Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Max Richter: «Το να συνθέτεις μουσική είναι σαν να ονειροπολείς»


Γεννημένος στη Γερμανία στις 22 Μαρτίου του 1966, ο Βρετανός Max Richter αποτελεί έναν από πιο καταξιωμένους και παραγωγικούς συνθέτες, πιανίστες και παραγωγούς της γενιάς του. Αψηφώντας τις συμβατικές κατηγοριοπoιήσεις, οι συνθέσεις του «θολώνουν» τα όρια ανάμεσα στην κλασική μουσική και την ηλεκτρονική, ενώ ο τεράστιος όγκος της δουλειάς του περιλαμβάνει, πέρα από τις 7 προσωπικές του κυκλοφορίες, συνθέσεις για κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικές και τηλεοπτικές παραγωγές, παραστάσεις μπαλέτου και εγκαταστάσεις. Αν και η κατάχρηση εγκωμιαστικών επιθέτων συνήθως λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, το 8ωρης διάρκειας Sleep, η πιο πρόσφατη δουλειά του Max Richter και ένας μινιμαλιστικός στοχασμός για τη σχέση του ύπνου και της μουσικής, «ένα νανούρισμα για έναν ξέφρενο κόσμο» κατά τον ίδιο, άφησε ανεξίτηλο σημάδι στα μουσικά πράγματα του 2015, κατακτώντας επάξια το χαρακτηρισμό «μνημειώδης». Παρά τις πολλαπλές του υποχρεώσεις, ο συνθέτης βρήκε χρόνο για τη σύντομη τηλεφωνική συνομιλία που ακολουθεί.

Οι συνθέσεις σας «θολώνουν» τα όρια ανάμεσα στην κλασική μουσική και την ηλεκτρονική. Πώς θα τις περιγράφατε;

Δε μου αρέσει να κατηγοριοποιώ τη μουσική. Για μένα είναι σαν αφήγηση ιστοριών.

Έχετε, επίσης, επηρεαστεί από το πανκ. Υπό ποια έννοια;

Υπό την έννοια ότι είναι εικονοκλαστικό και παραβιάζει τους κανόνες. Aσχολούμαι με τη μουσική στο επίπεδο της μουσικής φόρμας, αλλά χρειάζεται και να την ανανεώνω. Και γενικότερα αυτό κάνει το πανκ, αλλά και η ποπ μουσική. Κοιτάζουμε, λοιπόν, τα παλιά υλικά, τις δημιουργικές δομές και κατασκευάζουμε καινούριες.

Στις συνθέσεις σας είναι, εξάλλου, εμφανής, μια στοχαστική, ονειρική ποιότητα. Πόσο σημαντικά είναι για σας ως άνθρωπο, καλλιτέχνη και συνθέτη τα όνειρα και το να ονειρεύεστε, γενικότερα;

Το να ονειρεύεσαι είναι τα πάντα. Το να συνθέτεις μουσική είναι σαν να ονειροπολείς. Είναι μια εναλλακτική κατάσταση συνείδησης. Τελικά, συγκροτούμε μια στέρεα πραγματικότητα μέσω των ονείρων και της φαντασιακής μας ζωής, η οποία για μένα είναι εξίσου σημαντική με την πραγματική ζωή. Η φαντασία και τα όνειρα προηγούνται της ίδιας της δουλειάς.

Γιατί σας συναρπάζει τόσο η διαδικασία του ύπνου και πώς οδηγήθήκατε στην ηχογράφηση του πιο πρόσφατου μουσικού σας έργου;

Το Sleep είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που ερευνούσα επί πολλά χρόνια, είναι κάτι που με συνάρπαζε από παλιά. Υπάρχει στους ανθρώπους μια διαισθητική σχέση ανάμεσα στον ύπνο και τη μουσική. Αντλώ, λοιπόν, τα συγκεκριμένα στοιχεία και τα διοχετεύω σε αυτήν την καινούρια δουλειά, η οποία αποτελεί μια εξερεύνηση του πώς ο ύπνος κι η μουσική μπορούν να συνυπάρξουν, αλλά και πώς η μουσική και το μυαλό μπορούν να συνυπάρξουν σε αυτήν τη εναλλακτική κατάσταση συνείδησης. Υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος βίωσης και ακρόασης της μουσικής, ο οποίος δεν είναι εκ προθέσεως, δεν είναι αναλυτικός, συνιστά ένα είδος συνύπαρξης με τη μουσική, αποτελώντας μια κατά κάποιο τρόπο «περιβαλλοντική» προσέγγιση σε αυτήν.

Στο Sleep τοποθετείτε τον ακροατή σε μια κυρίαρχη θέση, καθιστώντας τον όχι πλέον παθητικό δέκτη ενός μουσικού προϊόντος, αλλά ερμηνευτή και παραγωγό νοήματος. Γιατί;

Αυτό είναι πολιτική θέση για μένα. Η εκπαίδευσή μου στο πανεπιστήμιο και το ωδείο ήταν στο πλαίσιο της νεωτερικής παράδοσης, όπου κυριαρχούσε η ιδέα ότι ο συνθέτης ήταν η ιδιοφυία κι ο ακροατής o ανόητος. O συνθέτης, επομένως, ήταν εκείνος που θα σου υποδείκνυε τι να ακούσεις κι εσύ θα προσπαθούσες να το κατανοήσεις. Για μένα, αυτή είναι μια θέση που αποπνέει ολοκληρωτισμό και θεωρούσα πως αποτελεί τεράστιο λάθος. Με ενδιαφέρει, λοιπόν, η εγκαθίδρυση μιας πιο δημοκρατικής σχέσης ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό και μια πιο συνεργατική αίσθηση σε ό,τι αφορά τον τρόπο δημιουργίας της δουλειάς. Με το Sleep, τραβώ στα άκρα την εμπειρία του ακροατή.

Το προσωπικό site του Max Richter είναι http://www.maxrichtermusic.com/en/index.php

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τον Mike Terry, υπεύθυνο του Γραφείου Τύπου του συνθέτη, για την πολύτιμη συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνομιλίας με τον Max Richter.
Η φωτογραφία του Max Richter είναι της Yulia Mahr.


Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Lee Jeffries: «Χρησιμοποιώ το φως και τη σκιά για να υπογραμμίσω το πνευματικό»


Λογιστής στο επάγγελμα, ο 43χρονος Βρετανός, με καταγωγή από το Bolton, Lee Jeffries εισήλθε θεαματικά στον κόσμο της φωτογραφίας πριν από μερικά χρόνια, μέσω μιας εξαιρετικά στυλιζαρισμένης, στα όρια της θρησκευτικής εικονοποιίας, απεικόνισης άστεγων σε ασπρόμαυρο φιλμ. Κουβεντιάζουμε μαζί του για τη φωτογραφία, τη μοναξιά, τη σχέση του με τους άστεγους, την πίστη και την έννοια της επιτυχίας.



Αν δεν κάνω λάθος, εισήλθες στον κόσμο της φωτογραφίας μέσω μιας εξαιρετικά στυλιζαρισμένης απεικόνισης των άστεγων. Ποιο είναι το εκπαιδευτικό σου υπόβαθρο; Και γιατί διάλεξες τη φωτογραφία ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης;

Έχω πανεπιστημιακό πτυχίο... αλλά σε εντελώς διαφορετικό πεδίο. Είμαι λογιστής πλήρους απασχόλησης κι η φωτογραφία πάντοτε υπήρξε κάτι που έκανα στο ελεύθερο χρόνο μου και στις διακοπές. Δε νομίζω ότι αποφάσισα συνειδητά να ασχοληθώ με αυτή, ήταν ίσως κάτι, στο οποίο «σκουντούφλησα» 6 χρόνια νωρίτερα ως μέσο επίτευξης ενός σκοπού (φωτογράφιση προϊόντος για μια επιχείρηση που είχα). Μέσα από εκείνη τη διαδικασία ασφαλώς «πυροδοτήθηκε» κάτι δημιουργικό μέσα μου. Ήταν σαν ένα είδος αυτο-αναπαραγωγικού ταξιδιού ανακάλυψης και μάθησης έκτοτε.



Η δουλειά σου κυρίως εστιάζει στους άστεγους. Τι σε ελκύει σε αυτούς, πώς διεξάγεις την έρευνά σου και πώς σχετίζεσαι μαζί τους, πριν και μετά τη φωτογραφική διαδικασία; Είναι απλώς τα «θέματά» σου, ή υπάρχει κάτι βαθύτερο που σας συνδέει;

Για χρόνια πολεμούσα την προσωπική μου μοναξιά. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω κι ακόμα δυσκολότερο να το αρθρώσω. Είναι ένα συναίσθημα... κι αυτό κατά κάποιο τρόπο μου επέτρεψε να ταυτιστώ και να συνδεθώ με τους ανθρώπους στο δρόμο. Το να είσαι άστεγος είναι μια «συνθήκη», με την οποία όντως έρχομαι αντιμέτωπος στη φωτογραφία μου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται σε αυτή. Συνδέομαι με «ανθρώπους». Νιώθω την πιο βαθιά συμπάθεια και κατανόηση για ένα συγκεκριμένο «βλέμμα» στα μάτια των αγνώστων. Βλέπω τη μοναξιά των άλλων σαν να ήταν δική μου. Αυτή είναι η αρχική σύνδεση. Οι συνδέσεις οδηγούν σε μια ταύτιση κι έπειτα συνήθως σε μια βαθιά συναισθηματική εμπειρία, βασιζόμενη στην κατανόηση και την ενσυναίσθηση. Πάλι, είναι δύσκολο να το εξηγήσω, αλλά ποτέ δεν είμαι πιο ευτυχισμένος από όταν είμαι στο δρόμο με τις πόρνες... τα πρεζάκια... τους άστεγους. Η πραγματικότητά τους επιτρέπει την πιο ειλικρινή προσωπική σχέση. Ό,τι κάνω, το κάνω για αυτό το λόγο. Οι φωτογραφίες είναι απλώς μια καταγραφή της όλης διαδικασίας...



Όπως έχει σωστά επισημανθεί, το φωτογραφικό σου βλέμμα σε αυτούς τους ανθρώπους θυμίζει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, θρησκευτική εικονοποιία. Νομίζεις ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στη φωτογραφία και τη θρησκευτική εικονοποιία; Κι αν ναι, τι καθορίζει το βλέμμα σου;

Δεν είναι σύμπτωση. Προσπαθώ να «στριμώχνω» στις φωτογραφίες μου όσο περισσότερες μεταφυσικές ποιότητες είναι δυνατόν. Χρησιμοποιώ το φως και τη σκιά για να υπογραμμίσω το πνευματικό. Όχι μόνο το βρίσκω όμορφο, είναι επίσης και ζήτημα ευαισθησίας μου. Με συναρπάζει η ανθρώπινη τάση για την πίστη. Ξυπνά την περιέργεια μέσα μου, την οποία στη συνέχεια προσπαθώ να εκφράσω μέσα από τις εικόνες μου. Ο συνδυασμός του ανθρώπινου συναισθήματος και της πνευματικότητας είναι, συνεπώς, κάτι που καθορίζει τι είναι αυτό που προσπαθώ να κάνω.



Επιλέγεις να φωτογραφίζεις σε ασπρόμαυρο. Είναι ένας τρόπος να διαφυλάσσεις την αυθεντικότητα των φωτογραφιών σου; Θα σκεφτόσουν να δουλέψεις με έγχρωμο;

Πάντοτε συμπεραίνω ότι, εκτιθέμενος στη φωτογραφία ως παιδί, υποσυνείδητα με επηρέασε να δουλεύω σε ασπρόμαυρο. Μη με παρεξηγείς, ποτέ δε σπούδασα φωτογραφία. Τούτου λεχθέντος, μαθαίνοντας για τους δύο παγκόσμιους πολέμους στο σχολείο όντως με εξέθεσε σε πολλές ασπρόμαυρες εικόνες στρατιωτών. Τα μάτια τους εξακολουθούν σήμερα να λαμπυρίζουν στο μυαλό μου όσο έντονα λαμπύριζαν τότε. Το βλέμμα τους κι η σχέση του με το θάνατο είναι κάτι που μέχρι σήμερα δε με έχει αφήσει. Έχω δουλέψει με έγχρωμο, επομένως δε μου είναι κάτι ξένο. Αισθάνομαι περισσότερο από ευτυχής να δουλεύω και με τα δύο και θα χρησιμοποιήσω το χρώμα, όταν δικαιολογείται, ή όταν προσθέτει κάτι συγκεκριμένο σε μια εικόνα.

Η δουλειά σου προσέλκυσε αξιοσημείωτη παγκόσμια απήχηση κι εκτίμηση, όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Θεωρείς τον εαυτό σου «πετυχημένο»; Ποιο είναι, εν πάση περιπτώσει, το προσωπικό σου μέτρο «επιτυχίας»;

Οι φωτογραφίες μου πράγματι έχουν μια κοινωνική διάσταση κι έχω υπάρξει εξαιρετικά τυχερός που είχαν τέτοια απήχηση. Αν με κάποιο τρόπο επηρέασαν θετικά τις μελλοντικές ενέργειες ενός θεατή, τότε ήταν αξιόλογες. Υπό αυτή την έννοια, έχουν υπάρξει πετυχημένες.

Η έκθεση οδήγησε, με την πάροδο του χρόνου, σε κατηγορίες για εκμετάλλευση. Όντως προσπαθώ σκληρά, πολύ σκληρά, να συμπεριφέρομαι δίκαια. Δεν μπορώ να αλλάξω τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου κι η εμπορευματικότητα πάντοτε ήταν και πάντα θα είναι ο τρόπος, με τον οποίο γίνονται τα πράγματα. Χωρίς αυτή, τα 25.000 Ευρώ που συγκεντρώσαμε για μια φιλανθρωπική οργάνωση για άστεγους στο Παρίσι δε θα ήταν δυνατά. Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκαν θετικά προς όφελος των άλλων.



Σε μια εποχή, κατά την οποία ο «εκδημοκρατισμός» της φωτογραφικής διαδικασίας μέσω της διαθεσιμότητας πληθώρας τεχνικών μέσων, από κινητά τηλέφωνα μέχρι υψηλού επιπέδου ψηφιακές μηχανές, πόσο δύσκολο είναι να αναδυθεί ένα αυθεντικό ταλέντο και να γίνει γνωστό;

Πιθανότατα θα όριζα το ταλέντο ως κάτι το μοναδικό Αν ένας φωτογράφος είναι μοναδικός, βάζει όλη του την καρδιά στη διαδικασία κι έχει πολλή τύχη, τότε πραγματικά πιστεύω ότι οι φωτογραφίες του θα ξεχωρίσουν από τις υπόλοιπες. Ο εκδημοκρατισμός της φωτογραφικής διαδικασίας συνηθέστερα ενθαρρύνει τη μίμηση, και το να προσπαθείς να αντιγράψεις όσους είναι μοναδικοί δεν είναι η παρακαμπτήριος για να γίνεις «διάσημος», όπως πολλοί νομίζουν.



Ποιο είναι το επόμενο βήμα σου;

Να ξαναγυρίσω στο δρόμο. Να αναπνεύσω τον αέρα, να μυρίσω τις μυρωδιές... να συναντήσω και να αγγίξω τους ανθρώπους, Είμαι ευτυχισμένος, όταν το κάνω αυτό.

 


Το προσωπικό site του Lee Jeffries είναι http://leejeffries.500px.com/


Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Mahmoud Salameh: “I respect cartoons and they respect me, too”


Poignant political cartoonist and director of animation films, Palestinian Mahmoud Salameh, born in Yarmouk camp in Syria, has been living for the past 3 years in Sydney, Australia, as a political refugee. He talks to me about his experience as a refugee, his art, Palestine, that he has never even seen, and the situation in Syria.



When and where were you born?

I was born in 1972 in Yarmouk camp, in the south of Damascus. Before the revolution, 160.000 Palestinians were living there. It has been in existence since my parents came from Palestine as refugees.

Where in Palestine were your parents from?

My father from Bir Saba (Beersheba), in the south of Palestine, my mum from Haifa.



How was the situation in the camp?

In the beginning, the situation was very hard for the Palestinians, you know. Now I can see how my parents were feeling, because I’m a refugee for the second time, having reached Australia, a beautiful country, where we’re being supported and taken care of.

Are your parents still alive?

My father is dead, but my mum lives in Dubai with my brother.

As a refugee, you must have faced many difficulties before settling in Australia, though. How hard has this experience been for you?

It was hard, because I remained a lot of time in detention, almost 17 months. I understand that the government follows a process with regard to the refugees reaching the country, especially those without papers arriving by boat. They want to control who each one is. But my case was clear- I have my documents, my papers, my experience. Everything was clear. I don’t know why so much time was required. 



Do you think that the fact that you’re an artist and your work is known play a role in you being recognized as a refugee- at the same time when others, who don’t have similar work to produce, have been less fortunate, or not fortunate at all?

The situation is difficult for everybody. The chose me for security check, maybe because I’m a Palestinian. When we arrived by boat, we were 10 Palestinians, 9 refugees from Iraq and me from Syria. The fact that I’m an artist, a political cartoonist, constituted a very good reason, so that I was granted protection. I was, in fact, accepted after my first interview at the detention center. As I already said, it just took a long time, until the security check was conducted.

How were you treated by the authorities?

Very normally. They transported us to the detention center on Christmas Island.



That’s good, because this is not the case with all those who have been forced to leave their countries either as refugees, or as economic immigrants. Most have horrible stories of abuse and hardships to tell- and then, to deal with the difficulty integrating into a new country and society. So, you’ve been luckier than others.

That’s true, but there was a different government then. Now, they’re sending the refugees and the immigrants to other detention centers, where the conditions are very bad. Sometimes, women are raped there by the guards. Recently, a few months ago, a woman, who became pregnant after having been raped, gave birth to a child.

How are you treated by the people, with whom you communicate on a daily basis- from your fellow artists, to those in the place where you reside and the simple people on the street?

Because I’m very capable- I’m involved with animation and visual arts, acrylics and oil- and very active with the people around me, I have very good relationships with them.



How did the Refugee Art Project get in touch with you, in the first place, and then help you get your work more known?

The Refugee Art Project is a group that creates art especially for refugees and collects the work of refugees from detention centers and out of them. Some of the people involved in the events organized aren’t refugees themselves, but, whoever wants to support the refugees and send a message to the people, is welcome in this group. I got in touch with them when I knew only a few people in the country. The manager of this project is a friend of mine.

Tell me how you started drawing political cartoons.

I started publishing my cartoons in Beirut, Lebanon, in 1997. I lived in Lebanon for 3 years. The situation there was much better than in Syria, where I couldn’t publish my work, because I would get into trouble with the security services. You knew what sort of government was in power, what kind of system was prevalent. It’s difficult to express your opinion in Syria, you have to be more flexible towards the government and with regard to the things you want to talk about. I didn’t like that situation, though. I respect my cartoons and I think that they respect me, too. When I returned to Syria in 2000, I had a very good name. So, I started organizing exhibitions, where I invited my friends. In 2003, they made me sign a statement that I wouldn’t draw anything against the government. I, therefore, started making educational animation films for children, for economic reasons, until 2009.



Why did you choose Australia as your country of immigration?

Going to Europe was very difficult, and I was worried that, if I went there, I might be sent back to Syria, because, at the time, Syria had good relations with some European countries. Moreover, I have a brother in Perth, so I thought that Australia was the best option for me.

I assume that you’re still involved in animation.

Yes, I’ve made 2 films and I’m now working on a new one with an Aboriginal director. I was also involved in the Palestinian Film Festival, where I was responsible for the opening animation.



You’re Palestinian. I’m wondering, have you ever lived in Palestine?

No, never. I haven’t even seen Palestine...

How attached do you feel to Palestine, Palestinian culture and politics?

I’m very angry. What Israel and Zionism have done to my country is that they have kicked out all the people without any right. Since they have the power, they do what they want and there’s nobody to judge them. They still punish the people to this day.

What about Syria? Do you feel close to the people who have been forced to flee from it?

Absolutely! What I like in Syria is the people, they’re amazing. As a kid, I saw how they were treating the Iraqis. If a Syrian family had a spare room, it gave it to the Iraqis. They taught me how to help, too. So, in 2006 I volunteered in the border with Lebanon, welcoming refugees. What has now happened to the Syrians makes me sad, they suffer in Europe.



Do you think that a solution to what they’re facing may be found? What’s the best thing that could happen in Syria?

When the Syrians started the revolution, they were demanding rights and wanted freedom. Believe me, they have a cosmopolitan mentality, they love other cultures. Because of the fact that the regime treated them so badly, it “broke” them. They had been suffering for 40 years and, in 2011, the time had come for them to take a step, to express their opinion, and that coincided with the Arab Spring. They didn’t expect that the regime would be so harsh and bloody, though. 300.000 people have been killed, 11.000.000 Syrians are expatriated and Assad is still in power. What kind of President is he?

With all that’s happening, and not just in the Middle East, do you feel any hope for the future?

I remember my parents. We’ve been living out of Palestine for 66 years and still hope to return there. Of course I’m not optimistic, because the situation is in the hands of those that have the power: USA, Russia, Iran, Turkey. What happened in Syria is not similar to what happened in Egypt or Tunisia. It’s complicated. Russia insists on supporting Assad, I think that the USA wants to destroy Syria, because it’s close to Israel, and the Syrian regime is just sectarian and mafia-like. Syrians love their country, though, and will continue their struggle.

Mahmoud Salameh’s personal website is http://salamehm.com/index.html

His page on the Refugee Art Project’s website is http://therefugeeartproject.com/home/the-cartoons-of-mahmoud-salameh/

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Δημήτρης Αθανίτης: «Η μεγαλύτερη ίντριγκα στο σινεμά είναι να βάζει ερωτήματα»


Ο 35χρονος Άρης (Γιάννης Στάνκογλου), βιομηχανικός εργάτης, χωρισμένος και πατέρας ενός 6χρονου γιου, απολύεται ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση. Διεκδικώντας να γίνει ορατός, αποφασίζει να αποδώσει δικαιοσύνη. Μια «πλάγια» ματιά στην κρίση, το Invisible, η πιο πρόσφατη δουλειά του Δημήτρη Αθανίτη, είναι μια φαινομενικά μινιμαλιστική, αν και στην ουσία της πολυσύνθετη, ταινία, με τον Γιάννη Στάνκογλου σε ρεσιτάλ ερμηνείας. Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 56ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ενώ τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου προβάλλεται στο πλαίσιο του Διαγωνιστικού τμήματος του 28ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Συναντηθήκαμε με τον σκηνοθέτη της ένα συννεφιασμένο μεσημέρι Σαββάτου κι είχαμε μια θερμή και «χορταστική» κουβέντα.

Αν και πρωθύστερη ερώτηση, το τέλος δίνει την εντύπωση ότι είναι ανοιχτό σε ερμηνείες, αμφίσημο ή και διπλό, οπότε φαντάζομαι πως η επιλογή ήταν συνειδητή.

Νομίζω ότι η μεγαλύτερη ίντριγκα στο σινεμά είναι να βάζει ερωτήματα, όχι να δίνει απαντήσεις, που συνήθως είναι προκατασκευασμένες, και κυρίως να ανοίγει ορίζοντες.  Θα ήμουν ευτυχής αν κάποιος θεατής, βγαίνοντας από την προβολή της ταινίας, τη σκέφτεται την επόμενη ώρα, την επόμενη βδομάδα, τον επόμενο χρόνο. Στα λόγια δεν πιστεύω πολύ. Δεν είναι τυχαίο πως ο ήρωας μιλάει ελάχιστα. Υπάρχουν 18 λεπτά τελείως βουβά, μια τεράστια πρόκληση για μια ταινία low budget, όπως νομίζω ότι αποτελεί πρόκληση απέναντι στον θεατή το φινάλε, όπου επί ένα ολόκληρο λεπτό τον κρατώ σε ένα λευκό, άδειο κάδρο και του δίνω το χρόνο και συναισθηματικά να εισπράξει όλο το βάρος αυτού που έχει συμβεί, χωρίς, όμως, να προσπαθώ να τον εκμεταλλευτώ συναισθηματικά. Ταυτόχρονα τον αφήνω και να σκεφτεί. Όταν συνάντησα τον Papercut για το soundtrack, δεν τον ήξερα, είχε φοβερή πλάκα, γιατί μου εξομολογήθηκε πως είχε γράψει το κομμάτι του φινάλε σε συνθήκες αντίστοιχες με αυτές που βρίσκεται ο ήρωας: τον είχαν διώξει από τη δουλειά, είχε χωρίσει, ήταν μόνος κι  ερημος, σε ένα δωμάτιο, έξω χειμώνας, έβλεπε τα σύννεφα και τότε το συνέθεσε.

Τον κεντρικό χαρακτήρα πώς τον εμπνεύστηκες; Είχες κατά νου τον Γιάννη Στάνκογλου, όταν τον «σμίλευες» σεναριακά;

Έχω βιώματα από αντίστοιχους χώρους, έχοντας ζήσει πολλά χρόνια στο Μεταξουργείο και σχεδόν παντού στο κέντρο της Αθήνας. Έχω, δηλαδή, ισχυρές εμπειρίες από τέτοια πρόσωπα. Tον τοποθέτησα, ως βιομηχανικό εργάτη, στον Ασπρόπυργο, γιατί νομίζω ότι είναι ένας κομβικός χώρος. Οι αντιφάσεις ενός ολόκληρου συστήματος συμπυκνώνονται εκεί. Ήταν πολύ δύσκολο το casting συνολικά. Δε με έχει ξαναδυσκολέψει τόσο πολύ, ίσως λόγω του χώρου, που έχει ειδικές απαιτήσεις. Τον Γιάννη τον σκέφτηκα από την αρχή. Τον γνώριζα από πολλά χρόνια, τυχαία, πριν γίνει γνωστός. Τον πέτυχα σε μια φάση που κι εκείνος ήθελε να δουλέψει σε κάτι διαφορετικό από αυτά που τα τηλεοπτικά κλισέ τον έχουν οδηγήσει να κάνει. Είχε κι αυτός αντίστοιχα βιώματα, στο εργοστάσιο θα τον προσλάμβαναν! Ήταν ευτυχής συγκυρία, γιατι κι οι δύο θέλαμε να κάνουμε το ίδιο πράγμα. Νομίζω ότι δεν έχει κάνει κάτι παρόμοιο.
 
 

Παρακολουθώντας την ταινία και το πώς ξεδιπλώνεται ο χαρακτήρας,  νιώθω ότι συνδύαζει παραίτηση, τραχύτητα, τρυφερότητα και αποφασιστικότητα ακόμα ακόμα, κάποιες στιγμές. Είναι ομολογουμένως πολυσύνθετος, η δε ερμηνεία του Γιάννη Στάνκογλου πολύ «υπόκωφη».

Είναι πολύ εύστοχα αυτά που λες, ιδίως το «υπόκωφη», γιατί κι η ταινία έχει μια πολυπλοκότητα.

Κι η αοράτοτητα του τίτλου...

Κι αυτό το θέτεις πολύ ωραία. Γι’ αυτό ακριβώς επέλεξα αγγλικό τίτλο και δεν έβαλα άρθρο. Αναφέρεται στον «αόρατο» ήρωα, αόρατο για τους άλλους, στο παιδάκι που είναι αόρατο και στους δύο γονείς του και σ’ έναν κόσμο που το αντιμετωπίζει σαν να μην υπάρχει, αλλά και σε αόρατες σχέσεις και καταστάσεις- αναφέρεται, τελικά, σε έναν ολόκληρο κόσμο. Σκέψου ότι αυτός ο κόσμος, του Ασπρόπυργου, είναι κυριολεκτικά δίπλα μας και ουσιαστικά είναι άγνωστος, σχεδόν συνειδητά αόρατος, σε μεγάλο βαθμό. Δεν υπάρχει βούληση να τον δούμε. Επειδή ξεκίνησα ως σκηνοθέτης για να κάνω φανταστικό σινεμά, συνειδητοποιώ πως κι αυτή η ταινία μου έχει αναφορά στο φανταστικό, με την έννοια ότι μου θυμίζει το μυθιστόρημα του Γουέλς Η μηχανή του χρόνου, όπου στο μέλλον οι εργάτες είναι απομονωμένοι στα υπόγεια, οι άνθρωποι πάνω γλεντάνε και μόνο τα βράδια οι Μόρλοκς ανεβαίνουν στην επιφάνεια και τους τρώνε.

Διεκδικώντας την ορατότητά τους.

Ακριβώς. Ασυνείδητα, βέβαια, αλλά αυτό τελικά με ιντριγκάρει, ο συνδυασμός της πραγματικότητας με το φανταστικό. Γιατί και το φανταστικό από μόνο του μου φαίνεται αδύναμο. Όταν, όμως, «πατάει» στην πραγματικότητα, νομίζω ότι έχει μια άλλη δύναμη.

Ο ήρωάς σου διεκδικεί, ή επιχειρεί να διεκδικήσει, την ορατότητά του προβληματιζόμενος και σκεπτόμενος ακόμα και να διαπράξει ένα φόνο, το φόνο του αφεντικού που τον απέλυσε.

Είναι το πρώτο που διεκδικεί, το να γίνει ορατός και αποδεκτός. Θα μπορούσε, άλλωστε, να κάνει αυτό που έχει κατά νου χωρίς προειδοποίηση, όμως θέλει να «δικάσει», να διεκδικήσει την παρουσία του. Θέλει, δηλαδή, να αναγκάσει τον άλλον να τον προσέξει, να τον ακούσει, να του δώσει σημασία. Από την άλλη, θέλω να πω ότι δεν πιστεύω στο δίπολο καλός-κακός. Πρόθεσή μου δεν είναι να κάνω έναν ήρωα «καλό», σε αντιπαράθεση με τον «κακό». Όλοι οι χαρακτήρες εμπεριέχουν το καλό και το κακό. Αλλιώς θα ήταν «χάρτινοι»- και λυπάμαι που αυτό συμβαίνει στο σινεμά.

Στην ταινία σου δεσπόζει και πάλι η πόλη, η Αθήνα, ως ένας άλλος χαρακτήρας. Ποια είναι η σχέση σου με αυτήν, την περπατάς;

Πάρα πολύ, την έχω περπατήσει απίστευτα, αν και νιώθω ότι κάπου την έχω εξαντλήσει. Έχω πολύ βαθιά σχέση μαζί της. Είχα παλαιότερα κάνει μια εγκατάσταση με τίτλο Πόλη κρυμμένη που περιλαμβάνει υλικό από όλες τις ταινίες μου, έβγαζε μια υπόγεια εικόνα κι αίσθηση. Πολλά σημεία της πόλης είναι συνδεδεμένα με βιώματα κι εμπειρίες. Από παιδάκι μου άρεσε η έννοια «πόλη». Για να το πάω και παραπέρα, η οικογένειά μου είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη Γερμανία και μάθαινα τα ονόματα γερμανικών πόλεων που με μάγευαν, μου φαίνονταν παράξενα.

Το Invisible είναι το δεύτερο, μετά το Τρεις μέρες ευτυχίας, μέρος μιας άτυπης τριλογίας εμπνευσμένης ή επηρεασμένης από τις γενικότερες συνθήκες που βιώνουμε πολλοί- ή οι περισσότεροι, σε ένα βαθμό- τα τελευταία χρόνια;

Μπορείς να το πεις, αλλά ταυτόχρονα, μαζί με δύο προηγούμενες ταινίες μου, το 2000 + 1 στιγμές, μια ταινία με αφορμή το μιλένιουμ, και την Πόλη των θαυμάτων συνθέτουν ένα τρίπτυχο πάνω σε 3 ορόσημα: το μιλένιουμ, την Ολυμπιάδα και την κρίση. Το μιλένιουμ ήταν η χρονική στιγμή των μεγάλων ελπίδων και φιλοδοξιών, μια προβολή ενός μέλλοντος λαμπερού. Στην Ολυμπιάδα κατασκευάστηκε μια φοβερή αίσθηση ευωχίας, η οποία τον επόμενο χρόνο είχε ήδη ανατραπεί. Κι οι δύο αυτές ταινίες ρίχνουν μια «πλάγια» ματιά σ’ αυτά τα γεγονότα, είναι σπονδυλωτές, και μέσα από τα πρόσωπα ανακατασκευάζουν το πώς ο κόσμος ζει πράγματι αυτά τα γεγονότα, όχι όπως τα πλασάρουν τα Μ.Μ.Ε. Ουσιαστικά, υπάρχει ένα βαθύ πολιτικό σχόλιο στις ταινίες μου, που προκύπτει τελικά από το βίωμα, δεν είναι η πρωταρχική πρόθεση. Βίωμα, φανταστικό και πολιτικό μπορούν να συνδεθούν σε μια ταινία. Το ’93 έκανα την πρώτη μου μικρού μήκους, τη Φιλοσοφία. Μόλις είχε ξεκινήσει ο πόλεμος στο Σαράγεβο. Το σενάριο ήταν το εξής: οι πόλεμοι στα Βαλκάνια επεκτείνονται, η ελληνική οικονομία καταρρέει, ο πρόεδρος της δημοκρατίας κηρύσσει πτώxευση.

Προφητικό!

Αυτή η ταινία πήρε το βραβείο φανταστικού. Το παράξενο με κεντρίζει, αυτό εκπροσωπεί και το σινεμά για μένα, ακόμη κι αν πρόκειται για μια ιστορία του τώρα. Αλλά και το στοιχείο της ύπαρξης μιας προσωπικής γραφής, δε μου λέει κάτι μια ουδέτερη κινηματογράφηση. Δεν είμαι προφήτης, αλλά σε αυτό συνίσταται η δύναμη, όταν «ψηλαφείς» πραγματικά αυτό που συμβαίνει γύρω σου. Όταν προσπαθείς να αγγίξεις κάτω από την επιφάνεια, είναι λογικό να αγγίζεις πράγματα που θα γίνουν ορατά αρκετά αργότερα, είναι επόμενο να βρίσκεσαι στην «καρδιά» των καταστάσεων. Μια κριτική που θα μπορούσα να ασκήσω στο ελληνικό σινεμά σήμερα είναι ότι παραμένει σοκαριστικά επιφανειακό και τα πυροτεχνήματα δε διαρκούν για πάντα. Όταν, μάλιστα, μία ταινία δεν είναι και σινεμά, καμία επικαιρότητα δεν μπορεί να τη σώσει. Μετά από λίγο θα είναι ξεπερασμένη. Και χαίρομαι, γιατί οι ταινίες μου όχι μόνο αναζωογονούνται με το χρόνο, αλλά και παίρνουν μεγαλύτερη ζωή από αυτή που αρχικά είχαν.

Ξαναβλέπεις, λοιπόν, τις δουλειές σου ανά τα χρόνια;

Τις ξαναβλέπω και τις ξαναδουλεύω. Παλαιότερα, ξέρεις, οι δυνατότητες επικονωνίας με το κοινό ήταν πολύ περιορισμένες. Αν, δηλαδή, το κυρίαρχο κανάλι εξουσίας δεν προωθούσε τις ταινίες, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Αλλά και αντικειμενικά, ήταν πολύ λιγότερα τα φεστιβάλ. Τώρα, όμως, με το ίντερνετ έχεις μια δυνατότητα άμεσης επαφής, η οποία δημιουργεί «ρωγμές» στο κυρίαρχο σύστημα. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Γιατί τελικά το σινεμά είναι επικοινωνία και για μένα τρόπος ζωής. Το απολαμβάνω.

Όντας ένας καθ’ όλα ανεξάρτητος σκηνοθέτης, φαντάζομαι ότι αντιμετωπίζεις περαιτέρω δυσκολίες και προκλήσεις. Πώς τις διαχειρίζεσαι και τις υπερβαίνεις;

Το budget του Invisible σε σχέση με τον Αστακό είναι 1:100! Από την αρχή με ενδιέφερε να κάνω ένα προσωπικό, όχι ερμητικό, σινεμά, ένα ευρωπαϊκού ύφους σινεμά που αφορά ένα αρκετά ευρύ κοινό, αλλά ταυτόχρονα έχει ένα προσωπικό στίγμα, γιατί αυτό το σινεμά αγαπώ. Έχοντας την αίσθηση ότι αυτό το σινεμά έχει πολύ μικρή παρουσία στην Ευρώπη, μη νιώθοντας κάποιους δεσμούς με το ελληνικό σινεμά- ξεκίνησα ως «αλεξιπτωτιστής» στο χώρο και με έναν εκλεκτικισμό ως αντίληψη- και μιας και δε με εξέφραζε κάτι από τα τρέχοντα εδώ, αναγκάστηκα να δημιουργήσω ένα δικό μου τρόπο παραγωγής με απόλυτο, ωστόσο, επαγγελματισμό. Γιατί τα χρήματα δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας, οι άνθρωποι είναι. Κι έχω συνεργαστεί με εξαιρετικά ταλαντούχους ηθοποιούς. Τους αγαπώ πολύ.

Έχει υπάρξει κάποια πρόταση για τη διανομή της ταινίας;

Υπάρχει πρόταση διανομής αλλά θέλω να την τοποθετήσω στο πλαίσιο που πιστεύω. Πολλοί, εξάλλου, μου ζητάνε την ταινία από λέσχες στην επαρχία. Είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό!

Το Invisible προβάλλεται στο πλαίσιο του Διαγωνιστικού τμήματος του 28ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στις 20:15.

Το προσωπικό site του Δημήτρη Αθανίτη είναι http://athanitis.eu/athanitis.htm

Το μπλογκ της ταινίας είναι http://invisiblethefilm.blogspot.gr/ και η σελίδα της στο facebook https://www.facebook.com/Invisible-1093301864016525/?ref=bookmarks

 

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Visar Morina: “The main subject of my film is trust”


Featuring a spectacular acting performance by Val Maloku in the role of the 10-year-old Nori, Babai (Father) is the remarkable feature fiction debut of the extremely talented Kosovan director Visar Morina. Set in mid-‘90s Kosovo and Germany, Babai is a film about the difficult relationship between a father and a son, the violence prevailing at the time in Kosovo in every aspect of life and a (failed) attempt to integrate into a new society abroad. Visar Morina’s film recently had its Greek premiere at the Balkan Survey section of the 56th Thessaloniki International Film Festival. A few days before its Athenian premiere at the 28th Panorama of European Cinema (26/11-2/12), I had an enlightening discussion with the director, who is already working on the script of his new film, that will be shot entirely in Germany.

 
Your protagonist, the little Nori (Val Maloku), seems to be far more mature and grown-up than the actual grown-ups in the film. Why did you decide to portray him in this light?

This is a difficult question! I left Kosovo when I was 15. I don’t know how much you know about the ‘90s in Kosovo or former Yugoslavia, but, if you looked at it from the outside, it was a very interesting time. If you looked from inside, it’s absurd how normal it was. Fear was part of everyday life and you had no clue as to what would happen- yet you knew that it was going to be bad. As a kid, you thought that this is how the world was. Maybe this is one of the reasons why I chose a kid as the person who would tell about that time. The main subject of my film, however, is the constantly changing boy’s view of his father- trust, in a way. I was trying to think of the father as a system of values and as part of the identity of the boy, which I considered loving all the way and very idealistic.

When is Babai placed time-wise? Early to mid-‘90s?

I was always thinking of 1995, during the period when the Bosnian war was going on and the situation in Kosovo was settled, in a way, and the people got used to it. At the time, it was normal having police on the street making fun of you, or having policemen at your home doing whatever the fuck they wanted and feeling afraid like hell. In the ‘90s, we also experienced huge problems with electricity- you were doing something and, all of a sudden, there was no electricity. As soon as it returned, we forgot about what had happened.

 
So, a great deal of your personal background, your personal experiences, are reflected in the film.

I wouldn’t be able to make it, if I didn’t have a very strong connection to it. Of course it’s personal, but not in the sense that it’s my story. For me, it’s very important that I believe what I’m seeing and writing.

You describe a very patriarchal society. Has it changed over time?

Many things are changing in Kosovo now, but I have to admit that I haven’t been living there for more than 20 years.

There is an important, I feel, scene in your film: the gay sex one, shot, discreetly, in the dark. Is being gay a taboo issue in Kosovo?

As in all ex-communist countries, though, by law, you are allowed to be married to a person of the same sex. However, gays usually have a double life. When I was 17 in Germany, I heard that a gay person was called “schwul”. So, I asked my brother at home: “How do you say “gay” in Albanian? And he responded “péder”. I wondered how could I have not heard this word for 15 years, although I knew that there were gay people in Kosovo? When it comes to script-writing, it’s very important to me not to judge people, not be moral in a “cheap” and cheesy way

What I also like about your film is its open and realistic ending.

The funny thing is that, when we had the festival premiere in Albania, a guy commented that the film is sometimes like propaganda, telling refuges not be refugees.

It definitely doesn’t portray Germany as the paradise on earth awaiting immigrants and refugees.

The refugee issue has become very big now, but that was not my subject. Instead of Germany, the characters in my film could have immigrated to Greece or Switzerland. But there is something similar in Germany and Kosovo: in both cases someone else decides about your life.

Anyway, I’m very happy that you appreciate the ending, because I just felt during the editing process that it was the right way to end the film- and also because you have a child making all this journey and ending up in this nightmare, from which, when he wakes up, the only thing he can do is scream. Moreover, when I was young, I read a play by Brecht, The good man of Szechuan, and I was very impressed. In the end, the main character speaks to the audience and choosing this ending to my film gave me a similar feeling. There was nothing else to tell. The father and the son will be trying and failing, but it was not important anymore and I liked the last line very much: “we have to go”. Many were confused, others loved it, some hated it, though.

Having yourself emigrated at a young age, I assume with your family, how has it been for you adapting to a new society with, perhaps, different mentality and new rules?

It’s true that I have immigrated to Germany, but I received over 1 million Euros to make this film from the State. I am one of the lucky ones. This experience had a huge impact on me, for sure. It changed me from the scratch. It was definitely a fucked-up time, as it is for everybody! When I first heard German people talking, I thought they had no clue what they were talking about, the language sounded to me like Chinese. Like putting my head in a washing machine, while I was trying to understand what those sounds meant.

Of all the characters in your film, which is the one that you feel closer to?

Actually I don’t know! I understand or have sympathy for each of them- there are scenes when I feel closer to one character, or the other.

 
Your film does well, so far, in festivals- either being awarded or, generally, appreciated. I guess this is a reward for you, considering the fact that it is your feature fiction debut.  

In its world premiere in Munich we won 3 out of 4 prizes. And then in Karlovy Vary, we were also awarded. There has hardly been a day without a screening of the film.

Any ideas for your next film?

I was writing the script before our conversation! I don’t know to what extent it’s visible in Babai, but it was quite a hell organizing everything and I’m looking forward to focusing on 2 characters in just 3 or 4 locations- not more. My new film will be about a 45-year-old father of 3 kids working in a company, feeling that his colleagues are not treating him well and somehow experiencing a crisis. It will have nothing to do with Kosovo.

I wish you all the best with Babai and your new film, whenever it is shot and completed!

After having its Greek premiere at the Balkan Survey section of the 56th Thessaloniki International Film Festival earlier this November, Visar Morina’s Babai (Father) will be screened at the Competition section of the 28th Panorama of European Cinema, taking place between the 26th of November and the 2nd of December in Athens.

More info on the festival’s programme http://panoramafest.org/index.php/en/

Visar Morina’s personal website is https://www.visarmorina.de/