Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Dan Georgakas: «Το να είσαι επαναστάτης σημαίνει να μιλάς με παρρησία σε όσους είναι ανίσχυροι»


Ακτιβιστής του αναρχικού χώρου και της Αριστεράς, συγγραφέας, κριτικός κινηματογράφου, ιστορικός, ποιητής, ο Ελληνο-αμερικανός Dan Georgakas παραμένει ακμαίος κι οξυδερκής, παρά τα 77 του χρόνια. Κουβεντιάζουμε μαζί του, με αφορμή το ντοκιμαντέρ του Κώστα Βάκκα Dan Georgakas-Επαναστάτης της Διασποράς, που προβάλλεται στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Πέμπτη 19 και το Σάββατο 21 Μαρτίου.

Πώς ήταν να μεγαλώνεις στη «Greektown» του Ντιτρόιτ στη δεκαετία του ’40; Ποιες είναι οι εντονότερες αναμνήσεις σου από αυτή την εποχή;

Θα χρειαζόταν ένα βιβλίο, προκειμένου να μιλήσω για τους στοχασμούς μου σχετικά με αυτή την περίοδο της ζωής μου, και το έχω γράψει. Ο τίτλος του είναι «My Detroit-Growing Up Greek and American in Motor City». Κινδυνεύοντας να φανεί ότι προωθώ τη δουλειά μου, βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σε ενημερώσω πως η ελληνική έκδοση του βιβλίου θα κυκλοφορήσει αυτή τη χρονιά από τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων». Συνοψίζοντας, όμως, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, στη δεκαετία του ’40 λίγοι Έλληνες ζούσαν στην «Greektown» του Ντιτρόιτ, ή σε άλλες «Greektowns». Οι περισσότεροι ζούσαν σε πολυεθνικές γειτονιές. Στην περίπτωσή μου, σε απόσταση ενός τετραγώνου από το σπίτι μου, είχαμε Γάλλους, Βέλγους, Σικελούς, Λιβανέζους, Σέρβους, Γερμανούς, Πολωνούς, γαλλόφωνους Καναδούς, Σύρους, Σκωτσέζους, Ασκεναζί Εβραίους, λευκούς Αππαλάχιους (hillbillies) και κανονικά αμερικανικά νοικοκυριά. Δεν υπήρχαν πολλές εθνοτικές αντιπαραθέσεις, γιατί καμία ομάδα δεν ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε να κυριαρχεί. Δε συνέβαινε το ίδιο σε όλες τις άλλες πόλεις, αλλά είναι σύνηθες για τους περισσότερους Ελληνο-αμερικανούς. Νωρίς συνειδητοποίησα ότι εμείς που προερχόμασταν από «εθνοτικές» ομάδες διαφέραμε από τον μέσο Αμερικανό. Όχι για καλύτερο ή χειρότερο, απλώς ήμασταν διαφορετικοί. Ό,τι θεωρείτο συχνά ως «φυσιολογικό» (εφηβικά ραντεβού ή διανυκτερεύσεις σε σπίτια φίλων), ήταν κάτι καινούριο για μας και φαγητά όπως το γιαούρτι κι οι ελιές φαίνονταν παράξενα σε εκείνους. Φυσιολογικά αυτό θα άλλαζε αργότερα πολύ. Πηγαίναμε σινεμά μία ή δύο φορές τη βδομάδα. Προβάλλονταν δυο ταινίες τη φορά και μπορούσες να μείνεις και να τις δεις δωρεάν. Μάθαμε πολλά για την αμερικανική κουλτούρα από εκείνες τις ταινίες. Ένας κριτικός έχει αναφερθεί στη γενιά μου ως «Αμερικανούς που διαμορφώθηκαν από τις ταινίες».

Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, υπήρξες ένα από τα πιο επιδραστικά μέλη της αναρχικής ομάδας «Black Mask». Θα μπορούσες να μου πεις για την ιστορία, τις πολιτικές απόψεις και τις δραστηριότητές της; Θεωρείς ακόμη τον εαυτό σου αναρχικό κι αν ναι, με ποιο ρεύμα αναρχισμού ταυτίζεσαι περισσότερο;

Υπήρξα ένα από τα πρώιμα και επιδραστικά μέλη της ομάδας «Black Mask», γράφοντας σε σχεδόν κάθε τεύχος των εντύπων που εξέδιδαν. Ήμαστε ένα καλλιτεχνικο-πολοιτικό γκρουπ που επεδίωκε να επηρεάσει τη «Νέα Αριστερά» στην κατεύθυνση του αντι-ολοκληρωτισμού. Η καλλιτεχνική μας δουλειά ήταν εξίσου σημαντική με τις διαδηλώσεις κι οι ίδιες οι διαδηλώσεις συχνά έμοιαζαν με παραστάσεις. Προσπαθήσουμε να ενώσουμε τις διάφορες αναρχικές μικρο-ομάδες της Νέας Υόρκης σε κοινές δράσεις, αλλά δεν τα καταφέραμε. Στόχος μας πάντοτε το κατεστημένο κι όχι να ανταγωνιστούμε τους επαναστάτες. Μια από τις φωτογραφίες που επέζησαν από την ομάδα μας δείχνει στην πορεία «Wall Street is War Street», η οποία έγινε το 1967, όπου φορούσαμε μαύρες μάσκες και κουβαλούσαμε κρανία.

Ο δικός μου τύπος αναρχισμού παραπέμπει σε εκείνον των Victor Serge, Pyotr Kropotkin και William Morris. Το καλύτερο ίσως θα ήταν να θεωρούμαι σύγχρονος αναρχο-συνδικαλιστής, ή, όπως ο Τσόμσκι κι άλλοι αυτοαποκαλούνται τώρα, ελευθεριακός σοσιαλιστής. Πιστεύω ότι η ιδέα ενός κόμματος της πρωτοπορίας από τη φύση της και αναπόφευκτα οδηγεί στη δικτατορία. Από τη στιγμή που πρέπει να έχουμε κάποιου είδους διακυβέρνηση, η πρόκληση είναι να δημιουργήσουμε μια νέα κοινωνία από τη βάση στην κορυφή και πάντοτε να διατηρούμε όσο περισσότερες διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι εφικτό στο επίπεδο της βάσης.

Συμμετείχες ενεργά στο αντιδικτατορικό κίνημα, επειδή δεν μπορούσες να ανεχτείς την επιστροφή του φασισμού στην Ευρώπη και την Ελλάδα, ακόμη περισσότερο. Στις μέρες μας, περίπου μισό αιώνα αργότερα, η Ακροδεξιά, γενικότερα, κι ο νεοναζισμός, ειδικότερα, φαίνεται ότι έχουν μια αυξανόμενη απήχηση στην ελληνική κοινωνία. Πώς ερμηνεύεις το γεγονός αυτό και πώς σε κάνει να νιώθεις, δεδομένου ότι έχεις στοχοποιηθεί από το νεοϋορκέζικο παράρτημα της αξιοθρήνητης συμμορίας της Χρυσής Αυγής;

Το αφήνω στους Έλληνες να ασχοληθούν με την παράνοια όσων υποστηρίζουν τη Χρυσή Αυγή. Ο αντισημιτισμός είναι απεχθής και σίγουρα υπάρχουν καλύτερες λύσεις για τα «κύματα» μεταναστών χωρίς χαρτιά από εκείνες που προσφέρει η Χ.Α. Στις Η.Π.Α., οργανωθήκαμε εναντίον της Χ.Α., όταν επιχείρησε να συγκροτήσει μια νομότυπη δύναμη στη Νέα Υόρκη. Μια ταινία που έγινε για αυτή από τον Richard Ledes υπήρξε πολύ αποτελεσματική. Ο Richard κατάφερε να κάνει όλα τα τμήματα της ελληνο-αμερικανικής κοινότητας (υπεύθυνους συντηρητικούς, εκκλησιαστικούς ηγέτες, την ΑΧΕΠΑ, δημοσιογράφους και πολλούς αριστεριστές) να αποκηρύξουν αυτά τα άτομα. Το ότι η Χ.Α. απάντησε αποκαλώντας με έναν «διαταραγμένο αναρχικό» ποσώς με απασχολεί. Έχουν εκτοξεύσει πιο σοβαρές απειλές εναντίον άλλων.

Στο κινηματογραφικό «μέτωπο», έχεις εμπλακεί ιδιαιτέρως στο περιοδικό Cineaste από τη «βρεφική» του ηλικία στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Το θεωρείς «σχολείο» τόσο για σένα, όσο και για τους αναγνώστες του, με την πάροδο του χρόνου;

Το περιοδικό «Cineaste» ιδρύθηκε, προκειμένου να προωθήσει ταινίες που οι mainstream κριτικοί αγνοούσαν. Αυτό συνέβη σε μια εποχή, κατά την οποία ελάχιστες ξενόγλωσσες ταινίες προβάλλονταν ευρέως στις Η.Π.Α. κι οι ριζοσπαστικές αμερικανικές ταινίες προβάλλονταν σπάνια.  Ήμαστε περήφανοι που προωθούσαμε ταινίες από αριστεριστές Αμερικανούς και δίναμε σημαντικό χώρο σε ξένους δημιουργούς με παρόμοιες αντιλήψεις. Αναπτύξαμε από νωρίς μια σχέση με τον Κώστα Γαβρά κι έκτοτε εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε επαφή μαζί του. Είχαμε, επίσης, πολύ καλή σχέση με τον Όλιβερ Στόουν. Τόσο ο Γαβράς, όσο κι ο Στόουν, έχουν γράψει για το περιοδικό. Με ενδιαφέρουν, εξάλλου, οι Ελληνο-αμερικανοί δημιουργοί κι έχω πάρει συνεντεύξεις, μεταξύ άλλων, από τον Hermes Pan, χορογράφο του Φρεντ Αστέρ, και τον Ντιν Ταβουλάρης, σκηνογράφο στις περισσότερες ταινίες του Κόπολα. Σε ιστορικό επίπεδο, συμμετείχαμε στην προσπάθεια αποκατάστασης της αναφοράς σε συγγραφείς που είχαν περιληφθεί στη «μαύρη λίστα» και ρίξαμε μια σοβαρή ματιά στις ταινίες τους. Έχουμε γράψει κριτικές για πολλές ταινίες της «Νέας Αριστεράς» και για ριζοσπαστικές ταινίες που ακολούθησαν. Το περιοδικό δεν είχε ποτέ «κομματική» γραμμή σχετικά με την αισθητική ή την πολιτική. Διοικούμαστε ως κολεκτίβα κι οι μεμονωμένοι συγγραφείς έχουν τις δικές τους «φωνές»/ αντιλήψεις, που είναι διαφόρων αποχρώσεων αριστερά του κέντρου. Αντί για μια «σχολή σκέψης» (άλλος ένας –ισμός), επιδιώκουμε να είμαστε κομμάτι μιας εναλλακτικής κουλτούρας.

Έχει περάσει ένας αιώνας από το θάνατο του Joe Hill, ενός από τα πολυτραγουδισμένα μέλη των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW). Έχοντας υπάρξει ένας από τους συγγραφείς του συλλογικού έργου Solidarity Forever: An Oral History of the IWW, πόσο επίκαιροι νομίζεις ότι είναι οι αγώνες τους και γιατί επέλεξες να εντρυφήσεις σε αυτούς;

Αυτό που με τράβηξε σε αυτούς ήταν η εξωπραγματική γενναιότητά τους ως επαναστάτες της εργατικής τάξης. Νομίζω ότι ο αναρχο-συνδικαλισμός τους ήταν πρακτικός και χρήζει επανεξέτασης. Δε νομίζω πως πρέπει να επαναλάβουμε ό,τι έκαναν εκείνοι, αλλά να σκεφτούμε σχετικά με το γενικότερο προσανατολισμό τους. Δεν αποτελεί σύμπτωση πως οι κυβερνητικές διώξεις των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου στη δεκαετία του '20 υπήρξαν πιο σοβαρές από τη μεταγενέστερη καταδίωξη του Κομμουνιστικού Κόμματος των Η.Π.Α. Με μια δίκη, έχωσαν στη φυλακή 100 ηγέτες και φτιάχτηκε μια λίστα, ώστε να φυλακιστεί κάθε γνωστός ακτιβιστής. Πολλοί απάντησαν βγαίνοντας στην παρανομία ή πηγαίνοντας στο Μεξικό, μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα, κάτι που πήρε πολλά χρόνια.

Ποια είναι η γνώμη σου για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στις Η.Π.Α.; Έχει απομείνει καθόλου Αριστερά εκεί έξω, ή επιδραστικές αναρχικές ομάδες; Και ποια είναι η άποψή σου για το λεγόμενο κίνημα «Occupy»;

Πριν από χρόνια, υπήρχε η ταινία «Επαναστάτης χωρίς αιτία». Νομίζω ότι βρίσκει εφαρμογή στις μέρες μας όσον αφορά σε πολλούς Αμερικανούς. Κατανοούν πως το σύστημα δε λειτουργεί, αλλά έχουν επιλέξει να μην αντιστέκονται. Δεν υφίσταται οργανωμένη Αριστερά, αλλά σε μια πόλη υπάρχουν, εδώ κι εκεί, κάποια αριστερίστικα εργατικά συνδικάτα, δυναμικές τοπικές ομάδες, ακόμη και μέλη της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι αναρχικοί κυρίως ασχολούνται με το ασκούν κριτική στο status quo, αντί να χτίζουν το καινούριο στο «κέλυφος» του παλιού, όπως οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου είχαν επιχειρήσει. Το κίνημα «Occupy» υπήρξε πηγή έμπνευσης και πέτυχε να καθιερώσει τη ρητορική του «99% έναντι του 1%», που τώρα είναι αποδεκτή από όλες τις πολιτικές ομάδες, αριστερές ή δεξιές. Το «Occupy» ήταν αναρχικό στη φύση του, αλλά δεν είχε αρκετή οργάνωση, ώστε να διατηρηθεί, από τη στιγμή που η κυβέρνηση άρχισε να του επιτίθεται με σοβαρό τρόπο. Αυτή η επίθεση περιλάμβανε την τοποθέτηση προβοκατόρων στις τάξεις του και ταυτόχρονα την καταστολή όλων των τοπικών εκφάνσεών του.

Υποθέτω ότι παρακολουθείς και την κατάσταση στην Ελλάδα. Αν κι ίσως είναι λίγο πρόωρο, πώς αξιολογείς την παρούσα κυβέρνηση συνασπισμού;

Χωρίς να μπαίνω σε λεπτομέρεις ή να χώνω τη μύτη μου σε μια πολιτική κατάσταση που γνωρίζω μόνο εξ αποστάσεως, θα είχα υποστηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ με ευχαρίστηση. Το πόσα, βέβαια, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποσπάσει από τη γερμανο-φινλανδο-δανέζικη κλίκα μένει να φανεί. Η συνολική πολιτική δυναμική της Ευρώπης πρέπει να αλλάξει. Δύσκολη επιδίωξη, αλλά οι Έλληνες πάντοτε αντιμετωπίζουν καταστάσεις με μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Η άσκηση πίεσης στους ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ να κρατήσουν την πορεία που έχουν χαράξει είναι καλή, αλλά το να τους ξεγράφεις ως αναποτελεσματικούς και μοιρολατρικά συμβιβασμένους φαίνεται πρόωρο, σε αυτή τη φάση. Περιμένω να δω και τι είναι διατεθειμένοι να προτείνουν οι κριτικοί στην κοινή γνώμη ως εναλλακτική πολιτική.

Και, τελικά, ο τίτλος του ντοκιμαντέρ του Κώστα Βάκκα που θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης είναι Dan Georgakas-Επαναστάτης της Διασποράς. Θεωρείς τον εαυτό σου επαναστάτη; Από τι είναι καμωμένοι οι επαναστάτες, τελικά;

Το να είσαι επαναστάτης στην Αμερική, σημαίνει να αναγνωρίζεις ότι ο καπιταλισμός έχει εκπληρώσει τον ιστορικό του ρόλο να καθαιρέσει τη φεουδαλιστική κουλτούρα. Αντί να βελτιώνει το επίπεδο ζωής μας,  ο καπιταλισμός τώρα επιτίθεται σε αυτό κι υιοθετεί πολιτικές που θα μπορούσαν να επιφέρουν μοιραία βλάβη στον πλανήτη. Πολλοί Αμερικανοί το αναγνωρίζουν, αλλά βολεύονται, επειδή φοβούνται πως δεν μπορεί να γίνει τίποτε κι ότι οι ίδιοι προσωπικά μπορούν να επιβιώσουν με ένα λογικό τρόπο. Ένας επαναστάτης δεν αποδέχεται τα δεδομένα του καπιταλισμού κι είναι προετοιμασμένος να αναλάβει προσωπικά ρίσκα λέγοντας «ΟΧΙ» σε απαιτήσεις να συμμορφώνεται πάντα. Στην περίπτωσή μου, ενώ σπούδαζα στο κολέγιο, ήρθα σε επαφή με ριζοσπαστικές ομάδες, των οποίων η ανάλυση της πραγματικότητας φαινόταν πολύ πιο ακριβής από εκείνη που διδασκόμουν στα ακαδημαϊκά πλαίσια. Νομίζω πως ένας επαναστάτης πρέπει να έχει γνώση των βασικών γεγονότων και μια στρατηγική, κάθώς κι ένα οργανωτικό μοντέλο για μια αλλαγή που δε θα αναπαράγει τις στρατηγικές και το οργανωτικό μοντέλο της αυταρχικής κουλτούρας. Το να είσαι επαναστάτης σχετίζεται λιγότερο με το να μιλάς με παρρησία στην εξουσία και περισσότερο με το να μιλάς με παρρησία σε όσους είναι ανίσχυροι, αγνοούν, ή υποτιμούν την εξουσία που θα μπορούσαν να ασκήσουν. Μέχρι να υπάρξει μια αυθεντική και μαζική πολιτιστική επανάσταση, δε νομίζω ότι μια επαναστατική αλλαγή είναι δυνατή. Όταν ήμουν πιο νέος, καλοπροαίρετοι άνθρωποι μου έλεγαν πως οι ιδέες μου θα γίνονταν πιο συντηρητικές, καθώς θα μεγάλωνα. Ανακάλυψα ότι ισχύει το αντίθετο.

Το ντοκιμαντέρ του Κώστα Βάκκα Dan Georgakas-Επαναστάτης της Διασποράς προβάλλεται στα πλαίσια του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Πέμπτη 19 Μαρτίου (αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη, 20:00) και το Σάββατο 21 Μαρτίου (αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη, 12:30).
 
 

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Ahmad Jalali Farahani: «Ως δημοσιογράφος, κινηματογραφιστής και μορφωμένος άνθρωπος, γνωρίζω ότι η θρησκεία είναι εναντίον της δημοκρατίας»


Βασισμένο στην προσωπική ιστορία του θαρραλέου ανεξάρτητου Ιρανού δημοσιογράφου και κινηματογραφιστή Ahmad Jalali Farahani, καθώς και Ιρανών συναδέλφων και φίλων του μέσα κι εξώ από τη χώρα, το Είμαστε δημοσιογράφοι είναι ένα ντοκιμαντέρ-«γροθιά στο στομάχι», το οποίο αποκαλύπτει τις ανελέητες διώξεις που υφίστανται όσοι αγωνίζονται για ελευθερία έκφρασης στο Ιράν. Κουβεντιάζουμε με τον σκηνοθέτη, ενόψει της προβολής του ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Τρίτη 17 και το Σάββατο 21 Μαρτίου.

Θα ήθελες να «φωτίσεις» λίγο την προσωπική σου ιστορία, η οποία αποτελεί τμήμα της αφήγησης του ντοκιμαντέρ κι είναι ενδεικτική της αντιμετώπισης των ανεξάρτητων δημοσιογράφων από το ιρανικό κράτος, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα;
Το Φεβρουάριο του 2010 οι Ιρανικές Μυστικές Υπηρεσίες ανακοίνωσαν τη σύλληψη  7 μελών του «αντεπαναστατικού δορυφορικού δικτύου οργανώσεων και σιωνιστικών Μ.Μ.Ε.», τα οποία, όπως είπαν, συνδέονταν με το αντιπολιτευτικό «Πράσινο Κίνημα». Το υπουργείο είπε ότι οι συλληφθέντες, τους οποίους κατηγόρησε πως είχαν εκπαιδευτεί «σε διάφορες ήπιες ανατρεπτικές τεχνικές και τεχνικές σαμποτάζ στο εξωτερικό», είχαν σχέση με το Radio Farda, ενώ πρόσθεσε ότι κάποιοι από αυτούς είχαν επίσημα προσληφθεί από τις Αμερικανικές Μυστικές Υπηρεσίες. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους ήμουν εγώ. Ήταν η τρίτη φορά που συλλαμβανόμουν. Ήμουν συντάκτης στο ειδησεογραφικό πρακτορείο «Mehr» κι επίσης συνεργαζόμουν με άλλα Μ.Μ.Ε. στο Ιράν.
 
Η δεύτερη σύλληψη συνέβη όταν βρισκόμουν στο αεροδρόμιο Χομεϊνί το Νοέμβριο του 2009 επιστρέφοντας από το Ντουμπάι, οπότε και μου κατέσχεσαν το διαβατήριο. Έπειτα από μια βδομάδα ανακρίσεων, οι Αρχές μου είπαν ότι όλα ήταν εντάξει και θα μπορούσα να συνεχίσω τη ζωή μου. Μου επέστρεψαν ακόμη και το διαβατήριό μου, λέγοντάς μου πως θα μπορούσα να ταξιδέψω, αν το ήθελα.
 
88 μέρες μετά από αυτό το ταξίδι στο Ντουμπάι, 8 αξιωματικοί των Μυστικών Υπηρεσιών ήρθαν στο σπίτι μας. Ήταν νύχτα, 1 ή 2 τα ξημερώματα. Με έδειραν, πήραν όλα τα έγγραφα και τα CD μου, έψαξαν παντού και συνέχιζαν να με ρωτούν «πού είναι τα δολάρια και τα ευρώ σου, πού τα έκρυψες;». Τους πήρε 3 ώρες, έπειτα μου ζήτησαν να ντυθώ και μου είπαν ότι «θα σε πάμε κάπου όμορφα». Μου έδεσαν τα μάτια, μου πέρασαν χειροπέδες και με οδήγησαν με αυτοκίνητο στη φυλακή Evin.
 
Όταν με πήγαν για ανάκριση, τους ρώτησα να μου πουν ποιες ήταν οι κατηγορίες εναντίον μου. Επί 3 μέρες με βασάνιζαν, με παρενοχλούσαν, με ξυλοκοπούσαν. Μπορούσα να αντέξω το ξύλο, αλλά τα ψυχολογικά βασανιστήρια ήταν χειρότερα. Έλεγαν: «’Εχουμε συλλάβει την γυναίκα σου και θα την βιάσουμε». Συνέχιζαν να μου λένε ότι έπρεπε να τους πω με ποιον βρισκόμουν σε επαφή και μου έδινε λεφτά. «Ποιον συνάντησες στο Ντουμπάι;», με ρωτούσαν.
 
Μετά από 3 μέρες, με οδήγησαν στο γραφείο του εισαγγελέα της φυλακής κι εκεί  μου είπαν ότι κατηγορούμουν για δράση εναντίον της εθνικής ασφάλειας μέσω επικοινωνίας με στοιχεία της CIA στο Ντουμπάι. Τους απάντησα πως δε βρισκόμουν σε επαφή με τη CIA, ήμουν εκεί σε συνέντευξη για δουλειά κι ούτε καν έγινα δεκτός, αλλά εκείνοι επέμεναν ότι είχα συναντηθεί με πράκτορες της CIA που με εκπαίδευαν και μου έδιναν λεφτά, προκειμένου να εξωθήσω τους ανθρώπους σε διαδηλώσεις στην επέτειο της Επανάστασης του 1979, να κάψουν αυτοκίνητα, να τραγουδάνε συνθήματα κι έπειτα να τα καταγράψω όλα και να τα στείλω στο Radio Farda και το BBC.
 
Στη φυλακή, μου έλεγαν ότι έπρεπε να ομολογήσω πως είμαι κατάσκοπος. Με αποκαλούσαν «κατάσκοπο», δεν έλεγαν «Jalali Farahani, έλα εδώ». Έλεγαν: «Κύριε κατάσκοπε». Εκεί, μου είπαν ότι είχα λάβει 40 ή 400.000 δολάρια- δε θυμάμαι το ακριβές ποσό- για να το δώσω στους ανθρώπους, ώστε να βγουν στους δρόμους, να φωνάξουν συνθήματα εναντίον του Ανώτατου Ηγέτη και να τραγουδάνε «ο Αλλάχ είναι μεγάλος». Έπειτα ισχυρίστηκαν πως θα κατέγραφα όλα αυτά με το κινητό και την κάμερά μου, μιας κι ήξεραν ότι είμαι κινηματογραφιστής, θα τα μόνταρα και θα τα έστελνα στο Radio Farda, το BBC και τη VOAVoice of America»). Τους ρώτησα πώς μπορεί κάποιος να εκπαιδευτεί μέσα σε 48 ώρες για κάτι τέτοιο και μου απάντησαν: «Για αυτό έγινε η συνάντησή σου στο Ντουμπάι».
 
Ήξεραν, επίσης, ότι προσπαθούσα να κάνω μια ταινία σχετικά με την κατάσταση που βίωναν οι Ιρανοί δημοσιογράφοι με τίτλο «Είμαστε δημοσιογράφοι». Ξεκίνησα να φιλμάρω, όταν ανέβηκε ο Αχμαντινετζάντ στην εξουσία το 2005. Προσπάθησα να γυρίσω ένα underground ντοκιμαντέρ, αλλά δυστυχώς ένας από τους καλύτερους φίλους μου με πρόδωσε κι οι δυνάμεις ασφαλείας με συνέλαβαν, για πρώτη φορά, το 2007.
 
Τον Αύγουστο του 2010, εγκατέλειψα το Ιράν μετά την αποφυλάκισή μου, πρώτα με κατεύθυνση την Τουρκία και μετά την Κοπεγχάγη. Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ CPH-DOX είχε προσκαλέσει εμένα και τη μικρού μήκους ταινία μου «Sofar» σχετικά με τους Ιρανούς ράπερ που διαδήλωναν, και 24 ώρες μετά την προβολή το όνομά μου ήταν στη λίστα της Basij (σημ.: πρόκειται για παραστρατιωτική εθελοντική ομάδα που συγκροτήθηκε στη διάρκεια του καθεστώτος Χομεϊνί, λογοδοτεί στους «Φρουρούς της Ιρανικής Επανάστασης» κι είναι επιφορτισμένη με την καταστολή των διαφωνούντων στη χώρα) με τα άτομα που ήθελαν νεκρά. Τότε η οικογένειά μου κι εγώ αποφασίσαμε να μείνουμε στη Δανία και κάναμε αίτηση για άσυλο.
 
Το 2012, ξεκίνησα να δουλεύω για τη Danish Doc Production ως κινηματογραφιστής και μοντέρ. Μια μέρα, ένας από τους καλύτερους φίλους μου, που είναι στη φυλακή μέχρι σήμερα, μου έστειλε μήνυμα ζητώντας μου να ολοκληρώσω ως σκηνοθέτης το ντοκιμαντέρ «Είμαστε δημοσιογράφοι». Προσπάθησα, λοιπόν, να βρω το υπόλοιπο υλικό της ταινίας στο Ιράν από φίλους μου, ώστε να ολοκληρωθεί η δουλειά. Αλλά τότε οι δυνάμεις ασφαλείας άρχισαν να απειλούν την οικογένειά μου στο Ιράν. Απέλυσαν την αδερφή μου από τη δουλειά της και της είπαν ότι ότι «αν ο αδερφός σου δε σταματήσει, θα τον βρούμε και θα τον σκοτώσουμε».  Ακόμη και τώρα, οι δυνάμεις ασφαλείας συνεχίζουν να απειλούν την οικογένειά μου κι εμένα μέσω e-mail και facebook. Κάποιες φορές μου αφήνουν και σχόλια.

Πρωτοξεκίνησες, λοιπόν, τα γυρίσματα αυτού που αργότερα θα εξελισσόταν σε ντοκιμαντέρ το 2005. Υπήρξαν στιγμές που αισθάνθηκες ότι ήθελες να τα παρατήσεις;
Ξεκίνησα την ταινία το 2005, όταν ο Αχμαντινετζάντ ήρθε στην εξουσία ως Πρόεδρος. Ένιωσα ότι ο δεσποτισμός επέστρεφε με τη μορφή του λαϊκισμού, μετά από μια περίοδο μεταρρυθμίσεων με τον πρόεδρο Χαταμί, πριν το 2005. Άκουγα πολύ καλά τον επερχόμενο ισλαμικό φασισμό να παρελαύνει. Σκέφτηκα πως έπρεπε να κάνω κάτι για την επόμενη γενιά στο Ιράν και τον κόσμο. Στην αρχή, δε σχεδίαζα να σκηνοθετήσω ένα πραγματικό ντοκιμαντέρ για τη δημοσιογραφία στο Ιράν, απλώς κατέγραφα όσα περισσότερα μπορούσα. Το 2008, όπως σου είπα, με συνέλαβαν, ενώ κινηματογραφούσα ένα σεμινάριο για την κατάσταση της δημοσιογραφίας στο Ιράν. Τους υποσχέθηκα ότι θα σταματούσα το φιλμ. Αλλά, όταν ξεκίνησε η προεδρική εκλογή το 2009 κι είδα πόσο ενθουσιασμένοι ήταν οι άνθρωποι ελπίζοντας σε μια μικρή αλλαγή με την εκλογή ενός νέου μεταρρυθμιστή προέδρου, του Μουσαβί,, άλλαξα γνώμη και ξανάρχισα να κινηματογραφώ. Αφότου ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις ενάντια στην εκλογική απάτη, συνέχισα την κινηματογράφηση όχι με επαγγελματικό εξοπλισμό, αλλά με φορητό. Όταν με συνέλαβαν για τρίτη φορά, αισθάνθηκα πως ήθελα να τα παρατήσω κι έκαψα τμήμα του υλικού για λόγους ασφαλείας μερικών φίλων. Όταν, όμως, εγκατέλειψα το Ιράν και πήρα άσυλο στη Δανία το 2012, αποφάσισα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για αυτά τα 10 χρόνια της ζωής μου και των ζωών των φίλων μου, έπειτα από πρόταση ενός από αυτούς που βρισκόταν στη φυλακή. Η ταινία ολοκληρώθηκε το 2014, όταν πήρα αρκετά χρήματα από το Δανέζικο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο.

Ποιος είναι, επομένως, ο στόχος της ταινίας σου;
Όπως ήδη είπα, θέλω να μιλήσω στην επόμενη γενιά όχι μόνο στο Ιράν, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο σχετικά με την πραγματική κατάσταση στη χώρα. Θα πρέπει να ξέρουν ότι η μορφωμένη μεσαία τάξη στο Ιράν δε συμφωνεί με το ισλαμικό καθεστώς κι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους περισσότερους Ιρανούς και τους μουλάδες. Αν μια μέρα τα εγγόνια μου με ρωτήσουν «Τι έκανες την περίοδο του καθεστώτος του Αχμαντινετζάντ;», μπορώ να τους δείξω την ταινία. Ξέρω πως κάποια στιγμή το καθεστώς θα πέσει κι η επόμενη γενιά στο Ιράν και τον κόσμο θα έχει μια καταγραφή αυτών των ημερών. Βεβαίως, υπάρχει πολύ οπτικοακουστικό υλικό στο ίντερνετ σχετικά με τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά η ιστορία δείχνει ότι τα γεγονότα ξεχνιούνται εύκολα κι είναι ευθύνη μου ως δημοσιογράφου και κινηματογραφιστή να κάνω κάτι για τη μνήμη.

Τόσο εσύ, όσο κι άλλοι Ιρανοί δημοσιογράφοι, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα στη διάρκεια του καθεστώτος του Αχμαντινετζάντ, αντιμετώπισαν προβλήματα ενσωμάτωσης, καθώς και ψυχικής υγείας. Σε ό,τι σε αφορά, βελτιώθηκε κάπως η κατάσταση; Αισθάνεσαι ασφαλής κι ικανός να κάνεις τη δουλειά σου, όπως την έχεις οραματιστεί, στη Δανία;
Ειλικρινά όχι! Ακόμη κι αν εδώ στη Δανία ζω σε μια ελεύθερη χώρα με ελευθερία λόγου κ.λπ., νιώθω ότι δεν έχει σημασία για τη δανέζικη κυβέρνηση και τους Δανούς ποιος είμαι και γιατί είμαι εδώ. Νομίζουν απλώς πως μου αρκεί που μου επιτρέπεται να μένω εδώ και για αυτό το λόγο περιμένουν να είμαι ευγνώμων. Μια μέρα, όταν είπα σε κάποιο μέλος του προσωπικού της τοπικής αυτοδιοίκησης ότι είμαι δημοσιογράφος και κινηματογραφιστής κι επομένως δεν μπορώ να εργαστώ ως υπάλληλος, λόγω της αποστολής μου για τη χώρα μου, απάντησε: «Κάνεις λάθος! Για μένα είσαι απλώς ένας αριθμός δελτίου ταυτότητας». Βλέπεις, εδώ χρειάζεται να παλέψω, για να είμαι δημοσιογράφος και κινηματογραφιστής. Αν κι είμαι στρατιώτης της δημοκρατίας κι έχασα τη ζωή, το μέλλον, τη δουλειά και το δελτίο ταυτότητάς μου στη χώρα μου, οι Δανοί με αντιμετωπίζουν ως ξένο κάθε μέρα, λες και νομίζουν ότι θέλω να κλέψω τη χώρα και τα υπάρχοντά τους. Από την άλλη, πρέπει να προσπαθήσω να μάθω μια καινούρια γλώσσα, μια καινούρια κουλτούρα και μια καινούρια κοινωνία.

Ο καινούριος Πρόεδρος του Ιράν Ρουχανί έχει περιγραφεί ως πολιτικά μετριοπαθής και μεταρρυθμιστής. Από όσο γνωρίζεις, τι έχει αλλάξει μετά την άνοδό του στην εξουσία το 2013 όσον αφορά την ελευθερία του τύπου στο Ιράν;
Τίποτα δεν έχει αλλάξει κι η κατάσταση είναι χειρότερη από πριν. Το καθεστώς θέλει να πετύχει μια συμφωνία με την Ομάδα των 5+1 (σημ.: πρόκειται για μια ομάδα αποτελούμενη από τις 6 υπερδυνάμεις- Η.Π.Α., Κίνα, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και Γερμανία- που διεξάγουν διπλωματικές συνομιλίες με το Ιράν σχετικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα) και για αυτό προσπαθεί να καταστείλει τα Μ.Μ.Ε. και τους διανοούμενους στο Ιράν περισσότερο για να διατηρήσει το status quo στη χώρα. Μετά τον Ρουχανί απαγόρευσαν περισσότερα Μ.Μ.Ε. και συνέλαβαν περισσότερους δημοσιογράφους από ότι στο παρελθόν. Ο νέος Πρόεδρος είναι απλώς μια διακοσμητική παρουσία αποδεκτή από τη Δύση.

Θα ήθελα, τέλος, το δημοσιογραφικό σου σχόλιο για το μακελειό στη Charlie Hebdo, καθώς και τη διπλή επίθεση από εξτρεμιστές ισλαμιστές στην Κοπεγχάγη προ μερικών εβδομάδων, άλλη μια απόδειξη της ανάδυσης του φονταμενταλισμού στις μέρες μας- τόσο του χριστιανικού, όσο και του ισλαμικού.
Ως δημοσιογράφος, κινηματογραφιστής και μορφωμένος άνθρωπος, γνωρίζω πολύ καλά ότι η θρησκεία είναι εναντίον της δημοκρατίας. Δε θέλω να πω πως όλα τα προβλήματα στον κόσμο οφείλονται στη θρησκεία ή τους θρησκευόμενους, αλλά ότι η θρησκεία δεν μπορεί να προστατέψει το σύγχρονο πολιτισμό και τις δημοκρατικές αξίες. Ασφαλώς καταδικάζω έντονα όσα συνέβησαν στη Γαλλία κι εδώ. Εννοώ, όμως, πως πρέπει να ψάξουμε βαθιά τους λόγους για αυτές τις λανθασμένες αντιδράσεις. Μπορώ να δω πόσο αναπτύσσονται στο δυτικό κόσμο ο ρατσισμός κι ο σοβινισμός, όπως συμβαίνει με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό στη Μέση Ανατολή. Και τα δύο αυτά κινήματα είναι εναντίον της ελευθερίας του λόγου ως αξίας της δημοκρατίας και της νεωτερικότητας. Ο δημοσιογράφος κι η δημοσιογραφία είναι τα πρώτα θύματα αυτής της κατάστασης. Πραγματικά θέλω να κάνω μια ταινία σχετικά με αυτό το μεγάλο ερώτημα: «Ο τρόμος στην Κοπεγχάγη και το Παρίσι ήταν δράση ή αντίδραση;».

Το ντοκιμαντέρ του Ahmad Jalali Farahani Είμαστε δημοσιογράφοι προβάλλεται στα πλαίσια του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Τρίτη 17 Μαρτίου (αίθουσα Σταύρος Τορνές, 23:00) και το Σάββατο 21 Μαρτίου (αίθουσα Παύλος Ζάννας, 20:00).
 

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Πάολα Ρεβενιώτη: «Μου αρέσει να δημιουργώ νοσταλγίες, όχι να ζω με αυτές»


Ακτιβίστρια για τα LGBT δικαιώματα, εκδότρια του θρυλικού περιοδικού Κράξιμο, δημοσιογράφος, φωτογράφος, σκηνοθέτρια, η Πάολα Ρεβενιώτη είναι ένας άνθρωπος με άποψη, που δε «μασά» τα λόγια του. Την συναντήσαμε στα Εξάρχεια, παρέα με την αγαπημένη της σκυλίτσα, την Λούση, με αφορμή το μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ Καλιαρντά, το οποίο σκηνοθέτησε με τη συνεργασία της Paola Team Documentaries και χρησιμοποιεί ως βασικό θεματικό του άξονα τα «καλιαρντά», την κρυφή, δηλαδή, γλώσσα των ομοφυλόφιλων από τη δεκαετία του ’40 μέχρι τη Μεταπολίτευση. Τα Καλιαρντά κάνουν την πρεμιέρα τους στο 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Κυριακή 15 Μαρτίου.

Να ξεκινήσουμε από τις κινηματογραφικές σου περιπλανήσεις. Η ενασχόληση με το γύρισμα ντοκιμαντέρ πώς γεννήθηκε ως ανάγκη;
Ποτέ δεν έχω κάτσει να σκεφτώ πώς ξεκίνησαν ορισμένα πράγματα. Είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει να εκφράζεται και να δημιουργεί. Ποτέ μου δεν ένιωσα καλλιτέχνις. Κι όταν μου το λένε, τους απαντώ: «Εγώ καλλιτέχνις;». Δεν το έχω συνειδητοποιήσει. Από την άλλη, απλώς αγαπούσα τα ντοκιμαντέρ, πάντοτε ονειρευόμουν να κάνω ταξιδιωτικά ντοκιμαντέρ. Ξεκίνησα, λοιπόν, γυρίζοντας μερικά για την αρχαία Ελλάδα, πράγμα όχι εύκολο, γιατί έπρεπε να ερευνήσω, ώστε να δω και τις δυνατότητές μου. Βλέποντας ότι με «παίρνει», χωρίς να γελοιοποιούμαι, έπειτα ξεκίνησα τα «κοινωνικά», ας πούμε, ντοκιμαντέρ. Ζούσα, για παράδειγμα, σε μια περιοχή με πολλούς μετανάστες, άκουγα διάφορα για αυτούς, κι έτσι μια μέρα πήρα την κάμερα και πήγα να κάνω ρεπορτάζ. Είδα και την αγάπη του κόσμου, είναι και κάτι που με βοηθάει να μη «σκουριάζω», να νιώθω πως κάνω κάτι δημιουργικό. Τα τελευταία ντοκιμαντέρ τα έχω κάνει με ορισμένα πολύ αξιόλογα, ταλαντούχα κι οργανωτικά παιδιά που σέβονται και αγαπούν αυτό που κάνουν, και, το κυριότερο, σέβονται κι αγαπούν εμένα. Όταν υπάρχει «χημεία» με τους συνεργάτες σου, κάνεις ωραία πράγματα.
Τα Καλιαρντά ήταν κάτι που «έτρεχες» στο μυαλό σου;
Ήθελα να κάνω ένα μικρό ντοκιμαντέρ για τα καλιαρντά, αλλά, από τη στιγμή που ξεκίνησα, διαπίστωσα ότι δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ για τα καλιαρντά, αλλά για μια τεράστια εποχή της ομοφυλόφιλης ζωής στην Ελλάδα, από πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη Μεταπολίτευση. Για αυτό, μέσα από τα «Καλιαρντά» δε φαίνεται μόνο η γλώσσα, αλλά και μια ολόκληρη εποχή. Με τα καλιαρντά μεγάλωσε χιλιάδες κόσμος. Ήθελα, λοιπόν, να τιμήσω, σε πείσμα των σύγχρονων ακτιβιστών, οι περισσότεροι από τους οποίους ό,τι κάνουν το κάνουν για να έχουν κάποιο όφελος πλέον, αυτές τις λαϊκές αδερφές που έτρεχαν στα πάρκα και τσακωνόντουσαν με την αστυνομία, οι οποίες δημιούργησαν αυτή τη γλώσσα, για να διεκδικήσουν την καύλα τους. Δεν ήθελα να αφήσω όλο αυτό να περάσει στη λήθη.
Είναι κι ένας φόρος τιμής στον Ηλία Πετρόπουλο; Επειδή κι εκείνος είχε ασχοληθεί με το αντικείμενο με το δικό του, μοναδικό τρόπο.
Όχι ακριβώς. Εκείνος απλώς τα κατέγραψε. Εγώ κατέγραψα την εποχή που δημιούργησαν τα καλιαρντά.
Τον Πετρόπουλο τον είχες γνωρίσει κι είχατε συνεργαστεί, βέβαια.
Τον είχα γνωρίσει. Ήμουν και πιτσιρίκα τότε, ξέρεις. Τους σημαντικούς ανθρώπους δεν τους παίρνεις και τόσο στα σοβαρά. Ήταν ένας άνθρωπος που πραγματικά με αγαπούσε. Τον είχα γνωρίσει, 16-17 χρονών, σε ένα οτοστόπ που έκανα με μια φιλενάδα μου. Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του να πάμε μέχρι την Ομόνοια μιλώντας στα καλιαρντά, κάναμε κάπου λάθος, και πετάγεται ο Πετρόπουλος λέγοντάς μας «κορίτσια, δεν είναι έτσι». Έπειτα μας συστήθηκε. Μετά από χρόνια, όταν άρχισα να εκδίδω το «Κράξιμο», μόνος του ο Πετρόπουλος με πλησίασε. Το θεωρούσε πολύ ξεχωριστό να γράφει στο περιοδικό μου, παρά να του ζητάνε στο «Βήμα». Ήταν σημαντική προσωπικότητα και σπουδαίος λαογράφος. Από την άλλη, παρότι τον γνώριζα, δεν τον «εκμεταλλεύτηκα», με την έννοια να μου στέλνει κείμενα για το περιοδικό. Πιτσιρίκα ήμουν, ό,τι χρήματα έβγαζα τα έβαζα σε αυτό. Δεν έδινα και πολλή σημασία.
Νοσταλγείς την περίοδο του Κραξίματος;
Όχι. Δεν έχω μάθει ποτέ μου να νοσταλγώ το παρελθόν. Αν αρχίσεις να νοσταλγείς το παρελθόν, κάτσε στον καναπέ σου και μη μιλάς. Φυσικά θυμάμαι ωραίες εποχές, αλλά μου αρέσει να δημιουργώ νοσταλγίες, όχι να ζω με αυτές.
Τα καλιαρντά έχουν επιβιώσει κάπως;
Τα καλιαρντά τελείωσαν, παρά τη σεξουαλική απελευθέρωση και την ορατότητα των ομοφυλόφιλων. Τα καλιαρντά έπαψαν να υπάρχουν, αναφέρεται και στο ντοκιμαντέρ, όταν οι ομοφυλόφιλοι αποφάσισαν να μην τους λένε «πούστηδες», να μην τις λένε «φτερούδες», αλλά να αποκαλούνται gay, ώστε να αποκτήσουν ορατότητα. Από τότες που δημιουργήθηκε το ομοφυλόφιλο κίνημα, προσπάθησε βάναυσα και με άσκημο τρόπο να εξαφανίσει τα καλιαρντά, γιατί, καλώς ή κακώς, είχε τις ενοχές του, και χωρίς να σεβαστεί την παράδοση ενός ολόκληρου χώρου. Για αυτό κι ήταν υποχρέωσή μου να τα ξαναφέρω στην επιφάνεια.
Σε απασχολεί να τύχει το ντοκιμαντέρ ευρύτερης διανομής;
Με απασχολεί, γιατί η ομάδα είναι πιτσιρίκια, πρέπει να έχουν ένα έναυσμα, για να κάνουν πράγματα. Εγώ δεν έχω αυτό το «ψώνιο».
 
Τι έχει αλλάξει από την εποχή που πρωτοϋπήρξες ενεργή στο ακτιβίστικο επίπεδο;
Απλώς η εποχή μας έγινε πιο ανεκτική. Βλέπεις πολλά πιτσιρίκια που έχουν πλέον ένα πολιτικό λόγο, κι αυτό είναι θαυμάσιο. Από την άλλη, έμεινε αντιερωτική, γιατί νομίζω ότι περνάμε μια μεταβατική περίοδο. Την εποχή των καλιαρντών, το να γαμήσει κάποιος άντρας έναν άλλο άντρα σήμαινε πως είναι διπλά άντρας, δεν υπήρχε καμία ενοχή. Από τη στιγμή που η σεξουαλικότητα στον Έλληνα, ο οποίος είναι τελείως αναρχικός στην καύλα του, μπήκε σε «κουτάκια», αυτόματα ενοχοποιήθηκε ένα μέρος των σεξουαλικών επιλογών. Τι είναι άντρας, τελικά; Την έχουμε υπερεκτιμήσει τη λέξη.
Για κάποιο διάστημα είχες εμπλακεί και στη θεσμική πολιτική μέσα από την υποψηφιότητά σου με τους «Οικολόγους Εναλλακτικούς». Τι σου άφησε αυτή η εμπειρία;
Από τη μία, με ψήφισε αρκετός κόσμος. Από την άλλη, υπήρξε μια τραυματική εμπειρία. Μου φέρθηκαν βάρβαρα μέσα στους Οικολόγους. Δεν μπορούσαν να ανεχτούν ότι, για να επιβιώσω, έκανα πεζοδρόμιο. Κι αν ζητούσες δουλειά, δε θα σου έβρισκε κανείς. Θα προτιμούσαν έναν «καθωσπρέπει» υποψήφιο. Αλλά για εκείνη την περίοδο ήταν μια πρωτοποριακή και σημαντική διαδικασία. Ήταν μια εποχή που δεν υπήρχε τόσο έντονη ομοφοβία.
Θεωρείς ότι στις μέρες μας είναι εντονότερη; Ή έχει πάρει άλλο χαρακτήρα;
Τότες όλοι οι άντρες «είχαν τη φωλιά τους χεσμένη», δεν υπήρχε άντρας που να μην έχει «πάει» με άλλον, η ομοφυλοφιλία ήταν διάχυτη παντού. Τι ομοφοβία να είχε; Κομπλεξικοί, μαλάκες κι υποκριτές ήταν. Τώρα που δεν έχουν την παιδεία αυτή και τις εμπειρίες, μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερο ποσοστό ομοφοβίας, αν κι η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ ομοφοβική.
Τώρα, πώς τα βλέπεις τα πράγματα, μετά και την πολιτική αλλαγή του τελευταίου διαστήματος;
Ελπίζω. Κι εγώ στήριξα τον ΣΥΡΙΖΑ, τον ψήφισα.
Πέρα από το κομμάτι της θεσμικής πολιτικής, αισθάνεσαι ότι υπάρχει κάτι που κινείται σε «τροχιά» εξόδου από το ζόφο των τελευταίων ετών;
Δεν είμαι πολύ αισιόδοξη, γιατί δεν υπάρχει χρήμα. Το βλέπεις και στον κόσμο, έχει γίνει πιο κακός, πιο ανυπόφορος. Αν στερήσεις από τον Έλληνα το πορτοφόλι από την τσέπη, βγάζει τον κακό του εαυτό. Για αυτό βλέπουμε και την άνοδο της Χρυσής Αυγής, και τόσα άλλα γύρω μας. Ελπίζω, όμως. Για να δούμε.
Ακροδεξιά, πάντοτε υπήρχε, ωστόσο, στην Ελλάδα. Απλώς ήταν, ως επί το πλείστον, ενσωματωμένη στον «εθνικό κορμό».
Πάντοτε υπήρχε. Τώρα, όμως, αποθρασύνθηκαν. Δεν είναι οι παραδοσιακοί αστοί φασίστες, όπως επί Παπαδόπουλου. Αυτοί είναι αλήτες κι αγράμματοι. Σκατάνθρωποι, με λίγα λόγια. Βρήκαν στη Χρυσή Αυγή στέγη, για να βγάλουν την αρρώστια και τη σκατοψυχιά τους. Κι αυτό που μας σώζει είναι πως δεν είναι έξυπνοι. Φαντάσου, αν ήταν έξυπνοι. Με την κρίση θα είχαν 20%.
Έχουν, όμως, κοινωνικό έρεισμα.
Ο Έλληνας δεν είναι για τέτοια. Εδώ βασιλιά δεν μπόραγε, θα μπορέσει με φασίστες;
Να μιλήσουμε λίγο και για τα Εξάρχεια. Τα έχεις ζήσει επί χρόνια.
Τα Εξάρχεια τα θυμάμαι σαν τα καλύτερα ερωτικά μου χρόνια. Ήμουν μικρούλα, ομορφούλα κι ερωτικιά.
Πόσα χρόνια έζησες εδώ;
16. Αλλά και πριν μείνω, πάντοτε ερχόμουν στα Εξάρχεια. Από πολιτική άποψη, δε θέλω να είμαι αχάριστη, έμαθα, κι αυτό γιατί έκανα παρέα και με φοιτητές και με μορφωμένα άτομα. Από την άλλη, όμως, περισσότερα έμαθαν εκείνα από εμένα. Έχω την έπαρση να το πω μετά από χρόνια. Δεν είμαι σεμνή, για να το κρύψω.
Τώρα πώς τα βιώνεις; Τι σε ενοχλεί περισσότερο στην περιοχή;
Το ότι δε βρίσκεις ανθρώπους να πεις εύκολα μια κουβέντα. Βλέπω πως πλέον δεν ταιριάζω με αυτό τον κόσμο, της πλατείας. Από την άλλη, δεν έχω τίποτε με τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Αντίθετα. Στην Κομοτηνή με είχε καλέσει μια αντιεξουσιαστική ομάδα- καταπληκτικά παιδιά όλα τους, όμορφα, καλοφτιαγμένα, περιποιημένα, χωρίς τη μαυρίλα, τη μιζέρια και τον αντιερωτισμό που είχε η προηγούμενη γενιά και μερικοί των Εξαρχείων τώρα. Το ίδιο και στην Κρήτη, σε μια άλλη κατάληψη, όπου με είχαν προσκαλέσει. Ήταν όλοι τους καταπληκτικοί. Εξοικειώνονται, σιγά σιγά, αλλά περισσότερο παρέες, ομάδες. 

Η κυρίαρχη «ανθρωπογεωγραφία» της πλατείας Εξαρχείων, πάντως, δεν ενθαρρύνει υγιείς κοινωνικο-πολιτικές σχέσεις.
Μα επιτρέπεται να πουλάνε έναν «παπά» 10 ευρώ σε πιτσιρίκια σε έναν, υποτίθεται, εναλλακτικό χώρο και να έχουν θησαυρίσει; Δε γίνεται να υπάρχει μια τόσο σκληρή εκμετάλλευση πάνω στη φούντα, που είναι ένα χορταράκι, και σε άλλες συνοικίες να είναι πιο φτηνά. Υπάρχει, επίσης, πολλή αντρίλα, πολλή μαγκιά, «να τους γαμήσουμε τους μπάτσους τους πουσταράδες». Ή βλέπω κοπελίτσες να φωνάζουν τους μπάτσους «μουνιά». Τι έχει το μουνί και το υποτιμάς; Δε σε καταλαβαίνω.
Υπάρχει, εξάλλου, πολλή, κι ίσως ανομολόγητη, ομοφοβία, ακόμη και σε πολιτικούς χώρους που, κατά τα άλλα, θέλουν να χαρακτηρίζονται ριζοσπαστικοί.
Αυτό είναι μια ιδιαίτερη ομοφοβία σε σχέση με τον «απλό λαό». Γιατί το λαϊκό παιδί θα πάει με έναν άντρα, ενώ ο πιο πολιτικοποιημένος, αναρχικός ή αριστερός, θα το σκεφτεί πολύ, και μέχρι τότε θα έχει ξεκαυλώσει.
Και δε συνάδει καθόλου με τα, κατά άλλα, ριζοσπαστικά πολιτικά σου προτάγματα. Γιατί, όταν θίγονται τέτοια θέματα, επικρατεί μια αμήχανη σιωπή.
Παγωμάρα. Κομπλεξικούς θα τους πω. Δεν μπορείς να ονειρεύεσαι μια κοινωνία ισότιμη, και όσον αφορά στη σεξουαλικότητα, που είναι το φαΐ και το γαμήσι, να συμπεριφέρεσαι έτσι στον εαυτό σου και το κορμί σου.
Τα Καλιαρντά της Πάολας Ρεβενιώτη και της κινηματογραφικής ομάδας Paola Team Documentaries προβάλλονται στα πλαίσια του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Κυριακή 15 Μαρτίου (αίθουσα Φρίντα Λιάππα, 20:30) και την Τρίτη 17 Μαρτίου (αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, 17:30).