Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Jonas Carpignano: «Όσο πιο πολύ αποδομούμε την απαρχαιωμένη ιδέα των συνόρων, τόσο καλύτερα θα είμαστε»


Αντλώντας έμπνευση από τις συγκρούσεις που ξέσπασαν το 2010 στην ιταλική πόλη Rosarno ανάμεσα σε Αφρικανούς μετανάστες, κατοίκους της περιοχής και της αστυνομίας, ο Jonas Carpignano φιλοτεχνεί με το Mediterranea, το μυθοπλαστικό μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, μια διεισδυτική και πολυδιάστατη σπουδή χαρακτήρων, με έμφαση στο φαινόμενο της μετανάστευσης. Καθηλωτικές οι ερμηνείες από το, ως επί το πλείστον, μη επαγγελματικό cast, με προεξάρχοντα τον χαρισματικό Koudous Seihon, μετανάστη από την Μπουρκίνα Φάσο, στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ayiva. Eπικοινωνιακά καταιγιστικός και με άποψη, ο 32χρονος Ιταλός σκηνοθέτης υπήρξε ένας πολύ ενδιαφέρων συνομιλητής. Η ταινία του προβάλλεται από τις 28 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους.

Η ταινία σου εμπνέεται από τις φυλετικές ταραχές που ξέσπασαν στην πόλη Rosarno της Ιταλίας το 2010. Γιατί αποφάσισες να βρεθείς εκεί; Αισθανόσουν ηθική υποχρέωση;

Εκείνο τον καιρό με ενοχλούσε το γεγονός ότι ο σύγχρονος ιταλικός κινηματογράφος δεν κρατούσε απαραιτήτως έναν καθρέφτη απέναντι στο πώς είναι η ιταλική κοινωνία σήμερα. Το εμπορικό σινεμά, κυρίως, δε δείχνει πώς αλλάζει το τοπίο, οι ιστορίες που αφηγείται έχουν κωμικό χαρακτήρα, δεν υπάρχει μαύρος πρωταγωνιστής, ενώ σπάνια δίνονται τρίτοι και τέταρτοι ρόλοι στους χαρακτήρες μαύρων. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι είχε φτάσει η ώρα να αφηγηθώ μια ιστορία που συμβαίνει σε αυτήν τη χώρα, η οποία επίσης αφορά την εμπειρία των μαύρων. Έτσι, μόλις συνέβη η εξέγερση στο Rosarno, μου φάνηκε πως είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να πάω εκεί. Ήταν η πρώτη φορά που μια αφρικανική κοινότητα αποφάσιζε να κάνει ορατή την παρουσία της. Και για μένα αυτή υπήρξε η τέλεια συγκυρία να κάνω μια ταινία από τη δική της οπτική γωνία.

Πώς πρωτοήρθες σε επαφή με τον πρωταγωνιστή σου, τον Koudous Seihon;

Έχοντας φτάσει στο Rosarno λίγο αφότου έλαβε χώρα η εξέγερση των μεταναστών, ήταν πολύ δύσκολο να έρθω σε επαφή με τον οποιονδήποτε: παντού βρίσκονταν τόσοι πολλοί δημοσιογράφοι, ο καθένας ήθελε να «βγάλει» μια ιστορία από ό,τι συνέβαινε κι αυτό αυτομάτως δημιουργούσε ένα εμπόδιο στο να διατηρήσεις τη δυναμική ανάμεσα στον συνεντευκτή και τον συνεντευξιαζόμενο. Η επιθυμία μου ήταν να γίνω φίλος με αυτούς τους ανθρώπους, να ζήσω στην πραγματικότητα μαζί τους, βλέποντας τα πράγματα από τη δική τους σκοπιά. Επέστρεψα, λοιπόν, ένα χρόνο αργότερα, για να διεξάγω έρευνα μόνος μου και να συγκεντρώσω αρκετό υλικό, ώστε στη συνέχεια να γυρίσω μια ταινία μικρού μήκους (σημ.: ο τίτλος της είναι A Chiana). Ήταν δύσκολο να κάνω το casting γι’ αυτήν τη μικρού μήκους ταινία. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στην εξέγερση και ζούσαν στην περιοχή ήταν οι πιο κατάλληλοι και τους βρήκα στην πρώτη επέτειο των γεγονότων. Έτσι, όταν έφτασα εκεί, συνάντησα τον Κoudous αμέσως. Η ισχυρή του παρουσία «έγραφε» στην οθόνη.



Πλάθεις περίπλοκους χαρακτήρες. Αντανακλά αυτή η επιλογή τους ανθρώπινους χαρακτήρες που γνώρισες στο Rosarno ή ήταν σημαντικό για σένα ως κινηματογραφιστή να αποτυπώσεις μια πιο ποικίλη εικόνα των ανθρώπων, των στρατηγικών επιβίωσής τους, των εσωτερικών τους συγκρούσεων, των ηθικών τους διλημμάτων, του τρόπου απάντησης σε ρατσιστικές συμπεριφορές;

Ισχύουν και τα δύο. Καθένας υποδύεται κάποια εκδοχή του εαυτού του. Οι ηθοποιοί δεν είναι, επομένως, κάποιοι άλλοι, είναι ο εαυτός τους. Δε θα τους έβαζα να κάνουν κάτι που δε θα έκαναν υπό φυσιολογικές συνθήκες. Επέλεξα τους συγκεκριμένους χαρακτήρες, ώστε ακριβώς να υπάρχει αυτή η ποικιλία.. Έτσι, τελικά η ταινία είναι πολύ ρεαλιστική και ακριβής σε σχέση με τα όσα και όσους απεικονίζει.

Πώς ήταν συνεργασία μαζί τους;

Δε αντιμετώπισα κάποιο πρόβλημα, γιατί, όπως μόλις σου είπα, δε χρειαζόταν να τους πω να συνδεθούν συναισθηματικά με τους χαρακτήρες, έπαιζαν τους εαυτούς τους. Οπότε αντιμετώπισα την παραδοσιακή πρόκληση, την εύρεση, δηλαδή, του «σκελετού» της ιστορίας και την ανάδειξη της αλήθειας των χαρακτήρων. Ποτέ δε χρειαζόταν να αναζητήσουν κάτι που δεν αποτελούσε κομμάτι τους. Και την ίδια στιγμή έπρεπε να αισθάνονται άνετα εντός της δομής της δημιουργίας μιας ταινίας. Προκειμένου να συμβεί αυτό, κάναμε πρόβες και περάσαμε πολύ ώρα με τους ηθοποιούς.



Το φιλμ αποπνέει μια «αίσθηση» Τζον Κασσαβέτη, κάτι από cinéma vérité. Ήταν μια επιρροή σου, ή απλώς προέκυψε φυσικά, γιατί είναι αυτός ο τρόπος που προτιμάς να κινηματογραφείς;

Αγαπώ τον Κασσαβέτη και θα ήθελα να μπορώ να μιμηθώ την προσέγγισή του. Πήρε όλους αυτούς τους σπουδαίους ηθοποιούς και φίλους τους και τους έδωσε ρόλους που ήταν τέλειοι για εκείνους. Γι’ αυτό κι εγώ προσπάθησα στην ταινία να τοποθετήσω τους ηθοποιούς μου σε καταστάσεις και να δημιουργήσω σκηνές, οι οποίες θα έβγαζαν τα καλύτερα στοιχεία τους στην επιφάνεια. Ο Κασσαβέτης μιλούσε για πολύ πιο οικουμενικές αλήθειες. Πιστεύω ότι στο μέλλον οι θεατές δε θα βλέπουν την ταινία μου ως μια ιστορία μετανάστευσης, αλλά ενός άντρα. Ο Κασσαβέτης είχε την εκπληκτική ικανότητα να απευθύνεται στον καθένα, γι’ αυτό κι υπήρξε μια ιδιοφυία.

Μιλώντας για το κοινό, ποιες ήταν οι μέχρι τώρα αντιδράσεις του και τι θα περίμενες ή θα έλπιζες εσύ;

Επειδή η ταινία δεν ασχολείται με αυτό ακριβώς που συμβαίνει- το οποίο δε συμβαίνει μόνο στην Ιταλία, αλλά και οπουδήποτε αλλού- αλλά εστιάζει σε έναν μεμονωμένο χαρακτήρα, το ταξίδι και την εμπειρία του, την κατάφαση στη ζωή που τον χαρακτηρίζει, αυτό επιτρέπει στους θεατές να «διαβάσουν» την κατάσταση της χώρας τους μέσω αυτού. Το να είσαι σε επαφή με έναν χαρακτήρα, κι όχι ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο, ενθαρρύνει στους ανθρώπους να συνδεθούν. Ήταν πιο σημαντικό να κάνω μια ταινία για έναν χαρακτήρα, παρά για τον κόσμο γύρω του. Γι’αυτό κι υπάρχει ανταπόκριση από χώρες όπως η Ουγγαρία και, ελπίζω, η Ελλάδα, γιατί κι εκεί βλέπετε να συμβαίνουν αντίστοιχες ιστορίες στην «πίσω αυλή» σας. Η συναισθηματική ακρίβεια επιτρέπει την οικουμενικότητα, κι αυτήν επιδιώκω ως κινηματογραφιστής.

Πολλά γράφονται και λέγονται σχετικά με το μεταναστευτικό ζήτημα, ενώ υπάρχει και πολλή υποκρισία στην Ευρώπη. Ποια είναι η γνώμη σου για όσα συμβαίνουν- κι όχι μόνο ως κινηματογραφιστής;

Η μετανάστευση και η επιθυμία των ανθρώπων να μετακινηθούν σε άλλα μέρη είναι κάτι φυσιολογικό και ανθρώπινο, και ανέκαθεν συνέβαινε, ιδίως όταν η ζωή τους διέτρεχε άμεσο κίνδυνο. Δεν πιστεύω στο κλείσιμο των συνόρων. Όσο πιο πολύ αποδομούμε αυτήν την απαρχαιωμένη ιδέα του εδάφους, των συνόρων, τόσο καλύτερα θα είμαστε. Γιατί, τελικά, ζούμε σε μια κοινωνία, όπου, μέσα κι από το ίντερνετ, είμαστε σήμερα πιο συνδεδεμένοι απ’ όσο υπήρξαμε ποτέ. Υπάρχει πολύς θρήνος για το τέλος των τοπικών πολιτισμών- κι αυτό έχει μια βάση- αλλά, από την άλλη, υπάρχει η οικουμενικότητα της γλώσσας και της επικοινωνίας, γεγονός πολύ θετικό.



Όσο πιο ισχυρός γίνεται ο κόσμος, τόσο πιο σημαντικό είναι να κερδίσουμε κάποιου είδους σωματική εγγύτητα του ενός στον άλλο. Είναι λίγο υποκριτικό να λες στους Αφρικανούς, για παράδειγμα, «αγοράστε, καταναλώστε την κουλτούρα μας, εδώ είναι ο παράδεισος, αυτός είναι ο τρόπος να υπάρχεις, αυτή είναι η ζωή, πιείτε τα ποτά μας, ακούστε τους ποπ σταρ μας, αλλά κάντε το από κει που βρίσκεστε, μην έρθετε εδώ». Ο κόσμος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τους εκμεταλλεύεται, τους αντιμετωπίζει ως καταναλωτές, οπότε δε θα πρέπει κάποιος να εκπλήσσεται όταν θέλουν να γίνουν κομμάτι αυτού που αγοράζουν. Όταν λεηλατείται η παγκόσμια κουλτούρα και διαλύονται τα σύνορα, δεν μπορείς να περιμένεις ότι θα αντιδράσουν με τον τρόπο που σε βολεύει. Ας αποδέχτούμε, επομένως, ότι αυτές οι μεταναστευτικές ροές θα συμβαίνουν και είναι ευθύνη μας να καλούμε αυτούς τους ανθρώπους.

Η ταινία του Jonas Carpignano Mediterranea προβάλλεται από την Πέμπτη 28 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους σε διανομή της Weird Wave.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου