Eldorado Gold στην περιοχή της ΒΑ Χαλκιδικής.

Περίμενες κάτι τέτοιο;

Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Όπως αντιλαμβάνεσαι, αρχικά δεν κατάλαβα αν ήταν πολέμιοι ή υποστηρικτές της εξόρυξης στην Χαλικιδική, καθώς δε γνωρίζω ελληνικά.

Γνωρίζω, όμως, ότι τέτοια περιστατικά είναι συνήθη σε πολλές χώρες. Ακόμα και στην Γερμανία μετεγκαθιστούν ολόκληρα χωριά για εξορυκτικούς λόγους.

Στη δε Ρουμανία, σε κοντινή απόσταση από το χωριό Τζέμανα, βρίσκεται το ορυχείο χρυσού της Ρόσια Μοντάνα, το οποίο ανήκει επίσης σε καναδική εταιρεία και ο διευθυντής της είχε σχέση με το καθεστώς Τσαουσέσκου.

Οι εργασίες εκεί έχουν διακοπεί λόγω αντιδράσεων των κατοίκων της περιοχής.

Πώς οραματίζεσαι το μέλλον σου ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, μετά από αυτό το γενναίο μεγάλου μήκους ντεμπούτο;

Για να είμαι ειλικρινής, φοβάμαι για το μέλλον μου ως ντοκιμαντερίστας.

Είναι σχεδόν αδύνατο να κερδίσεις χρήματα από αυτήν την δραστηριότητα, ιδίως όταν ασκείται με τον τρόπο που την ασκώ, αφιερώνοντας χρόνο σε κάθε πρωταγωνιστή/ πρωταγωνίστρια, προσπαθώντας ν’ αντιληφθώ τι πραγματικά αισθάνεται.

Γι’ αυτό και, παράλληλα, ασχολούμαι με την δημοσιογραφία ή -ενίοτε- και με την διαφήμιση.

Ακόμα, όμως, κι αν, όπως συνέβη στην συγκεκριμένη περίπτωση, δε γνωρίζω την ρουμανική γλώσσα, ήταν σημαντικό να γνωρίζω την ρουμανική Ιστορία και την Ιστορία του συγκεκριμένου τόπου. Το αισθανόταν αυτό η Βαλέρια όταν συζητούσαμε.

Ελπίζω στο μέλλον να έρθω σε επαφή με εταιρείες παραγωγής οι οποίες αντιλαμβάνονται πως τέτοιες ταινίες και το να κουβεντιάζεις με τον πρωταγωνιστή σου κάνει την διαφορά.

Νιώθω, πάντως, ότι με τιμά το γεγονός πως το ντοκιμαντέρ μου επιλέχτηκε για το διαγωνιστικό πρόγραμμα ενός διεθνούς φεστιβάλ και ότι άξιζαν τα τέσσερα χρόνια από την ζωή μου που αφιέρωσα σ’ αυτήν τη δουλειά χωρίς να σκέφτομαι για χρήματα.

Ευχαριστώ θερμά τον Γιώργο Παπαδημητρίου από το Γραφείο Τύπου του 26ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης για την πολύτιμη συμβολή του στον προγραμματισμό της συνέντευξης στο πλαίσιο του Φεστιβάλ.

Το ντοκιμαντέρ του Ματέους Βέρλε το μέρος που κοιμόμασταν προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 26ου ΔΦΝΘ (7-17 Μαρτίου).

Η προβολή του συνεχίζεται στην διαδικτυακή πλατφόρμα του Φεστιβάλ έως και την λήξη του.



Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Ρένσο Ροσέλο: «Η σεξουαλική βία είναι από τις πιο επώδυνες πληγές της κοινωνίας μας»

 

Ρένσο Ροσέλο (Φωτογραφία: Darwin Borrelli)

Μια νεαρή νοσοκόμα καταφεύγει σε μια ομάδα ηλικιωμένων ανταρτών προκειμένου να τους «πείσει» να αποδώσουν δικαιοσύνη για τον βιασμό και τη δολοφονία μιας 12χρονης. Ένα αιματοβαμμένο «γαϊτανάκι» ξετυλίγεται.

Ιδού ο «καμβάς» του νευρώδους νουάρ μυθιστορήματος του Ουρουγουανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Ρένσο Ροσέλο, Ο αγωνιστής. Μια συζήτηση με τον συγγραφέα.

«Ο πόλεμος είναι σαν τη φωτιά: όσοι δεν αφήνουν στην άκρη τα όπλα, κατασπαράζονται από αυτά».

Τάδε έφη Σουν Τσου στην Τέχνη του πολέμου, και τον παραθέτετε στην εισαγωγή του Αγωνιστή, του πρώτου (νουάρ) μυθιστoρήματός σας που μεταφράζεται/κυκλοφορεί στα ελληνικά. Γιατί;

Μεταξύ όλων των γνώσεων που συγκεντρώνονται στο Η τέχνη του πολέμου, υπάρχουν πολλές δηλώσεις οι οποίες προκαλούν εντύπωση με διαφορετικό τρόπο.

Αυτή η φράση, συγκεκριμένα, με εντυπωσίασε ιδιαίτερα όταν σκέφτομαι πολλά πρώην μέλη του ένοπλου αγώνα που αρπάχτηκαν από την ιδέα του «μέσω των όπλων» και κατέληξαν, κυριολεκτικά, εξοντωμένοι από αυτά.

Δηλαδή σκοτώθηκαν ή κατέληξαν να πληρώνουν για τις πράξεις τους ως κοινοί εγκληματίες.

Όμως, κατά μία έννοια συμβολική και μεταφορική ενός τρόπου σκέψης που καλλιεργήθηκε τη δεκαετία του 1960 στις λατινοαμερικάνικες χώρες, τα «οπλισμένα κεφάλια», όπως τους ονόμασε κάποια στιγμή κάποιος παλιός αγωνιστής της άκρας Αριστεράς, συνέχισαν να αναμασούν την αποστροφή τους προς το σύστημα, όταν η χώρα είχε επανέλθει πλήρως στη δημοκρατία και κανείς δεν ήθελε, ούτε να ακούει, για ένοπλο αγώνα.

Πολλοί σήμερα ζουν ακόμη με αυτές τις ιδέες να τους κατατρώνε και χωρίς κριτική σκέψη που θα ωφελήσει τη συζήτηση.

Η Ίρμα Αράος, μια νεαρή νοσοκόμα, καταφεύγει σε μια ομάδα ηλικιωμένων ανταρτών προκειμένου να τους «πείσει» να αποδώσουν δικαιοσύνη για τον βιασμό και τη δολοφονία μιας 12χρονης. Ένα αιματοβαμμένο «γαϊτανάκι» ξετυλίγεται.

Ιδού ο «καμβάς» του βιβλίου σας. Γιατί διατηρούν αίγλη και κύρος -μυθιστορηματικό και άλλο- το αντάρτικο και οι -παροπλισμένοι- αντάρτες, τουλάχιστον για εσάς;

Ακόμα διατηρείται κάποιος ρομαντισμός γύρω από το κίνημα των Τουπαμάρος των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1960, όταν ακόμα δεν είχαν πραγματοποιηθεί αρκετές από τις πιο βίαιες και αμφιλεγόμενες δράσεις αυτής της οργάνωσης.

Το κίνημα ηττήθηκε στον στρατιωτικό τομέα λίγο πριν από το πραξικόπημα το 1973, αλλά μέχρι τότε μέρος αυτού του κύρους είχε αμαυρωθεί από αυτές τις βίαιες πράξεις.

Γι’ αυτόν τον λόγο, και για την αντιπαράθεση που επικρατεί ακόμη στην ουρουγουανική κοινωνία, δεν θέλησα να χρησιμοποιήσω τη λέξη «Τουπαμάρος» σε κανένα σημείο του μυθιστορήματος, αν και ήταν προφανές.

Καταλαβαίνω πως η χρήση και μόνο της λέξης εγκαθιστά με άμεσο τρόπο -στη χώρα μας- μία αντιπαράθεση που χωρίζει τον κόσμο χωρίς πιθανότητα συμβιβασμού, γεγονός το οποίο δεν συμβάδιζε με την ουσία του μυθιστορήματος που εγώ ήθελα να γράψω.

Εγώ επιθυμούσα να εφαρμόσω τη φόρμουλα του γουέστερν με μία «πινελιά» νουάρ και προσαρμοσμένο στις δικές μας πραγματικότητες, με χαρακτήρες και ήρωες της δικής μας Ιστορίας και του δικού μας παρόντος.

Οι παλιοί αντάρτες πόλης εξακολουθούν να είναι ήρωες για μερικούς και κακοί για κάποιους άλλους, αν και γνωρίζω πως πολλοί αφιερώθηκαν σε αυτόν τον αγώνα με τις πιο ευγενείς αρχές.

Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν η Ίρμα Αράος, μία νεαρή νοσοκόμα που πρέπει να μάχεται συνεχώς στις πιο σκληρές πραγματικότητες και αντιμετωπίζει συχνά την αμέλεια ή απευθείας τη διεφθαρμένη αδιαφορία των επίσημων αρχών, εξοργισμένη αποφασίζει να βοηθήσει εκείνους τους γέρους ιδεαλιστές που ζουν τώρα αποσυρμένοι.

Γιατί το αποτρόπαιο περιστατικό βίας που «πυροδοτεί» την πλοκή είναι ένας παιδοβιασμός ακολουθούμενος από παιδοκτονία; Πρόκειται για φαινόμενα τα οποία βρίσκονται σε έξαρση στην Ουρουγουάη;

Η σεξουαλική βία είναι μία από τις χειρότερες και πιο επώδυνες πληγές της κοινωνίας μας.

Είμαστε ένας λαός μικρός σε μέγεθος -λιγότεροι από τρεισήμισι εκατομμύρια κάτοικοι.

Ωστόσο, η σεξουαλική βία, το εμπόριο ατόμων, η έμφυλη βία, σε συνδυασμό με μία αυξανόμενη εγκληματικότητα που σχετίζεται με το ναρκεμπόριο, είναι οδυνηρά στοιχεία της πραγματικότητάς μας.

Αν και η κοινωνία και οι θεσμοί έχουν ευαισθητοποιηθεί σχετικά με αυτά τα δεινά, τέτοιες υποθέσεις εξακολουθούν να εμφανίζονται.

Στην ιστορία που διηγείται Ο αγωνιστής, εκείνοι που διαπράττουν αυτές τις φρικαλεότητες είναι ξένοι που εκπροσωπούν  ισχυρές, διεθνικές εταιρείες.

Σε αυτή, όμως, την περίπτωση το κάνουν ως μία διεστραμμένη επέκταση της άσκησης εξουσίας τους.

Αυτό δε σημαίνει ότι αυτού του είδους η βία δεν ασκείται από ντόπιους, κάθε άλλο. Δυστυχώς είναι το πλέον συχνό, το έχω δει να συμβαίνει πολλές φορές στη δημοσιογραφική μου πορεία για να το αγνοήσω.

«Ο καπιταλισμός πάντα βρίσκεται σε κρίση, είναι δομικό ζήτημα που εξελίσσεται με την ανάπτυξη και εξασφαλίζει την ικανότητα αναπαραγωγής του συστήματος»:

Έτσι αποστομώνει ο παλιός αντάρτης-κατόπιν «τιμωρός» Γιάρα τα τσιράκια της πολυεθνικής μεταλλευτικής εταιρείας που επιχειρούν να τον πείσουν να πουλήσει τη γη του. Είναι κι η δικιά σας άποψη αυτή;

Η ισχυρισμός ανήκει εξ ολοκλήρου στον ήρωα, εκεί ο Γιάρα προσπαθεί να εκτοπίσει λεκτικά τους συνομιλητές του, οι οποίοι πιθανώς τον θεωρούν κάποιου είδους αγρότη, άξεστου και αμόρφωτου.

Ωστόσο, κατά βάθος, εγώ ο ίδιος πιστεύω ότι οι κρίσεις προκαλούνται από το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, είναι εγγενείς σε αυτό, όπως και η απίστευτη ικανότητά τους να αναπαράγονται με μεγαλύτερη δύναμη με βάση αυτήν.

Για την ακρίβεια, ο σπουδαίος Μάρκαρης -με μια απερίγραπτη ματιά όσον αφορά την κριτική του συστήματος- το καταδεικνύει στα μυθιστορήματά του για την ελληνική κρίση.

Με αυτό δε θέλω να πω ότι η μοναδική ελπίδα της ανθρωπότητας είναι ο κομμουνισμός ή κάτι τέτοιο, πλέον είμαι ανίκανος να δω πέρα από τις διεθνείς «σχισμές» της παρούσας ρύθμισης του συστήματος.

Όπως έλεγε ένα αξιομνημόνευτο τραγούδι του συγκροτήματος Soda Estéreo, θα δούμε «... όταν περάσει το ρίγος».

«Το να σκοτώνεις δεν διορθώνει ποτέ τίποτα, το μόνο που κάνει είναι να μεγαλώνει τα κενά στην ψυχή», εξομολογείται αλλού ο Χουάν Γκαλβάνο στην Ίρμα.

Συνιστά αυτή η υπαρξιακού τύπου αυτοκριτική μια αναγνώριση των αδιεξόδων με τα οποία κάποια στιγμή έρχεται αντιμέτωπη η ένοπλη δράση;

Πιστεύω πως αυτή είναι, κατά κύριο λόγο, το μέτρο της σοφίας στο οποίο έχει καταφέρει να φτάσει ο ήρωας Χουάν Γκαλβάνο στην ώριμη ηλικία του.

Αν και είναι αλήθεια πως οι πιο ενεργοί συμμετέχοντες του ένοπλου αγώνα πραγματοποίησαν την αυτοκριτική τους εδώ και χρόνια και κατέληξαν να καταφύγουν ξεκάθαρα στην πολιτική ζωή σε περίοδο δημοκρατίας -είχαμε έναν Πρόεδρο πρώην αντάρτη ο οποίος πρόσεξε να μην ξεφύγει ούτε ένα χιλιοστό από τους νόμους, με σωστά και λάθη- για χάρη της αφήγησης καταλαβαίνω ότι αυτά τα ζητήματα παραμένουν εκτός.

Ο Γκαλβάνο μιλά σε ένα πλάνο ξεκάθαρα ανθρώπινο, δηλαδή πώς αντιμετωπίζει κάποιος τον ίδιο του τον εαυτό όταν σβήνουν τα φώτα και το κεφάλι ξεκουράζεται στο μαξιλάρι, ενόσω οι «δαίμονες» τον γυροφέρνουν.

Εκεί, σε εκείνη τη στιγμή, εάν ακόμα επιβιώνει ένα δείγμα συνείδησης και ανθρωπιάς, ο βίαιος θάνατος του άλλου αποτελεί πληγή του ιδίου.

Και πώς τελικά είναι εφικτό να αποδοθεί δικαιοσύνη εντός ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος που θεμελιώνεται στην αδικία και την ανισότητα;

Πιστεύω ότι αυτό ακριβώς αναρωτιούνται οι ήρωες, ίσως όλοι μας. Ακόμα δεν έχουμε δει κάποιο σύστημα στο οποίο η αδικία και η ανισότητα να μην εκδηλώνονται με κάποιον τρόπο.

Αντίθετα, το μόνο που γνωρίζουμε ως δυνατόν είναι η ζεστασιά της εγγύτητας με έναν άλλον άνθρωπο· είναι μέτρο δικαιοσύνης και ισότητας που μπορεί να επιτευχθεί ως ανακούφιση για τον πόνο.

Τα υπόλοιπα είναι πολιτική και, τελευταία, πολιτική κακού είδους.

Δύσκολα βιώνω μια αίσθηση κάθαρσης/λύτρωσης ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου σας. Μερικής, ίσως. Πιο πολύ, όμως, κυριαρχούν μια εξουθένωση και μια πίκρα. Αυτές επιδιώκατε να «υποβάλετε»;

Είναι ποτέ δυνατόν να επανορθώσεις για μία ζωή χαμένη; Υπάρχει κάποιος ανθρώπινος τρόπος παρηγοριάς για την απώλεια της ζωής ενός παιδιού;

Δεν το πιστεύω, ούτε το μυθιστόρημα το πιστεύει και δεν μπορεί να πει ψέματα μιλώντας για κάποιου είδους δικαιοσύνη.

Είναι κάτι, για παράδειγμα, το οποίο αμφισβητώ σε πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα που πιστεύουν πως έχουν επανορθώσει την τάξη των πραγμάτων.

Εκτός από συγγραφέας είστε και δημοσιογράφος. Να αποδώσω και σε αυτή σας την ιδιότητα την ακρίβεια, την περιεκτικότητα, ίσως και μια «ξηρότητα», που υφολογικά χαρακτηρίζουν τον Αγωνιστή; 

Η δημοσιογραφία έχει υπάρξει καθοριστική στη ζωή και στην προσωπική μου μόρφωση, και κατ’ επέκταση, ως συγγραφέα.

Κι αν κάτι μας διδάσκει, κατά κύριο λόγο, η δημοσιογραφία είναι να μεταφέρουμε με λιγότερες λέξεις τεράστιες ποσότητες πληροφορίας σε έναν περιορισμένο χώρο.

Η οικονομία στη χρήση των λέξεων είναι το πραγματικό μέτρο της καλής δημοσιογραφίας, όμως επίσης είμαι πεπεισμένος ότι είναι ένα καλό μέτρο για τη λογοτεχνία.

Τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε κάθε φορά και πιο συχνά μυθιστορήματα τετρακοσίων, πεντακοσίων, εξακοσίων ή οκτακοσίων σελίδων που κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί σε διακόσιες για το καλό της λογοτεχνίας.

Εμένα με συντροφεύουν μυθιστορήματα λίγο μεγαλύτερα από εκατό είκοσι σελίδες, εδώ και δεκαετίες.

Μεταξύ αυτών και Ο ξένος του Καμύ· άλλο είναι Η καρδιά του σκότους του Κόνραντ, Τα αντίο του Ονέτι, Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου του Γκαρσία Μάρκες ή ο Γενάρης της Σάρα Γκαγιάρδο.

Και θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ, οι δασκάλες και δάσκαλοι μάς έχουν διδάξει το μάθημα ξανά και ξανά.

«Στριμωγμένη» ανάμεσα στην Αργεντινή και την Βραζιλία, η Ουρουγουάη συχνά επισκιάζεται σε λογοτεχνικό -και όχι μόνο- επίπεδο από αυτές.

Πώς αξιολογείτε τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή στην χώρα, αλλά και τη διασύνδεσή της με/απήχηση σε ευρύτερα αναγνωστικά κοινά; Υπάρχει ενεργή αναγνωστική κουλτούρα στην Ουρουγουάη;

Στη χώρα μου υπάρχει μια απίστευτη ποσότητα λογοτεχνίας και συγγραφείς που γράφουν λογοτεχνία.

Συμβαίνει σε πολλούς τομείς του πολιτισμού, η μουσική, το θέατρο -ιστορικά, είχαμε το καλύτερο θέατρο της ηπείρου και συνεχίζουμε- η ζωγραφική, το μπαλέτο και οι παραστατικές τέχνες βρίσκονται σε έξαρση.

Η λογοτεχνία μας έχει δώσει μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα των παγκόσμιων γραμμάτων:

Τον Χουάν Κάρλος Ονέτι, την Αρμονία Σόμερς, την Ίντα Βιτάλε -εκατοντάχρονη και ενεργή-, τον Μάριο Μπενεντέτι, τη Ντελμίρα Αγουστίνι. Πραγματικοί γίγαντες.

Επί του παρόντος, όμως, υπάρχουν πολλά άτομα που γράφουν μερικές από τις καλύτερες σελίδες:

Ο Νταμιάν Γκονσάλες Μπερτολίνο, ο Πάμπλο Κασακουμπέρτα, η Σεσίλια Ρίος, η Μερσέντες Ροσέντε, η Μερσέντες Εστραμίλ, ο Ροδόλφο Σαντούγιο, ο Γκουστάβο Εσπινόσα, ο Πέδρο Πένια, ο Μαρτίν Μπεντανκόρ.

Και η λίστα συνεχίζεται, είναι τεράστια. Καθένας από αυτούς γράφει υψηλή λογοτεχνία με διαφορετικά ύφη και προσανατολισμούς, με δύναμη και φιλοδοξία.

Μερικοί πιστεύουμε πως το επονομαζόμενο νουάρ είναι ένα λογοτεχνικό πρότζεκτ με αξία, στο οποίο, κατά τη γνώμη μου, ανήκουν μερικές από τις καλύτερες σελίδες των τελευταίων 150 χρόνων, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Από τα συστημικά «Δυτικά» -τουλάχιστον- Μ.Μ.Ε. η Ουρουγουάη παρουσιάζεται λίγο-πολύ σαν μια «όαση» δημοκρατίας, ευημερίας και σταθερότητας, κάτι το οποίο δε διαφαίνεται και τόσο από το μυθιστόρημά σας.

Πού οδεύει η χώρα πολιτικά, ιδίως μετά την εκλογή του συντηρητικού -τυπικά νεοφιλελεύθερου, θα έλεγα- Λουίς Λακάγιε Πόυ ως Προέδρου;

Ο τωρινός πρόεδρος είναι φιλελεύθερος. Σχεδόν βγαλμένος από εγχειρίδιο, θα έλεγα.

Όμως, θα έπρεπε να διευκρινίσω πως η χώρα μας είναι φιλελεύθερη από τη δημιουργία της και κυρίως από τη θεσμική εγκαθίδρυσή της την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.

Αν και είναι βέβαιο ότι η θεσμική της σταθερότητα την κάνει, κατά κάποιον τρόπο, «διαφορετική» από τις υπόλοιπες λατινοαμερικάνικες χώρες, χτυπημένες από τόσες αναταραχές, είτε συντηρητικές, είτε επαναστατικές, το μέλλον της χώρας αρχίζει να διαγράφεται αβέβαιο λόγω διάφορων σοβαρών προβλημάτων.

Και η ασταμάτητη εξουσία του ναρκεμπορίου, που έχει ήδη καταβροχθίσει θεσμούς και έχει διαπεράσει δομές σε όλες τις χώρες -οι μεγάλες όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή είναι πραγματικά επηρεασμένες· περισσότερο στον Βορρά, δε χρειάζεται να σημειώσω το Μεξικό- αρχίζει επίσης να φαίνεται και εδώ.

Η εξουσία του ναρκεμπορίου είναι μία απειλή αντίστοιχη της τρομοκρατίας στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α., εκεί βρίσκονται τα περισσότερα προβλήματά μας στον ορίζοντα.

Εκτός από τον Πέτρο Μάρκαρη, τι σας φέρνει στο μυαλό ο όρος «σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία»;

Ο Πέτρος Μάρκαρης είναι ένα φαινόμενο από μόνος του, όπως είναι ο Καμιλλέρι για την ιταλική γλώσσα. Δυστυχώς, όμως, οι Έλληνες σύγχρονοι συγγραφείς δε γίνονται γνωστοί εδώ, ούτε φτάνουν τα εκδοτικά νέα.

Έχω καταγοητευτεί από τον Θοδωρή Καλλιφατίδη, που έχει λάβει τη σουηδική υπηκοότητα, όμως η λογοτεχνία του συνεχίζει να είναι ελληνική.

Ελπίζω να μπορέσω να τον διαβάζω και στο μέλλον, και φυσικά θα μου άρεσε να γνωρίσω και άλλους συγγραφείς, για να μη μιλήσω για συγγραφείς νουάρ, τους οποίους προσπαθώ να παρακολουθώ σε όποιο μέρος και να εμφανίζονται.

Ευχαριστώ θερμά την Δανάη Ταχταρά για τη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.

Ευχαριστώ επίσης τον Τάσο Θεοφίλου (Εκδόσεις red nnoir) για τη συμβολή του στην υλοποίηση της συνέντευξης, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέα που συνοδεύει το κείμενο.

Το μυθιστόρημα του Ρένσο Ροσέλο Ο αγωνιστής κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις red nnoir σε μετάφραση της Δανάης Ταχταρά.



Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Σταύρος Τσουμάνης (PAGAN): «Η παραδοσιακή μουσική είναι “ωκεανός” ατελείωτος»

 

PAGAN (Φωτογραφία: Μαριάννα Αναγνωστοπούλου)

Μια συνάντηση με τον Σταύρο Τσουμάνη, παραγωγό και ιδρυτή των PAGAN, ενός από τα πιο «διονυσιακά» σχήματα της «εύφορης» εγχώριας «νεοπαραδοσιακής» σκηνής, ενόψει της συναυλίας τους το Σάββατο 2 Μαρτίου στο Temple.

Καθένα από τα μέλη των PAGAN έχει την δικιά του «διαδρομή» ανά τα χρόνια. Πότε, ωστόσο, ανάγονται οι απαρχές του συγκροτήματος;

Ήταν μια «συλλογή» ανθρώπων η οποία προέκυψε σταδιακά: κάποιοι ήρθαν, κάποιοι έφυγαν, κάποιοι επέστρεψαν.

Η στιγμή που κύλησε η «σταγόνα» και είπα «Θα γίνει η μπάντα» ήταν όταν βρέθηκε μπροστά μου ο Μάρκος Παύλου, που παίζει την γκάιντα.

Ως παραγωγός, είχα ήδη επαφή με πολλά παραδοσιακά όργανα και κάθε μορφή άσκαυλου, άρα και με την γκάιντα.

Η δυναμική του οργάνου αυτού είναι ιδιάζουσα: μόνο τέρμα μπορείς να το παίξεις. Αν θες το παίξεις χαμηλά, δεν μπορείς. Φουσκώνει, πιέζει, τέλος!

Καλείσαι, λοιπόν, να δημιουργήσεις στον ακροατή ένα όμορφο συναίσθημα με την υψηλότερη δυνατή ένταση. Γι’ αυτό και πολλοί, ακούγοντας την γκάιντα, παραπονούνται ότι «γκαρίζει» στο αυτί τους.

Αν, επομένως, ο οργανοπαίκτης δεν είναι βιωματικά δεξιοτέχνης, δεν πρόκειται να σε παρασύρει.

Στην περίπτωση του Μάρκου Παύλου έχουμε να κάνουμε μ’ έναν βιωματικό δεξιοτέχνη.

«Γλυκαίνει» την μελωδία, αφαιρώντας τα όποια ενοχλητικά στοιχεία, που, τελικά, ανάγονται στον αστικό χαρακτήρα τον οποίο έχει προσλάβει το παίξιμο της γκάιντας.

Το όργανο αυτό φέρει μέσα του πολλά χρόνια Ιστορίας.

Ιστορίας και ιστοριών.

Ακριβώς. Αυτό το «απόσταγμα» πρέπει, λοιπόν, να μεταλαμπαδευτεί μ’ έναν τρόπο βιωματικό, όχι θεωρητικό.

Στον Μάρκο διέκρινα, επίσης, μια μουσική ανιδιοτέλεια. Έκανε αυτό που έκανε γιατί δεν μπορούσε να υπάρξει διαφορετικά. Είναι ένας πολύ «καθαρός» άνθρωπος και μουσικός, χωρίς τα «κολλήματα» άλλων παραδοσιακών μουσικών.

«Εγώ είμαι Δυτικός», του εξήγησα, «ωστόσο το ακούω αυτό το κούνημα” που έχεις και συντονίζομαι. Πρέπει, όμως, να δουλέψουμε μαζί, για να το συγκεράσουμε. Να πλησιάσεις ένα 20% εσύ σε μένα, κι ένα 80% εγώ σε σένα».

«Εγώ ξέρω τι σημαίνει σύγχρονη παραγωγή, εσύ ξέρεις τι σημαίνει αρχέγονο βίωμα. Πάμε να τα κάνουμε ένα, χωρίς όμως να είναι το ένα στολίδι του άλλου», του πρότεινα.

Έτσι ξεκίνησαν οι PAGAN.

Τώρα πια, ξέρω τα ακόρντα και τα «γυρίσματα» του Μάρκου. «Τραγουδάω» την γκάιντα από μέσα μου. Περιγράφω τον ήχο με το μυαλό, και τον «μεταφράζει» εκείνος παίζοντας.

Είσαι Δραμινός, αν δεν κάνω λάθος.

Είμαι Δραμινός, αλλά η καταγωγή μου είναι από την Ήπειρο και τον Πόντο.

Κατόπιν, λοιπόν, συναντήσαμε τον Θάνο Τσελεμπή (τύμπανα), και ταυτόχρονα «τζαμάραμε» με τον Μάρκο στο στούντιο. Ακούγοντας, ωστόσο, το όργανο συνειδητοποιούσα πως «ευνουχίζεται».

Γιατί;

Επειδή υπηρετεί μελωδίες που δεν είναι καμωμένες γι’ αυτό. Ως συνεχιστές, λοιπόν, αυτής της παράδοσης, πρέπει να σεβαστούμε το όργανο και την μέχρι τώρα Ιστορία του.

Στους PAGAN η ψυχεδέλεια του αρχέγονου παίρνει δρόμους ανάλογους με την δραματουργία του κάθε τραγουδιού.

Ουσιαστικά, η μουσική είναι πάντα μια φανταστική, μη ορατή απεικόνιση της δραματουργίας αυτού που ακούμε. Όσο πιο εικονοπλαστική είναι η μουσική, τόσο πιο βαθιά δουλεμένη είναι. Το συνειδητοποίησα με την πάροδο των χρόνων.

Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει κάτι που να μην έχει ειπωθεί σήμερα.

Υπάρχουν «ματιές» - λίγο πιο πρωτότυπες, λίγο πιο προσωπικές.

Το «προσωπικές» κάνει την διαφορά.

Αν δεν επενδύσουμε σ’ αυτό που είμαστε, δε γίνεται να μην είναι διαφορετικό, καθώς όλοι είμαστε διαφορετικοί. Το αν αυτό θα βρει το κοινό του είναι άλλο ζήτημα. Μπορεί να μην το βρει.

Η τιμιότητα απέναντι στις καταβολές μας είναι πολύ σημαντική, και για να νιώσουμε ωραία, και ως ένδειξη τού ότι δεν κυνηγάμε τον ανταγωνισμό.

Η τέχνη πρέπει να παραμείνει ανθρωποκεντρική, κι όχι να κοιτάμε πώς θα «φάμε» την δουλειά του άλλου. Γίνονται τρομερές μηχανορραφίες σ’ έναν χώρο που πρέπει να είναι πεντακάθαρος.

Πόσο μάλλον ο «νεοπαραδοσιακός», που είναι εξαιρετικά «εύφορος», με πληθώρα καλλιτεχνών να έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια.

Τώρα γιγαντώνεται.


Σταύρος Τσουμάνης (αριστερά), Έβελυν Ασουάντ (δεξιά)/ Φωτογραφία: Μαριάννα Αναγνωστοπούλου


Το κοινό στοιχείο των καλλιτεχνών φαίνεται να συνδέεται με την ανάγκη αναδιαπραγμάτευσης της σχέσης με την λεγόμενη «παράδοση», το «παρελθόν», τις «ρίζες»...

Την μνήμη, που την κουβαλάμε. Έχουμε ενσωματώσει κι επεξεργαστεί την Δυτική κουλτούρα, και μπορούμε ν’ αντλήσουμε γνώση και δύναμη από αυτή, αλλά κάπου συνειδητοποιούμε ότι ίσως τα θεμέλια να είναι λιγάκι σαθρά.

Τα φωνητικά της Έβελυν Ασουάντ σε ποιο στάδιο της δημιουργικής διαδικασίας εισήλθαν;

Εισήλθαν παράλληλα.

Τα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια έχουν λίγους στίχους, κι υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Ή μπορεί ένας στίχος να δημιουργεί τόσες πολλές εικόνες, που δε χρειάζεται να υπάρχει «στολίδι» στο τραγούδι. Το «στολίδι» είναι το ίδιο το τραγούδι.

Οπότε πρέπει κι η ερμηνεία να είναι «καθαρή», ώστε να εικονοποιεί αυτό το οποίο ακούμε.

Αποπνέει και μια τραχύτητα.

Όχι σε όλες τις περιπτώσεις. Η ερμηνεία της Νona, της πρώτης μας κυκλοφορίας, αποπνέει μια γλυκύτητα, γιατί το τραγούδι περιγράφει μια συμπαντική ένωση.

Η χροιά της φωνής είναι, επομένως, άμεσα συνυφασμένη με τον ύφος και την ποιότητα του συναισθήματος που κρύβει ο στίχος. Μας «μιλάει» το ίδιο το τραγούδι.

Ο καθένας, άλλωστε, έχει διαφορετική σχέση με την παραδοσιακή μουσική, η οποία είναι «ωκεανός» ατελείωτος.

Το πώς, λοιπόν, κάθε άνθρωπος την αντιλαμβάνεται είναι κάτι πολύ προσωπικό.

Θέτεις ένα πολύ σημαντικό ζήτημα.

Ας το συνειδητοποιήσουμε. Η μουσική, μέχρι και την πρώτη ηχογράφησή της, παιζόταν μόνο ζωντανά και μετά χανόταν. Άρα, δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε τι αλλαγές μπορεί να έχουν συντελεστεί από γενιά σε γενιά κι από μουσικό σε μουσικό.

Αυτή η μεταβλητή είναι η παράδοση. Και παράδοση είναι αυτό που κάνουμε εμείς τώρα. Εμείς είμαστε η παράδοση, γιατί έτυχε να αντλήσουμε την τελευταία έκφραση που καταγράφηκε.

Σέβομαι απόλυτα την τελευταία εικόνα, και μάλιστα «σκάβω» όσο γίνεται περισσότερο, ώστε να καταλάβω τι τελικά από την συγκεκριμένη εικόνα είναι τόσο ακλόνητο και αναλλοίωτο.

Είναι σαν να αποσυναρμολογείς ένα αυτοκίνητο για να συνειδητοποιήσεις ποιο είναι το εξάρτημα που πρέπει να παραμείνει το ίδιο, ενώ όλα τα άλλα, ακόμα κι αν αλλαχτούν, το αυτοκίνητο θα λειτουργεί.

Ως συγκρότημα, αναβιώσεις κάνουμε, όχι διασκευές. Δεν έχουμε, άλλωστε, κάποιο πρωτότυπο για να διασκευάσουμε. Στην παράδοση δεν κάνουμε διασκευές.

Μ’ ενδιαφέρει αυτό που είπες. Άρα ως σχήμα αντιλαμβάνεστε τους εαυτούς σας ως αναβιωτές;

Δε με απασχολεί, απλώς με «χαλάει» η αναφορά στον όρο «διασκευή».

Αν υπάρχει μια πρωτότυπη αναφορά που την «πειράζω», πρόκειται για διασκευή. Σε ό,τι αφορά τις παραδοσιακές συνθέσεις, πρόκειται για «αποστάγματα» που κατέληξαν στα χέρια μας.

Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί η μελωδία να προϋπήρχε, και κάποιος, κάποια στιγμή να εμπνεύστηκε να προσθέσει και στίχους. Ή το αντίστροφο: να «πλάστηκαν» πρώτα οι στίχοι, και κατόπιν να «επενδύθηκαν» μουσικά.

Σιγά σιγά και δειλά δειλά, λοιπόν, απενοχοποίησα τον πειραματισμό, γιατί αρχικά δεν ήθελα να «χαλάσω» αυτό το υλικό.

Η απενοχοποίηση λειτουργεί και προς μια άλλη κατεύθυνση.

Το να μπορεί, λοιπόν, κόσμος να ψυχαγωγηθεί, να χορέψει, να νοσταλγήσει μέσω ξαναδουλεμένων παραδοσιακών ακουσμάτων/ερεθισμάτων είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχουν συμβεί στο μουσικό πεδίο την τελευταία 15ετία.

Χαίρομαι πολύ γι’ αυτό ρεύμα.

Για να έχουν τόσοι μουσικοί τέτοιες επιρροές σημαίνει πως κάτι σου έχουν ξυπνήσει μέσα σου, κάτι ξυπνούν και στον κόσμο, κάτι προκύπτει πρωτογενώς από την βάση, και διαδίδεται στόμα με στόμα κυρίως.

Αλλιώς δε θα λειτουργούσε, όσο promotion κι αν είχε.

Οφείλεται, κατά την γνώμη σου, η σαγήνη την οποία ασκούν τέτοια ακούσματα σ’ έναν -αστικό- τρόπο ζωής αγχωτικό και ασφυκτικό, που αφήνει μικρό -ή και κανένα-περιθώριο στην φαντασία;

Πολύ ωραία ερώτηση!

Επειδή τυχαίνει να μοιράζω την ζωή μου ανάμεσα στην Δράμα και την Αθήνα -αναλογικά πολύ περισσότερο ζω στην Αθήνα, δυστυχώς-, ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο κόσμος στην Δράμα την παραδοσιακή μουσική είναι εντυπωσιακά ο ίδιος.

Με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν οι ακροατές της στην Αθήνα την βιώνουν και οι Δραμινοί, οι οποίοι την έχουν δίπλα τους και ζουν με άλλους ρυθμούς. Η ανάγκη είναι παντού η ίδια.

Βοηθήθηκα, εξάλλου, πολύ από τους πολιτιστικούς συλλόγους. Δε φαντάζεσαι τι σχέση έχουμε αναπτύξει μ’ αυτούς.

Ανταμώνουμε, ανταλλάσσουμε απόψεις, και πολλές φορές κάνουμε κοινά πρότζεκτ, όπως συνέβη με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Αγυιάς-Τερψιθέας Πάτρας.

Για να τιμήσουν τα 90 χρόνια λειτουργίας του, τίμησαν μέσω ενός βίντεο ένα έλος στην περιφέρεια της Πάτρας το οποίο έχει κηρυχτεί προστατευόμενη περιοχή Natura ως ένα περιθωριακό στοιχείο της φύσης και ταυτόχρονα ως ολόκληρο οικοσύστημα.

Σ’ αυτό το βίντεο χρησιμοποίησαν μουσική των PAGAN. Iκανοποιήθηκα ηθικά για είκοσι χρόνια. Συγκινητικό! Την ίδια ανάγκη βιώνουν κι οι Πατρινοί, κι οι Λαρισαίοι, κι οι Πρεβεζάνοι, κι οι Κρητικοί.

Έχετε κυκλοφορήσει κάποιο άλμπουμ; Νομίζω πως όχι.

Μπράβο, καλή ερώτηση!

Δε σου κρύβω ότι δεν ένιωθα έτοιμος να ξεκινήσω με ένα άλμπουμ. Προτίμησα να βάλω την «πινέζα» μας στον μουσικό «χάρτη» με την Νόνα, μια συμπαντική σύνθεση, δηλώνοντας: «Υπάρχουμε».

Από την πρώτη κυκλοφορία μέχρι το πρώτο λάιβ μεσολάβησαν δυο χρόνια και κάτι. Σ’ αυτό το διάστημα ωρίμαζε μέσα μου η δικιά μου ανάγκη να συνδεθώ με τους ανθρώπους που θα «ταξιδέψουν» αυτό το υλικό.

Πρέπει κάθε νέος συνοδοιπόρος να παίξει βιωματικά, συνδεόμενος με τον μινιμαλιστικό, διονυσιακό «πυρήνα» του συγκροτήματος, ώστε να γίνουμε ένα «κύμα».

Είμαστε όλοι «μπροστάρηδες», γιατί όλοι κουνάμε το «καράβι» με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έχει φτάσει, λοιπόν, η στιγμή του άλμπουμ. Ευελπιστώ να κυκλοφορήσει μέσα στο 2024.

Κι υπάρχει τόσο πολύ υλικό, κατά το πλείστον πρωτότυπο, που είμαι υποχρεωμένος να μπω στην δυσάρεστη θέση να διαλέξω.

Δεν ξέρω αν θα το καταφέρω, αλλά έχω στο μυαλό μου την δημιουργία ενός κόνσεπτ άλμπουμ: μιας ιστορίας - ή πολλών μικρών ιστοριών οι οποίες δημιουργούν μια μεγάλου μήκους, όπως είναι οι ζωές όλων των ανθρώπων.

Οι δικές σας άλλαξαν όταν πρωτοεμφανιστήκατε πέρσι στο ιστορικό Κύτταρο.

Να ’ναι καλά ο Βασίλης ο Στάης που με φοβερή αγάπη και θέληση  φιλοξένησε την παραγωγή μας στο Κύτταρο στις 27 Οκτωβρίου του 2023!

Κάθε χρόνο, λοιπόν, αυτή είναι η ημερομηνία PAGAN στο Κύτταρο. Σηματοδοτεί κάτι που ξεκινάει, κάτι καινούριο.

Οι PAGAN εμφανίζονται λάιβ το Σάββατο 2 Μαρτίου στο Temple (Ιάκχου 17, Γκάζι) στις 21:30.



Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Sadahzinia: «Με γοήτευε πάντα το χιπ χοπ που δεν είχε σχέση με το life style»

 


Μια εγκάρδια συζήτηση με την Sadahzinia, την πρώτη γυναίκα που εισήλθε, 30 χρόνια πριν, στην ανδροκρατούμενη εγχώρια χιπ χοπ σκηνή, με αφορμή την «επετειακή» συναυλία της την Παρασκευή 1η Μαρτίου στο FUZZ.

Στην «προκαταρκτική» διαδικτυακή μας επικοινωνία, μού έγραψες ότι το πρόγραμμά σου είναι «άνω-κάτω» αυτήν την περίοδο.

Πάντα το πρόγραμμά μου ήταν βαρύ, καθώς από πάνω μου περνούσαν όλα τα θέματα που αφορούσαν την οικογένεια και το γκρουπ. Τα παιδιά στην αποκλειστική ευθύνη μου, τα σπίτια, η γραφειοκρατία και φυσικά όλη η μη δημιουργική εργασία του γκρουπ.

Απλώς τώρα προέκυψε και η μετακόμιση στην επαρχία λόγω του χωρισμού, πριν από αυτό ασθένεια της μητέρας μου, και δυστυχώς το αιφνίδιο συμβάν με τον χαμό του αδερφού μου για το οποίο έχουμε κινήσει νομικές διαδικασίες.

Χρειάζομαι τον διπλάσιο χρόνο για να καταφέρω όσα κάνω κάθε μέρα.   

Είσαι γενικά άνθρωπος μεθοδικός κι οργανωμένος ή αφήνεσαι και στην σαγήνη του αυθόρμητου και του χάους;

Μου αρέσει η οργάνωση και η μεθοδικότητα, και με χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο. Όμως, το χάος χαρακτηρίζει όλους τους εξωγενείς παράγοντες που βιώνω όλα αυτά τα χρόνια.

Έχουν γίνει μια μεγάλη «χιονοστιβάδα» τα προβλήματα που παλεύω, αλλά θα τα καταφέρω! Έχω μάθει να αγωνίζομαι και να αγαπώ!

Μπορεί στην μουσική σου η χιπ χοπ διάσταση να είναι κυρίαρχη, αναδύονται, ωστόσο, και πολλές -όσο και πλούσιες- επιρροές.

Πάντα το χιπ χοπ που έκανα είχε alternative στοιχεία. Λατρεύω την μελωδικότητα στα τραγούδια εκτός από τον ρυθμό.

Γι’ αυτό οι πολλές κιθάρες και τα σολιστικά. Γι’ αυτό οι συνεργασίες με έντεχνους και μουσικούς που μιλάνε στην καρδιά και όχι τόσο στο μυαλό. Θέλω να δοκιμάσω αρκετά πράγματα και «παντρέματα» στο μέλλον.

Τι άκουγες έφηβη, και πόσο σε επηρέασε τόσο στις προσωπικές σου μουσικές αναζητήσεις, όσο και στην «αμιγώς» καλλιτεχνική σου δημιουργία ως στιχουργός και τραγουδίστρια;

Άκουγα διάφορα πράγματα από την ελληνική και την ξένη σκηνή.

Ξεκινώντας από τα παραδοσιακά ακούσματα του πατέρα μου, μέχρι τα ελαφρολαϊκά της μητέρας μου, και το ξένο ροκ και ντίσκο ρεπερτόριο των φίλων μου.

Ώσπου ακολούθησα τον αδερφό μου και στα χιπ χοπ ακούσματά του. Τον άκουγα στο σπίτι να βιώνει έντονα αυτό το νέο τότε είδος ραπάροντας στα αγγλικά και έτσι μυήθηκα σιγά σιγά και εγώ.  

Υπήρξες μια από τις πρώτες γυναίκες -αν όχι η πρώτη- που εισήλθε στην, τουλάχιστον τότε, ανδροκρατούμενη εγχώρια σκηνή του χιπ χοπ.

Ήμουν η πρώτη το 1994 και ακολούθησαν πολύ σπουδαίες γυναίκες εγχώρια που ασχολήθηκαν είτε με το ραπ και το στίχο είτε με την παραγωγή. Τις παρακολουθώ όλες με θαυμασμό!

Μέχρι να κατακτήσεις τον χώρο σου εντός της, χρειάστηκε να έρθεις αντιμέτωπη με πολλή ματσίλα, σεξισμό και υποτίμηση; Αν ναι, πώς τις διαχειρίστηκες; Σε κάθε περίπτωση, έχει αλλάξει η κατάσταση στις μέρες μας;

Στην Ελλάδα όλα στο χιπ χοπ δεν εκδηλώθηκαν όπως, για παράδειγμα, στην Αμερική. Εδώ δεν κυριαρχεί τόσο ο σεξισμός με την έννοια των φαλλοκρατικών στίχων -αν και αυτό υπάρχει-, όσο η περιφρόνηση.

Θεωρούν το χιπ χοπ επιθετική μουσική και τις γυναίκες δεύτερης κατηγορίας. Αδύναμες να τα «χώσουν» και να τα πουν! Δεν είναι το χιπ χοπ, όμως, αυτό.

Οι γυναίκες έχουν μια άλλη δυναμική που στοχεύει στιχουργικά στην καρδιά και όχι στο μυαλό. 

Ο λόγος σου συνδυάζει την πολιτικοποίηση, τον λυρισμό και μια έντονη, γλυκόπικρη μελαγχολία. Πόσο σε απωθεί, σε πνίγει, ή σε εμπνέει -διαχρονικά- η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα - διεθνής και ελλαδική;

Όλα είναι ζωή και οι καλλιτέχνες δε γίνεται να υποκρίνονται πως δε συμμετέχουν στην πραγματικότητα.

Όσο ρομαντικός και αφαιρετικός και να είσαι καλλιτεχνικά, η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα σε επηρεάζει, έστω και ψυχολογικά.

Μέσα από τον λόγο σου πρέπει να είσαι συνεπής όχι τόσο με τις περιγραφές σου, μιας και δεν κάνουμε δημοσιογραφία, όσο με τις αρχές που πρεσβεύεις για αυτόν τον κόσμο.  

Και πώς θα περιέγραφες, με μερικές λέξεις, την σύγχρονη ελληνική κοινωνία;

Δυστυχώς, ατομοκεντρική και εγωτική! Ξεχάσαμε την σχέση, την μετοχή... το «μαζί μπορούμε καλύτερα»! Γίναμε άσχετοι! Και αυτός ο τόπος δεν είχε μάθει έτσι. Οι άνθρωποι εδώ είχαν μάθει να ζουν, όχι ο ένας με τον άλλο αλλά ο ένας για τον άλλο. 




Η στιχοπλοκία σου συμβαδίζει τα τελευταία 25 περίπου χρόνια από την συγγραφή άρθρων, παραμυθιών και δύο, αν δεν κάνω λάθος, θεατρικών έργων. Πρόκειται για συγκλίνουσες, αλληλοσυμπληρούμενες «διαδρομές»;

Παράλληλες, θα έλεγα. Άλλοι τρόποι έκφρασης και δημιουργίας. Ο χρόνος είναι ο εχθρός μου. Αν ζούσα χωρίς αυτόν, θα τα έκανα όλα παράλληλα και πιθανόν να τα «πάντρευα» κιόλας. Κάτι που έχω στα μελλοντικά μου σχέδια.

Θέλω να σταθώ λίγο περισσότερο στο τελευταίο, μέχρι στιγμής, άλμπουμ σου, το Κάρπιμο (2016). Συνολικά, αποπνέει την αίσθηση κλεισίματος ενός κύκλου - στοχαστικό και απολογιστικό, με το βλέμμα στραμμένο σ’ ένα αβέβαιο μέλλον.

Έτσι το βίωσες;

Το Κάρπιμο ήταν το τέλος μιας εποχής χειμωνιάτικης. Μια «σπορά» δύσκολη, με ευχή να γίνει κάρπιμη!

Ήταν η αγωνία μου να περάσω σε μια πιο φυσική και ανθισμένη ζωή. Πιο κοντά στα βουνά και την θάλασσα. Πιο κοντά στο περβόλι, στην αυλή και στην αυτάρκεια του χωριού. Τα κατάφερα με πολύ πόνο και κόπο και έφτασα ως εδώ.

Σιγά σιγά, αρχίζω και τρυγώ τους καρπούς για να φυτέψω ξανά τα κουκούτσια στο χώμα. Ο κύκλος μας! Δεν υπάρχει βεβαιότητα για έναν αγρότη. Δεν υπάρχει βεβαιότητα για έναν καλλιτέχνη.

«Κάθε χαμόγελο τον πόνο γλυκαίνει», τραγουδάς κάπου. Τα καταφέρνεις να χαμογελάς, παρά τον όποιο πόνο, προσωπικό ή συλλογικό;

Το χαμόγελο γενικά μού δίνει ελπίδα. Έχω περάσει πάρα πολλά και το χαμόγελο είναι πάντα το σημείο της αρχής και του τέλους κάθε «πίστας» που περνάω. Η μόνη αυτοεπιβράβευση!

Η ζωή είναι ένας ασταμάτητος αγώνας πόνου με χαμογελαστά διαλείμματα.     

«Αδιάκοπα στο πλάι μου το αύριο σαλεύει», συνεχίζεις. Αλλά και: «Προσγειωμένη βλέπω την πραγματικότητα/ φαντασιώνομαι και ονειροπολώ/ γοητευμένη από τη στείρα ματαιότητα/ υποτάσσομαι στο μέλλον, το θολό».

Τελικά, «σαλεύει» κάτι στο «θολό» «αύριο»;

Το μέλλον είναι πάντα αβέβαιο και θολό. Θα ήταν εφιάλτης αν ήταν γνωστό και προκαθορισμένο. Αυτή είναι και η γοητεία του. Το ρίσκο της ελευθερίας του.

Εμείς έχουμε σκοπό να δίνουμε και να δινόμαστε στο παρόν και αυτό να έρχεται και να παίρνει ό,τι θέλει! 

«Η λύτρωση δεν έρχεται με σταυροκοπήματα», αποφαίνεσαι. Συμφωνώ κι επαυξάνω. Ούτε με πίστη σε «σωτήρες» -κοσμικούς και θρησκευτικούς-, θα πρόσθετα. Με ποιους όρους θα μπορούσε να επιτευχθεί;

Μόνο με την αγάπη και τον έρωτα! Την έκσταση από το εγώ μας! Το ολοκληρωτικό δόσιμο στον άλλο! Ο καθένας μας είναι ένας σωτήρας εκείνου που αγαπάει. Εξάλλου, η λέξη «σωτηρία» βγαίνει από το σώος, δηλαδή ολόκληρος.

Άρα, η λύτρωση του κόσμου είναι η ολοκλήρωσή μας. Η στιγμή που θα είμαστε πρώτα ανθρώποι!

«Ζω σε μια αντίφαση και είμαι στα καλά μου», συμπεραίνεις. Επειδή την έχεις αποδεχτεί ή επειδή ενίοτε κατορθώνεις να την υπερβαίνεις;

Η αντίφαση είναι η ισορροπία μου, η εσωτερική «ζυγαριά» μου. Χωρίς κοντράστ δεν ξεχωρίζεις τις σκιές από τα φώτα σου. 

Ο συγκεκριμένος στίχος, βέβαια, είναι από το τραγούδι Ο ανθρωπάκος, όπου αναφέρομαι σε πολλές αντιφάσεις του σύγχρονου Έλληνα...

Τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι η εγχώρια χιπ χοπ, και μάλιστα στην πιο ριζοσπαστικά πολιτικοποιημένη/αντιεμπορευματική εκδοχή της, γνωρίζει ιδιαίτερη άνθιση.

Την παρακολουθείς; Θεωρείς πως συνέβαλες κι εσύ, με τον τρόπο σου, στην εξέλιξή της;

Πάντα υπήρξε και η μια και άλλη πλευρά του είδους. Και η πλευρά του πιο αληθινού λόγου και η πλευρά του χρησιμοθηρικού.

Εμένα με γοήτευε πάντα το χιπ χοπ που δεν είχε σχέση με το life style. Το πιο αληθινό και ζωηρό. Αυτό υπηρετώ όλα μου τα χρόνια πιστά χωρίς εκπτώσεις, και στις γειτονιές του Περάματος και του Βύρωνα και της Βοιωτίας.

Παρακολουθώ τα νέα παιδιά όσο προλαβαίνω και σε αυτό με βοηθάει και η δεκατετράχρονη κόρη μου πολύ.

Υπάρχουν πολύ αξιόλογα νέα παιδιά με αυθεντικές αναφορές που κρατάνε ακόμα το χιπ χοπ ψηλά, όπως ο Novel, το Ελεύθερο Πνεύμα, ο Ν.Ε.Κ κ.ά.

Και, φυσικά, και πιο βετεράνοι στο χώρο πολλοί κι αυθεντικοί - πολλοί εκ των οποίων είναι καλεσμένοι μου στο FUZZ την 1η Μαρτίου.

30 χρόνια μετά την πρώτη δισκογραφική σου εμφάνιση, παραμένεις ένα λυπημένο λουλούδι που όμως, όταν ακούσει μουσική, ανθίζει κι η ζωή (του) αλλάζει για πάντα;

Έγινα πια ένα λουλούδι που ξερίζωσε τα χωστά του και τα έκανε πόδια και έσμιξε τραγούδια με παραμύθια και έβγαλε στόμα και δόντια και γλώσσα να τα πει. Το μόνο λουλούδι που περπάτησε στη βροχή... Ένα πυράνθι που ραπάρει!

Ευχαριστώ θερμά την Sadahzinia που μοιράστηκε μαζί μου ένα «απόσταγμα» αγωνιών, βιωμάτων και σκέψεων, καθώς και για την παραχώρηση των φωτογραφιών της που συνοδεύουν το κείμενο.

Παρέα με σπουδαίους προσκεκλημένους, η Sadahzinia παρουσιάζει την Παρασκευή 1η Μαρτίου ένα «επετειακό» λάιβ με τίτλο Ανθολόγια στο FUZZ Live Music Club (Πατριάρχου Ιωακείμ 1, Ταύρος).