Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Ζόλταν Φένιβεσι: «Μου αρέσουν οι προκλήσεις, και τα “Δολοφονικά αμαξίδια” ήταν μεγάλη»


Μια άκρως ευρηματική διασταύρωση μαύρης γκανγκστερικής κωμωδίας στο ύφος του Ταραντίνο και μιας ιστορίας ενηλικίωσης, τα Δολοφονικά αμαξίδια του Ούγγρου Ατίλα Τιλ απέσπασαν, πιθανώς ανέλπιστα, τον Χρυσό Αλέξανδρο στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ενώ οι 3 πρωταγωνιστές, 2 από τους οποίους χρησιμοποιούν αναπηρικό καροτσάκι, το βραβείο ανδρικής ερμηνείας. Η ταινία προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή του Filmcenter ΤΡΙΑΝΟΝ από τις 2 Φεβρουαρίου και με αυτή την αφορμή επιχείρησα να γνωρίσω καλύτερα έναν από τους συμπρωταγωνιστές της, τον Ζόλταν Φένιβεσι. Παρά τη σωματική του αναπηρία, παραμένει ένας άνθρωπος ενεργός, αισιόδοξος και πηγή έμπνευσης.

Μια ευρηματική διασταύρωση μαύρης κωμωδίας αλά Ταραντίνο και μιας ιστορίας ενηλικίωσης. Έτσι αντιλαμβάνεσαι κι εσύ τα Δολοφονικά αμαξίδια; Ποια είναι η σχέση μου το σινεμά, γενικότερα;

Ναι, σίγουρα θα το έλεγα αυτό. Η σχέση μου με το σινεμά συνίσταται στο ότι θα ήθελα να πηγαίνω εκεί, αλλά δεν έχω τόσο χρόνο όσο είχα, όταν ήμουν παιδάκι.

Πώς ενεπλάκης σε αυτή την ταινία, κατ’ αρχήν;

Ενεπλάκην, όταν ο σκηνοθέτης Ατίλα Τιλ μου τηλεφώνησε μια μέρα λέγοντάς μου πως θα ήθελε να συναντηθούμε για καφέ και να μου πει κάποια πράγματα σχετικά με την ταινία. Όταν πρωτοβρεθήκαμε, ήταν παρών ένας ακόμη από τους ηθοποιούς, ο Σάμπολτς Τούροτσι- και οι δυο τους ήταν πολύ καλοί. Από κει και πέρα, έπρεπε να περάσω από κάστινγκ, ενώ εκπαιδευτήκαμε και πολύ, επίσης.



Το γεγονός ότι επρόκειτο για ταινία δράσης με την πιο αυστηρή έννοια της λέξης έκανε την ηθοποιία πιο απαιτητική, αν όχι δύσκολη, για σένα; Ποια υπήρξε η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισες σε οποιοδήποτε επίπεδο και η πιο έντονη στιγμή χαράς που βίωσες;

Λοιπόν, μου αρέσουν οι προκλήσεις και σίγουρα αυτή η ταινία ήταν μια μεγάλη, αλλά νομίζω πως οι δραματικές σκηνές ήταν οι πιο δύσκολες για μένα. Απόλαυσα, πάντως, τα γυρίσματα στη λίμνη, είχαν πολλή πλάκα, και πιστεύω ότι, όταν τα κάναμε, ήρθε όλο το καστ πιο κοντά.

Τα Δολοφονικά αμαξίδια δίνουν την εντύπωση της δουλειάς συνόλου- η «χημεία» ανάμεσα στους 3 πρωταγωνιστές είναι απολύτως λειτουργική στην οθόνη. Ήταν έτσι και πίσω από αυτή;

Όταν ξεκινήσαμε να αυτοσχεδιάζουμε και να εκπαιδευόμαστε μαζί, νομίζω πως τα βρήκαμε πολύ γρήγορα και το γεγονός αυτό έκανε το καθετί ευκολότερο. Μετά την ταινία, παραμένουμε φίλοι, αλλά δε βλεπόμαστε τόσο συχνά όσο στη διάρκεια των γυρισμάτων.

Το ότι ο Ατίλα Τιλ είχε στο παρελθόν ξαναδουλέψει με άτομα, τα χρησιμοποιούν αναπηρικό καροτσάκι, έκανε τη συνεργασία σας ομαλότερη;

Εκτιμώ πως ναι, την έκανε. Ήδη γνώριζε τις δυσκολίες και καθετί που σχετίζεται με το να βρίσκεσαι σε ένα καροτσάκι. Το ότι δε χρειαζόταν να του εξηγήσω κάτι διευκόλυνε την κατάσταση.



Αν το δημοκρατικό πνεύμα και η ανοιχτότητα μιας κοινωνίας κρίνονται από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα μέλη των μειονοτήτων της- εθνικών, πολιτικών, θρησκευτικών, σεξουαλικών, κοινωνικο-οικονομικών-, πώς θα χαρακτήριζες την ουγγρική κοινωνία, η οποία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την κυρίαρχη πολιτική, μοιάζει με μια από τις πιο συντηρητικές στην Ευρώπη;

Δύσκολη ερώτηση, αλλά θα έλεγα πως οι Ούγροι γίνονται όλο και πιο δεκτικοί. Πρόκειται για αργή διαδικασία, αλλά, παρόλα αυτά, οι άνθρωποι συχνά μου προσφέρουν τη βοήθειά τους- και όχι μόνο σε μένα, αλλά, με τον ίδιο τρόπο, και σε άτομα με προβλήματα όρασης ή σε οποιονδήποτε έχει κάποια αναπηρία. Η κάθε πλευρά έχει, ωστόσο, πολλά να μάθει ακόμα.

Παρά τη σωματική σου αναπηρία, παραμένεις ενεργός και πηγή έμπνευσης. Αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου ως «εκπρόσωπο τύπου» όλων όσων βρίσκονται στην ίδια ή σε παρόμοια με σένα κατάσταση, ως ένα άτομο που προωθεί τον αγώνα για ίσα δικαιώματα, αμοιβαίο σεβασμό και ορατότητα;

Δε θα έλεγα ότι είμαι ένας «εκπρόσωπος τύπου» και σίγουρα δε θέλω να είμαι, γιατί δεν είναι μια εύκολη «δουλειά». Επίσης, απλώς ζω τη ζωή μου όπως μπορώ και προσπαθώ να δείχνω στους άλλους ότι μπορούν να πετύχουν τους στόχους τους, εξίσου- δεν είναι κάτι εύκολο για κανέναν από μας, αλλά, στο τέλος, αποδίδει.



Τα Δολοφονικά αμαξίδια απέσπασαν τον Χρυσό Αλέξανδρο στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και οι 3 συμπρωταγωνιστές κερδίσατε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας. Άλλαξε το γεγονός αυτό τη ζωή σου, ή επηρέασε τα μελλοντικά σου σχέδια; Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να μοιραστείς με το αθηναϊκό κινηματογραφόφιλο κοινό ενόψει της κυκλοφορίας του φιλμ στις αίθουσες στις 2 Φεβρουαρίου;

Το ότι κερδίσαμε αυτά τα βραβεία ήταν κάτι ξεχωριστό για μένα ψυχικά. Έχω βρεθεί στην Ελλάδα μερικές φορές, και έχω, επίσης, μερικούς Έλληνες φίλους εδώ στη Βουδαπέστη. Ήταν, λοιπόν, λίγο λυπηρό που δεν μπορούσα να έρθω στο Φεστιβάλ. Πάντα ένιωθα πως οι Έλληνες είναι αυθεντικά ευγενικοί και βοηθούν, επομένως δεν αμφιβάλλω ότι θα τους αρέσει η ταινία.

Ευχαριστώ τον Ζόλταν Φένιβεσι για την προθυμία του να απαντήσει στις ερωτήσεις μου και την Μαργαρίτα Βόρρα, υπεύθυνη κινηματογραφικής διανομής του Filmcenter ΤΡΙΑΝΟΝ, για την πολύτιμη συμβολή της στο συντονισμό της επικοινωνίας.

Η ταινία του Ατίλα Τιλ Δολοφονικά αμαξίδια με συμπρωταγωνιστές τους Ζόλταν Φένιβεσι, Σάμπολτς Τούροτσι και Άνταμ Φέκετε προβάλλεται στις αίθουσες από τις 2 Φεβρουαρίου σε διανομή του Filmcenter ΤΡΙΑΝΟΝ.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Ντέμπορα Λίπστατ: «Εξισώνω αντισημιτισμό και ισλαμοφοβία ως προκαταλήψεις, όχι ως μεθοδολογίες»


Ιστορικός και καθηγήτρια Σύγχρονης Εβραϊκής Ιστορίας και Σπουδών Ολοκαυτώματος στο Πανεπιστήμιο Emory, η Αμερικανοεβραία Ντέμπορα Λίπστατ αφηγείται στο βιβλίο της History on Trial: My Day in Court with a Holocaust Denier (2006) τη δικαστική της διαμάχη με τον διαβόητο αρνητή του Ολοκαυτώματος Ντέιβιντ Έρβινγκ ο οποίος την είχε μηνύσει για συκοφαντική δυσφήμηση. Το βιβλίο μεταφέρθηκε πέρσι στον κινηματογράφο από τον Μικ Τζάκσον με τον τίτλο Άρνηση, και προβάλλεται από τις 19 Ιανουαρίου στις αίθουσες. Με αυτή την αφορμή, κουβεντιάσαμε με την Ντέμπορα Λίπστατ.

Γιατί αποφασίσατε να γίνετε ιστορικός, κατ’ αρχήν;

Οι γονείς μου αγαπούσαν την ιστορία, η οποία αποτελούσε θέμα συζήτησης στο οικογενειακό τραπέζι. Επιπλέον, μου αρέσουν οι ιστορίες, μου αρέσει να αφηγούμαι και να ακούω ιστορίες. Για μένα η Ιστορία είναι ένα είδος παραμυθιού. Κανένας δε με έχει ρωτήσει κάτι τέτοιο τους τελευταίους 8 μήνες.

Νομίζω ότι είναι θεμελιώδες ερώτημα.

Το ξέρω, ασφαλώς. Χαμογελάω, επειδή είναι τόσο θεμελιώδες.

Σε ποιο σημείο της ζωής κατέστη ξεκάθαρο πως η ενασχόληση με την Ιστορία ήταν η κλίση σας;

Στο Γυμνάσιο ήμουν πολύ καλή στην Ιστορία, το ίδιο κι η αδερφή μου, έγινε, λοιπόν, αυτό που κατά κάποιο τρόπο μας άρεσε και απολαμβάναμε. Σε προσελκύουν πράγματα που κάνεις καλά, ξέρεις. Αλλά, έπειτα, σε σχέση με την ιδιαιτερότητα της έλξης για το Ολοκαύτωμα, δεν προέρχομαι από οικογένεια επιζώντων. Ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στη Γερμανία, αλλά την άφησε το 1926. Δεν ήταν, επομένως, αυτό, ήταν άλλα πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, πέρασα κάποιο χρόνο στο Ισραήλ στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ως φοιτήτρια. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλοί επιζώντες στα 40 τους, βρισκόμασταν στο 1966, ακριβώς 21 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου.

Ήταν νωπές οι μνήμες.

Ήταν, αλλά οι δικοί μου δε συζητούσαν αυτό το θέμα, δε θυμάμαι ανθρώπους να το συζητάνε ιδιαίτερα. Το 1972, ωστόσο, πήγα στην πρώην Σοβιετική Ένωση, συγκεκριμένα για να επισκεφτώ Ρωσοεβραίους. Είδα ανθρώπους, οι οποίοι κυριολεκτικά υπέφεραν- επαγγελματικά, προσωπικά, τα παιδιά τους δέχονταν εκφοβισμό, πειράγματα, χτυπήματα στο δρόμο. Συνάντησα ανθρώπους που είχαν πληγεί από τον πόλεμο- πολλοί από αυτούς ήταν επιζώντες ή παιδιά επιζώντων-, κι αυτό νομίζω είχε μεγάλο αντίκτυπο πάνω μου. Ήταν, εξάλλου, η περίοδος του πολέμου στο Βιετνάμ, υπήρξα παιδί αυτής της γενιάς. Πιστεύω πως η σκέψη ότι οι γονείς μας- και μιλάω ως Αμερικανίδα τώρα- τα είχαν κάνει μαντάρα, δεν είχαν διαμαρτυρηθεί ούτε πολεμήσει όπως θα έπρεπε, με επηρέασε. Ήμουν, βέβαια, υπερβολικά απλουστευτική, κι η κατάσταση ήταν πολύ πιο περίπλοκη. Αλλά, όταν είσαι νέος, νομίζεις πως τα ξέρεις όλα, και κάποιες φορές κάνεις λάθος. Όπως και να ‘χει, ενεπλάκην πολύ με το ζήτημα των Ρωσοεβραίων, ήθελα να τους βοηθήσω να φύγουν και να μετακομίσουν στο Ισραήλ ή τις Η.Π.Α. Δεν ισχυρίζομαι ότι οι Ρωσοεβραίοι θα υφίσταντο Ολοκαύτωμα, αλλά βίωναν τεράστια τραγωδία και έντονο αντισημιτισμό και οι αναλογίες ανάμεσα σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, τα οποία καταδιώκουν ανθρώπους μόνο και μόνο γι’ αυτό που είναι, ήταν πολύ ισχυρές για μένα.  



Ποια είναι η δική σας αντίληψη, το δικό σας βίωμα της «εβραϊκότητας», όσο μπορούν να συνοψιστούν;

Δύσκολη ερώτηση. Και 2 ώρες να είχαμε στη διάθεσή μας δε θα έφταναν! Να στο θέσω διαφορετικά. Κάποιος με ρώτησε τις τελευταίες μέρες «έχεις ορίσει τον εαυτό σου;». Όταν, λοιπόν, με ρωτάνε ποια είμαι, απαντώ πως είμαι Αμερικανίδα. Αν εμπλέκομαι σε συζήτηση για γυναικεία ζητήματα, νιώθω πολύ έντονα γυναίκα- αν σήμερα βρισκόμουν στις Η.Π.Α., θα πορευόμουν μαζί με τις γυναίκες στην Ουάσινγκτον. Αν η συζήτηση αφορά στη θρησκεία ή την εθνική ταυτότητα, λέω ότι είμαι Εβραία. Όλα αυτά συναποτελούν την ταυτότητά μου. Και, επιστρέφοντάς στην πρώτη ερώτησή σου, είμαι και ιστορικός προσεγγίζοντας τα πράγματα σε ένα ιστορικό πλαίσιο.

Είναι ξεκάθαρο για μένα, το ίδιο υποθέτω και για σας, πως η Ιστορία δεν μπορεί να διερευνηθεί, να συζητηθεί, ή ακόμα και να καλλιεργηθεί, σε μια δικαστική αίθουσα. Ποιο είναι, λοιπόν, το κατάλληλο πλαίσιο, εντός του οποίου μπορεί μια τέτοια διαδικασία να συντελεστεί και να οδηγηθούμε σε κάποιο συμπέρασμα- ή όχι;

Πρώτα απ’ όλα, ανάμεσα σε ιστορικούς: ειλικρινείς ιστορικούς, όχι κακούς ανθρώπους, όπως ο Ντέιβιντ Έρβινγκ. Ως ιστορικός, είσαι εκπαιδευμένος να ερευνάς όλα τα γεγονότα, παραμερίζοντας τις προσωπικές σου συμπάθειες και κλίσεις και αφήνοντας τα γεγονότα να σε οδηγήσουν όπου ίσως σε οδηγήσουν. Ασφαλώς, οι ίδιες σου οι κλίσεις θα «χρωματίσουν» την έρευνά σου, αλλά να το ξέρεις. Να έχεις επίγνωση του ποιος και τι είσαι, αλλά μην επιτρέψεις στις προκαταλήψεις και τις συμπάθειές σου να «χρωματίσουν» το πού κατευθύνεσαι. Αλλά και ανάμεσα σε ανθρώπους, γενικότερα, οι οποίοι έχουν ευθύνη να είναι πληροφορημένοι. Σε κάποιο επίπεδο, αυτό νομίζω ότι είναι το σημαντικότερο μήνυμα της ιστορίας μου και της ταινίας, πως ζούμε σε ένα κόσμο, όπου οι άνθρωποι επινοούν πράγματα. Το έκαναν πάντα. Αλλά τότε το αποκαλούσαν «μεθοδολογία», ενώ τώρα «αλήθεια». Στις 20 Ιανουαρίου, για παράδειγμα, έλαβε χώρα η ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είπε ότι συμβαίνει «μακελειό» (“carnage”) στις Η.Π.Α. Αυτό δεν ισχύει.



Αγνοεί πολλά.

Κυρίως αγνοεί την ίδια του την άγνοια, κι αυτό είναι πιο επικίνδυνο. Κι εγώ γνωρίζω πως δεν έχω ιδέα από φυσική ή μηχανική, γι’ αυτό και, αν κάποιος μου ζητούσε να του χτίσω μια γέφυρα, θα του απαντούσα «μην έρχεσαι σε μένα». Αλλά αυτός ο τύπος νομίζει ότι γνωρίζει λίγο απ’ όλα, πως είναι έξυπνος- και, επιπλέον, είναι πολύ σίγουρος για τον εαυτό του. Επινοεί πράγματα, το ίδιο κι οι υποστηρικτές του, και το κάνουν με μια ψευτοπαλικαριά και μια αυτοπεποίθηση, που είναι τρομακτικές. Όχι ότι το κάνουν μόνο οι οπαδοί του Τραμπ, συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Το φαινόμενο αυτό περιγράφηκε 10 χρόνια πριν από τον κωμικό και σχολιαστή ειδήσεων Steven Colbert ως «αληθοφάνεια» (“truthiness”). Αν πιστεύω κάτι πολύ, δεν έχει σημασία αν είναι αληθινό ή όχι. Το πόσο θορυβώδης είμαι, πόσο δυνατά φωνάζω, έχει σημασία. Πιο σοβαρά τώρα, αυτός ο άνθρωπος θα σου πει ότι στις 11/9 είδε στην τηλεόραση πως Αμερικανοί Μουσουλμάνοι χόρευαν στο Νιου Τζέρζι, υπονοώντας ότι δεν μπορείς να εμπιστευτείς τους Αμερικανούς Μουσουλμάνους, και πως πολλοί συμφωνούν μαζί του. Δεν υπάρχει, ωστόσο, καμία απολύτως απόδειξη ότι κάτι τέτοιο συνέβη.



Εκεί αναδύεται η ευθύνη του ιστορικού, αλλά και του κάθε ανθρώπου με κριτική στάση, να εκθέτει, να ξεμπροστιάζει τους διαστρεβλωτές κάθε είδους.

Γίνομαι βραχνάς για τους φίλους μου. Μια φίλη μου είπε πρόσφατα πως είχε ακούσει ότι η Χίλαρι Κλίντον, της οποίας υπήρξα υποστηρίκτρια, ήταν άρρωστη. Ήταν μια φήμη που διακινείτο. «Πολύ ενδιαφέρον», της είπα. «Πού το άκουσες;». «Δε θυμάμαι ακριβώς, το διάβασα στο ίντερνετ, δε θυμάμαι πού, ποιος το είπε ή αν υπήρχαν αποδείξεις», απάντησε. Στο τέλος της συζήτησης, ήταν πολύ ήσυχη. Δε θέλω να «χτυπήσω» το ίντερνετ- έχω επωφεληθεί ιδιαίτερα από αυτό στην έρευνά μου, και μας επιτρέπει αυτή τη στιγμή να κουβεντιάζουμε-, αλλά πρέπει να υπάρχει ευθύνη. Η ταινία, λοιπόν, παρέχει μια μεταφορά γι’ αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας σε πολύ μεγαλύτερη έκταση.

Συνεργαστήκατε με τους συντελεστές της ταινίας, ή, τουλάχιστον, σας συμβουλεύτηκαν;

Ήταν εξαιρετικά γενναιόδωροι και αγχωμένοι να ακούσουν τη γνώμη μου. Αλλά εγώ δεν ξέρω ούτε από σκηνοθεσία, ούτε από συγγραφή σεναρίου. Δούλεψα στενά με τον σεναριογράφο Ντέιβιντ Χέαρ και την Ρέιτσελ Βάις (σημ.: υποδύεται την Ντέμπορα Λίπστατ στο φιλμ), Με ρωτούσαν πολλά, αλλά έπρεπε να ξέρω πότε να βγω από τη μέση, αφήνοντάς τους να χρησιμοποιήσουν την ιδιοφυία τους σ’ αυτό που κάνουν καλά. Φίλοι μου που δουλεύουν στην κινηματογραφική βιομηχανία μου είπαν πως με ανέδειξαν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι συνηθίζεται στις ταινίες. Από αυτή την άποψη, υπήρξα πολύ τυχερή.



Είναι εμφανής η άνοδος της Ακροδεξιάς παγκοσμίως. Συνδέεται το γεγονός αυτό με την άνοδο του αντισημιτισμού, είναι η ισλαμοφοβία ο αντισημιτισμός της εποχής μας, ή όλα αυτά συμβαδίζουν;

Θα μπορούσα να απαντήσω καταφατικά και στις 3 ερωτήσεις, παρότι κάτι τέτοιο θα ήταν αντιφατικό. Το να φοβάσαι κάποιον επειδή είναι Μουσουλμάνος είναι τρομερό και επικίνδυνο. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν πιστεύω, πάντως, πως η ισλαμοφοβία είναι το ίδιο με τον αντισημιτισμό. Ο αντισημιτισμός έχει μακραίωνη ιστορία. Είναι ριζωμένος στην ιστορία της Καινής Διαθήκης, σε αρχαίες ιστορίες και μύθους που οι άνθρωποι έχουν ενστερνιστεί. Η ισλαμοφοβία είναι τρομερή, και όσοι ανησυχούν για τις προκαταλήψεις πρέπει ασφαλώς να την πολεμήσουν, αλλά δεν είναι κάτι ισοδύναμο με τον αντισημιτισμό, πρόκειται για σύγχρονο φαινόμενο. Τα εξισώνω ως προκαταλήψεις, όχι ως μακρόχρονες μεθοδολογίες. Υπάρχει, ωστόσο, μια προκατάληψη, ένας αντισημιτισμός, που προέρχεται και από την πολιτική Αριστερά. Και δεν εννοώ, επειδή είναι πολύ εύκολο να παρεξηγηθώ, ότι οποιοσδήποτε ασκεί κριτική στο Ισραήλ είναι αντισημίτης- είναι ανόητο. Θες να δεις κριτική στο Ισραήλ; Διάβασε Χάνα Άρεντ. Κάποιες στάσεις, κάποια σχόλια των Εργατικών του Τζέρεμι Κόρμπιν, για παράδειγμα, είναι πολύ ενοχλητικά. Κι αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι πως υπάρχει μια τάση να μην παίρνουν τον αντισημιτισμό στα σοβαρά.

Αυτές τις μέρες βρίσκεστε στην Πολωνία. Διοργανώνονται κάποιες εκδηλώσεις, με αφορμή την Παγκόσμια Μέρα Ολοκαυτώματος;

Η ταινία θα προβληθεί στο Μουσείο του Άουσβιτς στις 27 Ιανουαρίου ως μέρος των εκδηλώσεων μνήμης. Με εντυπωσιάζει το ενδιαφέρον που υπάρχει εδώ για το φιλμ και την ιστορία, και πολλοί χαίρονται γιατί γυρίστηκε και στην Πολωνία.

Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι ταινίες όπως αυτή και η δουλειά σας θα βοηθήσουν στο να διατηρηθούν η μνήμη και η κριτική στάση ζωντανές.

Σε ευχαριστώ πολύ! Νομίζω πως είναι μια σπουδαία καταληκτική επισήμανση. Δε θα μπορούσα να τη διατυπώσω καλύτερα.

Ευχαριστώ θερμά την Ντέμπορα Λίπστατ για το χρόνο που μου διέθεσε, και τις Anna Bohlin, υπέυθυνη δημοσίων σχέσεων της Cornerstone Films, και Άννα Κουτσιλοπούλου από το Γραφείο Τύπου της Odeon για τη συμβολή τους στην πραγματοποίηση της συνομιλίας.

Η ταινία του Μικ Τζάκσον Άρνηση προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 19 Ιανουαρίου σε διανομή της Odeon.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Μιριάνα Καράνοβιτς: «Στα Βαλκάνια όλοι μπορούν να σκεφτούν μόνο τα δικά τους τραύματα»


Με τη γενναία και ειλικρινή πρώτη της σκηνοθετική δουλειά Καλή σύζυγος, η εξαιρετικά αγαπητή Σέρβα ηθοποιός Μιριάνα Καράνοβιτς ανατέμνει τη σχέση της σερβικής κοινωνίας με το ταραχώδες πρόσφατο παρελθόν της, μέσα από την ιστορία της πρωταγωνίστριας, που υποδύεται η ίδια, η οποία ταυτόχρονα έρχεται αντιμέτωπη με το ένοχο παρελθόν του συζύγου της και μια ζοφερή διάγνωση για την υγεία της. Απολαύσαμε την ταινία στο περσινό Φεστιβάλ του Σαράγεβο, και κουβεντιάσαμε με την Μιριάνα Καράνοβιτς με αφορμή την έξοδο της ταινίας της στις αίθουσες στις 19 Ιανουαρίου σε διανομή της Filmtrade.

Είσαι μια από τις πλέον αγαπητές, καταξιωμένες και καθιερωμένες ηθοποιούς της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Πώς, λοιπόν, αποφάσισες, όχι μόνο να καταπιαστείς με τη σκηνοθεσία, αλλά και να σκηνοθετήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό; Δεν ήταν απαιτητική, ίσως και φιλόδοξη, επιλογή;

Δεν ήταν καν στις προθέσεις μου να γράψω το σενάριο. Εδώ και 6 χρόνια μου είχε φανεί συναρπαστική από δραματουργικής άποψης η σύγκρουση ανάμεσα στην πίστη σε κάποιον που αγαπάς και ταυτόχρονα σε κάποιες ηθικές αρχές. Ξεκίνησα, λοιπόν, να γράφω την ιστορία, ελπίζοντας πως κάποιος θα αναλάμβανε να γράψει το σενάριο. Δε βρήκα, όμως, το κατάλληλο άτομο και συνέχισα μόνη μου. Τότε, μου σύστησαν έναν νεαρό Σέρβο σκηνοθέτη, τον Στέφαν Φιλίποβιτς, και του πρότεινα να συνεργαστούμε. Δούλεψε, έτσι, πάνω σε ορισμένες σκηνές, έκανα κι εγώ το ίδιο, κι έπειτα ξανάπιασα τη συγγραφή του σεναρίου, χωρίς, ωστόσο, να έχω ξεκάθαρη ιδέα για το ποιος θα σκηνοθετήσει την ταινία, ούτε αν θα έβρισκα τα χρήματα. Ήταν το όνειρό μου να γυρίσω αυτό το φιλμ κάποια μέρα. Ευτυχώς, καταφέραμε να εξασφαλίσουμε χρηματοδότηση και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να εμπλακεί κάποιος άλλος με τις ιδέες του, γιατί, στο μεταξύ, είχα ξεκάθαρη ιδέα ως προς το τι ταινία ήθελα να γυρίσω.

Πότε αποφάσισες, λοιπόν, πως θα τη σκηνοθετούσες εσύ;

3 μήνες πριν την έναρξη των γυρισμάτων! Υπήρξε μια δύσκολη απόφαση, γιατί δεν ήξερα αν θα κατάφερνα να είμαι παράλληλα και τα δύο. Όλοι οι συνεργάτες μου, όμως, με υποστήριξαν κι έτσι προχωρήσαμε. Μετά την πρώτη μέρα, συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να τα καταφέρω, συνεπώς κι η υπόλοιπη διαδικασία εξελίχτηκε στην πιο όμορφη εμπειρία από γύρισμα που είχα ποτέ στη ζωή μου.

Η κεντρική ηρωίδα βρίσκεται σε μια διαδικασία αφύπνισης και μετάβασης. Ισχύει το ίδιο και για τη σύγχρονη σερβική κοινωνία; Ποια είναι η σχέση της με και πώς διαχειρίζεται τα τραύματα, τις ευθύνες και τις αρνήσεις της σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν των πολέμων στην πρώην Γιουγκοσλαβία;

Για μένα, η Μιλένα είναι ένα είδος μεταφοράς για τη σερβική κοινωνία. Είναι ένας καλός άνθρωπος, μια καλή μητέρα και σύζυγος, αλλά επιτρέπει σε άλλους να παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις για τη ζωή της, επιτρέπει στον σύζυγό της να προστατεύει τη ζωή της. Στη Σερβία αρέσει στους ανθρώπους να έχουν έναν προστάτη, κάποιον να τους καθοδηγεί. Το καταλαβαίνω αυτό. Αποτελεί ένα είδος ανακούφισης να αποφασίζουν άλλοι στ’ όνομά σου, κι έτσι απαλλάσσεσαι από κάθε ευθύνη. Νομίζω ότι το να είσαι ελεύθερος, ή να εξαναγκάζεσαι, να παίρνεις αποφάσεις, συνιστούν πολύ δύσκολες εμπειρίες. H Μιλένα ζούσε μισή ζωή, βλέποντας μόνο όσα ήθελε να δει, μη θέλοντας να ξέρει. Όταν, όμως, ο πόλεμος είναι γύρω σου και οι άνθρωποι παλεύουν για τη ζωή τους, δεν μπορείς να προσποιείσαι πως όλα αυτά δεν υπάρχουν. Πρέπει να ανοίξεις τα μάτια σου και να αποφασίσεις εσύ για τον εαυτό σου, για το πώς να ζήσεις.


Αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας, μόλις αντιληφθούμε ποιες είναι οι ευθύνες μας, θα απαλλαγούμε από αυτό το βάρος. Το να έρθεις αντιμέτωπος με την αλήθεια δεν είναι επικίνδυνο όπως μερικοί νομίζουν. Είναι πολύ δύσκολο, αλλά πρέπει να παραδεχτούμε το παρελθόν και να το αφήσουμε πίσω μας, όχι να φτιάχνουμε θρύλους γι’ αυτό.

Όπως προανέφερες, η ηρωίδα σου λειτουργεί με πολύ ηθικό τρόπο, βασανιζόμενη από ηθικά διλήμματα. Καθοδηγείσαι κι εσύ από τις ίδιες ισχυρές ηθικές αρχές σε ό,τι αφορά τις επιλογές που κάνεις στη ζωή σου ως άτομο, αλλά και ως καλλιτέχνις;

Δεν είμαι θρησκευόμενη. Νομίζω ότι οι ανθρώπινες και οι θεϊκές αξίες είναι οι ίδιες. Δεν έχει, επομένως, σημασία αν πιστεύεις στον Θεό. Πρέπει, όμως, να πιστεύεις σ’ αυτές τις ηθικές αρχές, γιατί καμία θρησκεία δεν εγκρίνει τη θανάτωση ανθρώπων ή άλλες διαβολικές πράξεις. Εγώ δεν πιστεύω σε κανέναν Θεό, αλλά πιστεύω σ’ αυτές τις ανθρώπινες αξίες. Όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν ιστορικά αναπτύξει μηχανισμούς αυτοπροστασίας από αρνητικές ενέργειες. Κι όμως, κάθε μέρα κάποιοι παραβαίνουν αυτές τις αρχές στο όνομα της πίστης στην πατρίδα, την οικογένεια ή το έθνος τους. Δεν μπορείς να είσαι πιστός στο έθνος σου και να σκοτώνεις ανθρώπους από ένα άλλο έθνος. Είναι φρικτό.



Οι εθνικισμοί και οι ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια ποτέ δεν εξαφανίζονται, κάθε τόσο τείνουν να ξανάρχονται στην επιφάνεια. Σε ανησυχεί το γεγονός αυτό;

Πολύ δύσκολη ερώτηση. Δε γνωρίζω τις αιτίες του αυξανόμενου εθνικισμού. Στην Κροατία, για παράδειγμα, υπάρχει εξαιρετικά υψηλό επίπεδο εθνικισμού. Αλλά και στα Βαλκάνια, γενικότερα, οτιδήποτε συμβαίνει σε μία χώρα, αντανακλάται και στις υπόλοιπες. Για μένα, ο εθνικισμός είναι κάτι τόσο παράλογο. Ίσως μερικές φορές στο βάθος όλων αυτών των γεγονότων βρίσκονται τα λεφτά και η εξουσία. Ίσως ο καλύτερος τρόπος να ελέγχεις τους ανθρώπους είναι να τους βάζεις σε μια κατάσταση, όπου διατρέχουν κίνδυνο από κάποιον άλλο, έναν κίνδυνο από τον οποίο μόνο ένας ισχυρός εθνικιστής ηγέτης μπορεί να τους προστατεύσει. Όπως λειτουργεί η μαφία. Και στην περιοχή οι εγκληματικές ομάδες συνεργάζονται καλύτερα από ό,τι οι πολιτικοί θα μπορούσαν.

Μπορούν ταινίες όπως η δική σου να συμβάλουν στην υπέρβαση των συνεπειών των διαχωρισμών, των εθνικισμών, των ανταγωνισμών, ή τουλάχιστον στην αλλαγή νοοτροπιών;

Είμαι πλέον αρκετά μεγάλη για να πιστεύω ότι η οποιαδήποτε μορφή τέχνης μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ή την πολιτική κατάσταση σε μια στιγμή. Νομίζω πως η τέχνη αλλάζει τους ανθρώπους με εντελώς διαφορετικό τρόπο κι απλώς πιστεύω ότι αυτό που κάνω θα αποτελέσει μια μικρή «ψηφίδα» του «μωσαϊκού» του μέλλοντος. Είναι κάπως καλλιτεχνικό αυτό που είπα, αλλά πραγματικά δε νομίζω πως ο καλλιτέχνης διαθέτει κάποια ανώτερη εξουσία, πέρα από το να εμφανίζεται στους ανθρώπους με κάποια συναισθήματα, κάποιες ιστορίες, ενσταλάζοντας ελπίδα στις καρδιές τους. Αυτή η διαδικασία της θεραπείας θα είναι μακρά, γιατί τα τραύματα είναι βαθιά και πολύ επώδυνα. Δεν μπορούμε να φανταστούμε πόσο πληγωμένοι είναι οι άλλοι. Στα Βαλκάνια όλοι μπορούν να σκεφτούν μόνο τα δικά τους τραύματα.



Στη Σερβία, ποτέ δε συζητάμε για το πώς άνθρωποι στην Αλβανία πληγώθηκαν φρικτά στη διάρκεια του πολέμου στο Κόσοβο, γιατί όλοι ξέρουμε μόνο για τα θύματα της σερβικής πλευράς. Κι έχω την εντύπωση ότι και στο Κόσοβο ποτέ δε μιλάνε για τα θύματα από τη σερβική πλευρά. Ξέρουμε τόσο λίγα ο ένας για τον άλλο. Αλληλομισούμαστε, και κοιταζόμαστε σαν κάποιος άλλος να μας έβαλε σε κίνδυνο, χωρίς να θεωρούμε πως οι ηγεσίες μας ή οι στρατιωτικές δυνάμεις έκαναν κάποιο λάθος. Είμαστε τόσο διαιρεμένοι. Και μόνο οι καλλιτέχνες και πολύ λίγοι διανοούμενοι μπορούν να μιλήσουν ο ένας στον άλλο, διατηρώντας το διάλογο ζωντανό. Είμαι ένα από αυτά τα άτομα, ταξιδεύοντας και εργαζόμενη σε όλη την περιοχή.

Αισιοδοξείς για την πορεία του σερβικού σινεμά;

Είμαι πάντα αισιόδοξη. Στη Σερβία, ακόμα αναπτύσσουμε την πρακτική διάσταση της οργάνωσης σε πολιτιστικό, νομικό και οικονομικό επίπεδο. Παρότι δε μου αρέσει η τρέχουσα ηγεσία, νομίζω πως η κατάσταση προχωρά προς μια θετική κατεύθυνση. Ίσως με αργούς ρυθμούς, αλλά αυτό δεν μπορεί να σταματήσει, γιατί η χώρα φιλοδοξεί να ενταχθεί στην Ε.Ε. Πρέπει, επομένως, να συνεχίσουμε με το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Στο πεδίο του κινηματογράφου, πιο συγκεκριμένα, τα πράγματα πηγαίνουν κάπως καλύτερα. Έχει ιδρυθεί φορέας χρηματοδότησης των παραγωγών. Όταν, λοιπόν, έχεις τη δυνατότητα μεγαλύτερης και καλύτερης παραγωγής, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να προκύψει μια καταπληκτική δουλειά.

Τώρα που ολοκληρώθηκε η πρώτη σου σκηνοθετική δουλειά, αισθάνεσαι ακόμα την ίδια ανάγκη να συνεχίσεις σ’ αυτή την κατεύθυνση;

Ξεκίνησα να δουλεύω πάνω σε ένα καινούριο σενάριο σε συνεργασία με μία νεαρή σεναριογράφο από την Μπάνια Λούκα, αναπτύσσοντας την ιστορία που έχω γράψει. Ελπίζω να μη μου πάρει υπερβολικά πολύ χρόνο να συγκεντρώσω χρήματα. Ίσως του χρόνου.

Σου εύχομαι τα καλύτερα, λοιπόν, με ό,τι καταπιαστείς!

Σε ευχαριστώ. Θα ήθελα, επίσης, να στείλω τους χαιρετισμούς μου στην Ελληνίδα συνάδελφό μου Μαρία Ντούζα και σε όλους τους ανθρώπους, με τους οποίους συνεργαστήκαμε για την ταινία της Το δέντρο και η κούνια. Πέρασα θαυμάσια στην Αθήνα. Με τη σειρά μου, εύχομαι στην Ελλάδα ένα καλύτερο μέλλον!

Ευχαριστώ θερμά την Μιριάνα Καράνοβιτς για το χρόνο που μου διέθεσε και την Μαρία Αλεξίου από το Γραφείο Τύπου της Filmtrade για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνομιλίας.

Η ταινία της Μιριάνα Καράνοβιτς Καλή σύζυγος προβάλλεται από τις 19 Ιανουαρίου στις αίθουσες σε διανομή της Filmtrade.