Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Εμίν Αλπέρ: «Η Τουρκία πάντα ήταν ενός είδους αστυνομικό κράτος»


«Παντρεύοντας» δεξιοτεχνικά το πολιτικό σχόλιο με την υπαρξιακή καταβύθιση, ο Εμίν Αλπέρ, από τους πλέον ταλαντούχους σκηνοθέτες του σύγχρονου τουρκικού σινεμά και συνάμα ιστορικός, παραδίδει με τις Υποψίες ένα «καλοκουρδισμένο» κι εξαιρετικά επίκαιρο θρίλερ. Ένα θρίλερ εκτυλισσόμενο σε μια Ισταμπούλ βυθισμένη στη δίνη της κρατικής καταστολής και της πολιτικής βίας, με πρωταγωνιστές δύο αδέρφια, τον Καντίρ, που αποφυλακίζεται υπό τον όρο να γίνει πληροφοριοδότης της αστυνομίας, και τον Αχμέτ, που δουλεύει στην ομάδα εξολόθρευσης αδέσποτων σκύλων. Οι ζωές τους θα συναντηθούν, με δραματικές συνέπειες. Συνομιλώντας με τον Εμίν Αλπέρ, ενόψει της κυκλοφορίας της ταινίας του στις αίθουσες στις 2 Μαρτίου.  

Έχοντας υπάρξει λάτρης του σινεμά πριν γίνεις σκηνοθέτης, απέκτησες έτσι μεγαλύτερη επίγνωση των απαιτήσεων της τέχνης σου και των δικών σου εκφραστικών τρόπων και αναγκών; Ποιοι σκηνοθέτες, εγχώριοι και από το εξωτερικό, υπήρξαν οι πιο θεμελιώδεις επιρροές σου και γιατί;

Πραγματικά αγαπώ τον Βισκόντι, τον Φάσμπιντερ, τον Κιούμπρικ, τον πρώιμο Πολάνσκι και τον Χάνεκε. Βρίσκω τον κινηματογράφο τους οξύ, έντονο, κριτικό κι ευφυή. Έμαθα πολλά από τον Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν: πώς μπορούν οι λεπτομέρειες να είναι σημαντικές, πώς η σιωπή μπορεί να δημιουργήσει αγωνία. Το σινεμά του με δίδαξε τη σπουδαιότητα του σχεδιασμού του ήχου και, το πιο σημαντικό, πώς η νατουραλιστική και πειστική ηθοποιία μπορεί να αλλάξει τα πάντα σε μια ταινία. Αλλά πάντα νομίζω ότι οι λογοτεχνικές επιδράσεις είναι το ίδιο σημαντικές με εκείνες των σκηνοθετών για μένα. Νιώθω πως είμαι βαθιά εντυπωσιασμένος από τους Ρώσους συγγραφείς: τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Τσέχοφ. Από πολλούς κλασικούς, όπως τον Τζόζεφ Κόνραντ, τον Ουίλιαμ Φόκνερ- και από την Τουρκία τον Γιασάρ Κεμάλ, βεβαίως.

Εκτός του ότι είσαι σκηνοθέτης, είσαι και ιστορικός. Με ποια έννοια αυτές οι δύο πτυχές των ενασχολήσεών σου συνυφαίνονται στην κινηματογραφική σου δουλειά;

Είναι δύσκολο να προσδιορίσω ακριβώς πώς αυτές οι δύο πλευρές μου αλληλεπιδρούν. Αλλά, αναμφίβολα, αλληλοτροφοδοτούνται. Συνειδητοποιώ ότι και στην Ιστορία και στο σινεμά διατυπώνω παρόμοια ερωτήματα. Προσπαθώ να καταλάβω τη «διαβολική» πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης. Ως ιστορικός, ενδιαφέρομαι για τους πολέμους, τις γενοκτονίες, τις πολιτικές συγκρούσεις. Προσπαθώ να κατανοήσω, όπως το θέτει ο Καρλ Σμιτ, πώς οι κατηγορίες του «εχθρού» και του «φίλου» κατασκευάζονται διαμέσου της Ιστορίας και γιατί οι ανθρώπινες υπάρξεις πάντα χρειάζονταν εχθρούς. Θέτω παρόμοια ερωτήματα στις ταινίες μου. Επιχειρώ να καταλάβω μέσα από τους χαρακτήρες μου πώς λειτουργεί η παράνοια στο ψυχολογικό τους σύμπαν και τους πείθει ότι η απειλή/εχθρός θα έπρεπε να εξαλειφθεί.



Γιατί επέλεξες την Ισταμπούλ ως τοποθεσία για τα γυρίσματα των Υποψιών, κατ’ αρχήν; Σε ποια γειτονιά γυρίστηκε το φιλμ και γιατί;

Οι εμπνεύσεις μου προέρχονται από τις φτωχογειτονιές της Ισταμπούλ. Έζησα εκεί τα τελευταία 25 χρόνια και την ξέρω πολύ καλά, και γνωρίζω ότι υπάρχουν τέτοιες τοποθεσίες στην περιφέρεια της πόλης, που έχουν καταληφθεί από παράνομες πολιτικές ομάδες, κι έγιναν το πεδίο μάχης ανάμεσα σ’ αυτές και την αστυνομία. Η γειτονιά, όπου γυρίσαμε την ταινία, βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Ισταμπούλ. Η τοποθεσία με έλκυσε από την πρώτη φορά που την είδα, γιατί ήταν τριγυρισμένη με φυσικό τρόπο από τα καινούρια ψηλά κτίρια. Η εντύπωση του αποκλεισμού γινόταν αντιληπτή ακόμα κι από το τοπίο της γειτονιάς.

Η τελευταία σου ταινία μέχρι σήμερα δε θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη τον καιρό της κυκλοφορίας της και, ίσως ακόμα περισσότερο, στις μέρες μας, καθώς καταπιάνεται με το σπιράλ της κρατικής καταστολής που εισχωρεί σε κάθε «πόρο» της κοινωνικής και προσωπικής ζωής και της εναντιωματικής πολιτικής βίας. Ποια ήταν η αφετηρία του σεναρίου σου και πώς θα οριοθετούσες την πολυσυζητημένη έννοια «τρομοκρατία» σήμερα- και όχι μόνο στην Τουρκία;

Το πρώτο προσχέδιο του σεναρίου γράφτηκε το 2009, πολύ πριν τα πρόσφατα γεγονότα. Η έμπνευσή μου προερχόταν, κυρίως, από τη δεκαετία του ’90, την περίοδο, κατά την οποία ο πόλεμος ανάμεσα στους Κούρδους ένοπλους και το κράτος ήταν στο ζενίθ του. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν ακόμα ένοπλες αριστερές ομάδες δραστήριες στις παραγκουπόλεις. Επηρεάστηκα από τις αναμνήσεις μου εκείνων των χρόνων. Επομένως, η διασταύρωση του περιεχομένου της ταινίας και της πολιτικής ατζέντας της χώρας μου είναι, από τη μία, ενός είδους σύμπτωση. Αλλά, από την άλλη, δεν είναι, γιατί, στη χώρα μας, βρισκόμαστε σε ένα τέτοιο σπιράλ κάθε τόσο. Η τουρκική κοινωνία αμαυρώνεται από συγκρούσεις και βαθιά κοινωνικά χάσματα. Και, δυστυχώς, οι πολιτικοί χρησιμοποιούν και χειραγωγούν αυτά τα χάσματα, για να παραμείνουν στην εξουσία. Πολύ σπάνια κάποιοι μεταρρυθμιστές τολμούν να λύσουν αυτά τα προβλήματα, αλλά γρήγορα καταλαβαίνουν ότι η επίλυσή τους δεν είναι προς το συμφέρον τους, μιας και δεν τους βοηθά να κρατηθούν στην εξουσία.



Αναφορικά με την «τρομοκρατία», πρόκειται για εξαιρετικά αμφιλεγόμενη έννοια. Ως ιστορικός, προσπαθώ, επίσης, να βρω έναν ορισμό της με νόημα. Αλλά, προς το παρόν στη χώρα μου, αυτοί οι ακαδημαϊκοί ορισμοί είναι άσχετοι. Γιατί τώρα «τρομοκράτης» μπορεί να είναι κάθε είδους αντιπολιτευόμενος. Όλα τα είδη αντιπολίτευσης μπορούν να οριστούν ως βλαπτικά για τους ανθρώπους, και τόσο επικίνδυνα όσο κι η «τρομοκρατία».  

Θα έλεγες, λοιπόν, πως η Τουρκία μετατράπηκε σταδιακά εκ νέου σε αστυνομικό κράτος, κυρίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και την ανελέητη δίωξη σχεδόν όλων όσοι θεωρούνται «εχθροί του κράτους», είτε πραγματικοί ή φανταστικοί, από το τρέχον καθεστώς;

Ακριβώς. Τώρα δεν υπάρχει κράτος δικαίου στην Τουρκία. Η Τουρκία πάντα ήταν ενός είδους αστυνομικό κράτος. Αλλά, τώρα, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη. Δεν υπάρχει Σύνταγμα, δεν υπάρχει δικαιοσύνη, υπάρχουν μόνο εντολές. Όπως λες, η προτεραιότητα του κράτους είναι να εξαλείψει τους «εχθρούς». Και ο «εχθρός» δεν είναι δικαστική κατηγορία, είναι πολιτική κατηγορία κατασκευασμένη από την «ηγεσία» μας.

Από το Abluka (Μπλόκο) στο Frenzy (Φρενίτιδα) και στις Υποψίες (η ελληνική εκδοχή του τίτλου της ταινίας σου), το φιλμ σου μοιάζει να ενθαρρύνει διαφορετικές «αναγνώσεις», αν αυτό αντανακλάται στην επιλογή των αντίστοιχων τίτλων. Πού αποδίδεις το γεγονός αυτό;  

Μου αρέσουν οι διαφορετικές «αναγνώσεις» και προτιμώ σενάρια που είναι ανοιχτά σε αυτές. Αλλά οι διαφορετικοί τίτλοι δε σχετίζονται με το γεγονός αυτό, αλλά με τις διαμάχες ανάμεσα σε μένα και τους παραγωγούς μας. Ήθελα να μείνω σταθερός στον τουρκικό τίτλο Abluka, που σημαίνει «μπλόκο», αλλά δε συμφώνησαν μαζί μου. Ο αρχικός τίτλος του εγχειρήματος ήταν Φρενίτιδα, και θεώρησαν πως αυτός ήταν πιο ελκυστικός για το διεθνές κοινό. Υποψίες είναι η επιλογή του Έλληνα διανομέα μας.



Από ένα ορισμένο σημείο κι εξής, τα όρια ανάμεσα στην «πραγματικότητα» και το «όνειρο» στις Υποψίες θολώνουν, κι αυτό είναι μια από τις αρετές της ταινίας. Γιατί η δημιουργία αυτής της αίσθησης αβεβαιότητας, αν όχι παράνοιας, είναι τόσο σημαντική;

Βρίσκω την παράνοια και την τρέλα και αισθητικά και πολιτικά αποκαλυπτικές. Η φαντασία των παρανοϊκών χαρακτήρων ανοίγει πολλούς δρόμους στο μυαλό μας και βελτιώνει τη φαντασία μας. Ίσως να πρόκειται για την ντοστογιεφσκική επιρροή, πάντα θεωρώ ότι οι ψευδαισθήσεις ενός τρελού μυαλού είναι καλλιτεχνικά έντονες. Για το πολιτικό μας πλαίσιο, η παράνοια λέει κάτι ακόμα σημαντικό. Σε μια συγκρουσιακή κοινωνία, όπου οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο και τείνουν να νομίζουν πως ο «εχθρός» είναι εντός, χάρη στην κρατική προπαγάνδα που διαρκώς μας λέει ότι είμαστε περικυκλωμένοι από εχθρούς- εκτός κι εντός-, η παράνοια είναι από τους κεντρικούς τρόπους να βλέπουμε τα πράγματα. Πάντα σκεφτόμαστε μέσω θεωριών συνωμοσίας. Καθένας πιστεύει πως η χώρα και ο ίδιος είναι θύματα διαρκών συνωμοσιών. Η παράνοια διογκώνει τη διάκριση ανάμεσα στον «εχθρό» κι «εμάς». Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο «εχθρός» πάντα οργανώνει συνωμοσίες εναντίον μας, και, στην πραγματικότητα, οι αποτυχίες, τα προβλήματα κι οι κρίσεις μας οφείλονται σ’ αυτές τις συνωμοσίες. Αυτός ο παρανοϊκός τρόπος σκέψης ενθαρρύνει την ιδέα πως, αν εξαλείψουμε τον «εχθρό», όλα θα γίνουν ειρηνικά και σπουδαία. Στην πραγματικότητα, η ίδια η παράνοια είναι εμπόδιο για την κοινωνική ειρήνη.



433 κινηματογραφιστές βρίσκονται υπό καθεστώς αστυνομικής έρευνας στην Τουρκία, επειδή συνυπέγραψαν μια διακήρυξη υποστήριξης της ειρήνης με τους Κούρδους και της επιστροφής της τουρκικής κυβέρνησης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ως σκηνοθέτης με πολιτική συνείδηση, αισθάνεσαι αλληλέγγυος απέναντί τους; Ή νομίζεις ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει, βασικά, να εκφράζεται μέσω της δουλειάς του;

Στην πραγματικότητα, οι 433 κινηματογραφιστές υπέγραψαν τη διακήρυξη για να υποστηρίξουν τους ακαδημαϊκούς, οι οποίοι είχαν υπογράψει την αρχική διακήρυξη υποστηρίζοντας την ειρήνη και ασκώντας κριτική στις κυβερνητικές πολιτικές. Και είμαι ανάμεσα σ’ εκείνους τους ακαδημαϊκούς. Είμαστε, επίσης, υπό καθεστώς έρευνας. Και πολλοί φίλοι μας έχουν απολυθεί από τα πανεπιστήμια κατά τις τελευταίες εκκαθαρίσεις εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Πιστεύω πως, σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν μπορείς απλώς να λες «ο καλλιτέχνης πρέπει να εκφράζεται μέσω της δουλειάς του». Είμαστε πολίτες, και ως τέτοιοι πρέπει και να μιλάμε.

Μιλώντας για το τουρκικό σινεμά συνολικά, αλληλεπιδρά ικανοποιητικά με το εγχώριο κοινό; Κι αυτό αφορά στις ταινίες που κερδίζουν προβολή κι αναγνώριση σε ξένα φεστιβάλ, ή σε άλλους τίτλους, που δεν απολαμβάνουν απαραιτήτως διεθνή «καριέρα»;

Ο αριθμός των παραγωγών στην Τουρκία έχει αυξηθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια. Πέρσι παρήχθησαν 170 φιλμ. Τα περισσότερα είναι εμπορικά, αλλά και τα ανεξάρτητα αυξάνονται αριθμητικά. Όλα αυτά σημαίνουν έντονο ανταγωνισμό στις αίθουσες. Ούτε ο αριθμός των αιθουσών, ούτε το κοινό αυξάνονται εξίσου γρήγορα με τον αριθμό των παραγωγών. Δημιουργείται ενός είδους «μποτιλιάρισμα». Έτσι, οι καλλιτεχνικές ταινίες δυσκολεύονται να φτάσουν στο κοινό στις αίθουσες. Αν έχεις φεστιβαλική επιτυχία, πρέπει να νιώθεις τυχερός. Το πρώτο μου φιλμ έκοψε 30.000 εισιτήρια και το δεύτερο 22.000, συνεπώς η κατάσταση χειροτερεύει, λόγω του ανταγωνισμού. Αλλά η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη, αν έχεις μόνο μέτρια φεστιβαλική επιτυχία. Μερικές πολύ καλές ταινίες, των οποίων η φεστιβαλική φήμη ήταν σχετικά μέτρια, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τα 10.000 εισιτήρια.  



Όταν βρίσκεσαι σε φεστιβάλ στο εξωτερικό, αισθάνεσαι ως «εκπρόσωπος» μιας ορισμένης Τουρκίας- της δικής σου Τουρκίας, σε κάθε περίπτωση;

Δε νιώθω πως είμαι εκπρόσωπος του οτιδήποτε. Στα φεστιβάλ, μισώ τις ερωτήσεις που υποθέτουν ότι είμαι εκπρόσωπος ενός είδους Πολιτιστικού Γραφείου ή Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας. Θέλω να κάνω τέχνη, κι η χώρα μου είναι το υλικό μου. Αυτό είναι όλο.

Υποθέτω πως δουλεύεις πάνω στην καινούρια σου ταινία μυθοπλασίας. Ξεδιπλώνει παρόμοια θεματικά, στιλιστικά κι αφηγηματικά «νήματα» με τις προηγούμενες;

Όχι. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει παράνοια, δεν υπάρχει τρέλα, δεν υπάρχει αυτή η εναλλαγή ονείρου-πραγματικότητας, και θα υπάρξουν περισσότερες γυναίκες πρωταγωνίστριες. Αλλά, καθόλου περιέργως, δεν μπορέσαμε να λάβουμε χρηματοδότηση από το Υπουργείο Πολιτισμού, το μόνο δημόσιο χρηματοδοτικό φορέα στην Τουρκία. Προσπαθούμε να βρούμε καινούριες πηγές.

Ευχαριστώ θερμά τον Εμίν Αλπέρ για το χρόνο του και τον Γιώργο Στεργιάκη της AMA Films για την πολύτιμη συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία του Εμίν Αλπέρ Υποψίες προβάλλεται στις αίθουσες από τις 2 Μαρτίου σε διανομή της AMA Films.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Ναόμι Καουάσε: «Η ταινία μου είναι μια αχτίδα ελπίδας για εκείνους που βρίσκονται σε απόγνωση»


Από τις πλέον ιδιοσυγκρασιακές δημιουργούς ενός σινεμά των «μικρών» ανθρώπων, των μικρών χειρονομιών και των έντονων συναισθημάτων, η Γιαπωνέζα Ναόμι Καουάσε μας προσφέρει με το φαινομενικά ελάχιστα υποσχόμενο, κρίνοντας από τον τίτλο του, Γλυκό φασόλι ένα τρυφερό «διαμαντάκι» για τη χαρά, τη θλίψη και την ποίηση της καθημερινότητας. Πρωταγωνιστές, 2 μοναχικοί ήρωες, ο Σεντάρο και η ηλικιωμένη Τόκουε, που οι δρόμοι- και οι ιστορίες τους- συναντιούνται σε μια υπαίθρια καντίνα, η οποία πουλάει ντοραγιάκι (ένα είδος τηγανίτας με σάλτσα γλυκού κόκκινου φασολιού). Συζητώντας με την σκηνοθέτρια, με αφορμή την προβολή της ταινίας της από τις 9 Φεβρουαρίου σε διανομή της Mikrokosmos/Flisvos Films.

Σε ποιο βαθμό έχει διαμορφώσει η προηγούμενη εμπειρία και ενασχόλησή σας με τη δημιουργία ντοκιμαντέρ το αφηγηματικό και το οπτικό σας στιλ, καθώς και την επιλογή των θεματικών νημάτων;

Σε πολλές περιπτώσεις, μοτίβο στις ταινίες μου έχει αποτελέσει η ύπαρξη ανθρώπων που έρχονται και φεύγουν στη ζωή και ο χρόνος που περνώ μαζί τους. Επίσης, νιώθω πως η δημιουργία ταινιών ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας συμβαδίζουν και αλληλοεπηρεάζονται πολύ.

Το σινεμά σας είναι εκείνο των «μικρών» ανθρώπων, των μικρών χειρονομιών, των έντονων συναισθημάτων- ένα λυρικό σινεμά για τη χαρά, τη θλίψη, την ποίηση που εμφιλοχωρούν στην καθημερινότητα. Είναι έτσι;

Όπως επισήμανες, στις ταινίες μου συχνά προσπαθώ να εξυψώσω το συνηθισμένο με το να παρουσιάζω το σύμπαν που κρύβεται στις ζωές εκείνων, οι οποίοι δεν αφήνουν το σημάδι τους στην ιστορία, των απλών πολιτών. Για τα πράγματα που είναι δύσκολο να δούμε, που δεν μπορούν να ιδωθούν, χρησιμοποιώ το «φιλμ», προκειμένου να τα μεταφράσω και να τα μοιραστώ ως εκφράσεις με τους ανθρώπους.



Τα άνθη της κερασιάς φαίνεται να αποτελούν μια από τις κύριες μεταφορές για το χρόνο στο Γλυκό φασόλι. Ποια είναι η συμβολική τους σπουδαιότητα στην ιαπωνική παράδοση;

Αισθάνομαι ότι τα άνθη της κερασιάς ενσαρκώνουν την ιαπωνική κουλτούρα και μας δίνουν μια αίσθηση αρχής και τέλους. Αυτά τα λουλούδια είναι σε πλήρη ανθοφορία μόνο για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η ομορφιά του πώς πέφτουν στο έδαφος και τα όσα νιώθουν οι άνθρωποι, όταν με ανυπομονησία περιμένουν αυτή τη στιγμή, αντανακλούν την ευθραυστότητα της ζωής και τις αιώνιες ευχές. Η πνευματικότητα συνδέεται με την αρχαία Ιαπωνία και μέσα στις 4 εποχές και τα χαρακτηριστικά της φύσης. Όταν τελειώνει η άνοιξη, φτάνει το καλοκαίρι, έπειτα το φθινόπωρο και ο χειμώνας, καθώς νιώθουμε την εναλλαγή των εποχών, την αρχή και το τέλος τους. Είναι σαν να βιώνουμε διαφορετικά συναισθήματα, όπως «θλίψη» και «χαρά» την ίδια στιγμή.

Όπως το αντιλαμβάνομαι, το Γλυκό φασόλι είναι μια ελεγεία για τη ζωή, το θάνατο, τη μοναξιά, τις δεύτερες ευκαιρίες- και την ανάγκη να μοιραστείς ανήκουστες, παραμελημένες ή ανεπιθύμητες ιστορίες. Περί αυτού πρόκειται, τελικά;

Εδώ βρίσκεται το σημείο, όπου η «λέπρα» αποτυπώνει της «αχρείαστες και αγνοημένες ιστορίες», οι οποίες, όπως ξέρεις, υφίστανται κατά εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο. Νιώθω ότι αυτή η ταινία μπορεί να είναι εκείνη η αχτίδα ελπίδας για εκείνους που βρίσκονται σε απόγνωση, όταν αισθάνονται ότι η ζωή τους έχει τελειώσει, ή δε θα έχουν ποτέ μια δεύτερη ευκαιρία. Εισπράττουμε κουράγιο από τη σπάνια ύπαρξη της «Τόκουε», η οποία γέμισε τη ζωή της ακούγοντας τη «φωνή» των γλυκών φασολιών.

Εφαρμόζετε την ίδια «χειροποίητη» ευαισθησία στη δημιουργία των ταινιών σας με της Τόκουε, όταν φτιάχνει τα ντοραγιάκι;

Δε νομίζω πως είμαι δεξιοτέχνης, αλλά σίγουρα θεωρώ τον εαυτό μου ως συυγραφέα που εισάγει χειροποίητη ευαισθησία στην τέχνη του.



Τι αναζητάτε κυρίως στους ηθοποιούς και τις ηθοποιούς, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες, όταν κάνετε κάστινγκ για μια ταινία;

Τα «μάτια» τους. Τα «μάτια» τους είναι αυτό που αφηγείται ό,τι βρίσκεται στην καρδιά. Ακόμα και για εκείνους, οι οποίοι διαθέτουν πιο εκλεπτυσμένη έκφραση, είναι το μάτι τους ο τόπος που κατοικεί η ψυχή τους, κι αυτό δίνει δύναμη στη ρίζα του φιλμ.

Πόσο, και προς ποια κατεύθυνση, έχει αλλάξει η ιαπωνική κοινωνία, την οποία παρατηρείτε τόσο στενά, στη διάρκεια των χρόνων που γυρίζετε ταινίες;

Νομίζω ότι έχει αλλάξει πολύ. Πώς ξοδεύεται ο «χρόνος», πώς επικοινωνούμε με «ανθρώπους», αυτά τα σημαντικά πράγματα έχουν γίνει εύκολα. Αρχικά, στην ιαπωνική πολιτιστική αισθητική όσα ήταν δύσκολο να αποκτηθούν απαιτούσαν χρόνο και ζύμωση, ώσπου κάτι «αυθεντικό» να βρεθεί. Αυτός είναι ο λόγος που κάτι τέτοιο φυλασσόταν σαν θησαυρός και θεωρείτο «ξεχωριστό». Στο σημερινό κόσμο μας, η ευκολία και η άνεση έχουν προοδεύσει και αυτή η ίδια η πρόοδος έχει ως συνέπεια την καταλήστευση της παράδοσης, της κουλτούρας και της μοναδικότητας. Αφού η ανταλλαγή ήταν κάτι δύσκολο για το νησιωτικό μας έθνος, η μοναδικότητα ανθούσε, αλλά τώρα, με την εξάπλωση του ίντερνετ, η ευκολία έχει γίνει κυρίαρχη.



Υπάρχει ένα γυναικείο ή θηλυκό βλέμμα στο σινεμά και, αν ναι, κατά ποια έννοια διαφοροποιείται από το αρσενικό/αντρικό; Ποια έχει υπάρξει η μεγαλύτερη πρόκληση, την οποία βιώσατε ως γυναίκα, στην ανδροκρατούμενη κινηματογραφική βιομηχανία;

Όντως αισθάνομαι ότι αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο αλήθεια, αν και δεν μπορούμε να κατηγοριοποιούμε και να ταξινομούμε τους ανθρώπους με ευκολία. Η θηλυκότητα στους άντρες και η αρρεπωνότητα στις γυναίκες υφίστανται. Ναι ή όχι, μαύρο ή άσπρο, υπάρχει αναρίθμητη ποικιλομορφία- και υπάρχει μέσα μας, επίσης. Κατανοώ απολύτως την ανακουφιστική αίσθηση που προκύπτει με τις κατηγορίες, αλλά πιστεύω πως οι εκφράσεις, οι οποίες δεν κατηγοριοποιούνται, είναι αυτές που συνδέονται με τη γέννηση καλλιτεχνών όπως εγώ. Με αυτή την έννοια, η πρόκλησή μου είναι να μην κατηγοριοποιούμαι, αλλά να συνεχίζω να εκφράζω τη μοναδικότητά μου, η οποία μπορεί να αναχθεί στις καταβολές μου. Για να το θέσω απλά, το να μη χάσω τον «εαυτό» μου.

Από τον καιρό του ντεμπούτου σας μυθοπλασίας Suzaku, που προβλήθηκε στις Κάννες 20 χρόνια πριν, έχετε υπάρξει ανάμεσα στις «αγαπημένες» σκηνοθέτριες του φεστιβάλ ανά τα χρόνια. Αισθάνεστε έτσι; Πόυ αποδίδετε τη σταθερή εμπιστοσύνη των προγραμματιστών του στη δουλειά σας;

Αναμφίβολα, εισπράττω αγάπη απο τις Κάννες. Και πράγματι νιώθω ότι με έχουν γαλουχήσει. Όπως έχω δηλώσει κι άλλοτε, νομίζω πως αυτό συμβαίνει γιατί συνεχίζω να δημιουργώ «κάτι που μόνο η Ναόμι Καουάσε μπορεί να δημιουργήσει».  

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Ναόμι Καουάσε, η οποία βρήκε το χρόνο να απαντήσει στις ερωτήσεις μου εν μέσω post-production της καινούριας της ταινίας Radiance, και την βοηθό της Deguchi Chiharu για την πολύτιμη συνδρομή της στη διεξαγωγή της συνέντευξης.

Η ταινία της Ναόμι Καουάσε Γλυκό φασόλι προβάλλεται από τις 9 Φεβρουαρίου στους κινηματογράφους σε διανομή της Mikrokosmos/Flisvos Films.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Μοχάμεντ Ντιάμπ: «Για την αιγυπτιακή κοινωνία δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από το μαζί»


Το κλειστοφοβικό πολιτικο-κοινωνικό θρίλερ του πολλά υποσχόμενου Αιγύπτιου σκηνοθέτη Μοχάμεντ Ντιάμπ Η κλούβα, εξ ολοκλήρου γυρισμένο σε μια αστυνομική κλούβα, αποτυπώνει με οδυνηρή διαύγεια τη χαοτική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μέσα από την ιστορία μιας πλειάδας αντιπροσωπευτικών χαρακτήρων διαφορετικών πεποιθήσεων, έγκλειστων εκεί για τα 97 εκρηκτικά λεπτά της ταινίας. Το φιλμ του Ντιάμπ, με το οποίο εγκαινιάστηκε το τμήμα Ένα κάποιο βλέμμα του περσινού Φεστιβάλ Καννών, προκάλεσε παθιασμένες συζητήσεις και διαμάχες στην Αίγυπτο και προβάλλεται από τις 9 Φεβρουαρίου  στις αίθουσες, μετά την πανελλήνια πρεμιέρα του στο περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη.

Από τη σεξουαλική παρενόχληση γυναικών (Οι γυναίκες του λεωφορείου 678), στην πολιτική βία και τη στρατιωτική καταστολή (Η κλούβα), δε φοβάσαι ποτέ να καταπιαστείς με σύγχρονα ζητήματα, ως επί το πλείστον συνδεόμενα με την αιγυπτιακή κοινωνία. Θεωρείς τη σκηνοθεσία πολιτική διαδικασία, μια αντανάκλαση του πώς λειτουργείς πολιτικά ως άτομο;

Για μένα η σκηνοθεσία είναι κάτι άλλο. Όταν γράφω και σκηνοθετώ μια ταινία, πρόκειται για 3 χρόνια από τη ζωή μου, επομένως χρειάζεται να έχω κίνητρο, μια ιδέα που να με έχει συγκινήσει τόσο πολύ, ώστε να είμαι εντάξει με το να αφιερώσω αυτό τον καιρό στοχαζόμενος πάνω στη συγκεκριμένη ιδέα κάθε μέρα που περνά. Ασφαλώς, οι περισσότερες από αυτές αφορούν ουσιωδώς την κοινωνία μου. Η πρώτη σχετιζόταν με τη σεξουαλική παρενόχληση. Ένιωσα την ανάγκη να καταπιαστώ μ’ αυτή, ιδίως ως άντρας, γιατί εκείνη την περίοδο κανένας δεν παραδεχόταν πως αντιμετωπίζαμε αυτό το πρόβλημα στην Αίγυπτο- οι γυναίκες κυρίως ήταν εκείνες που το συζητούσαν, ενώ οι άντρες κυρίως εκείνοι που αρνούνταν την ύπαρξή του.



Το ίδιο και με την Κλούβα. Κάποια στιγμή, συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει πιο σημαντική ιδέα στην αιγυπτιακή κοινωνία από εκείνη της συνύπαρξης. Όταν μια χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα εμφύλιου πολέμου, δεν υπάρχει κάτι ουσιαστικότερο από το να πεις «όχι, δεν είναι αυτή η λύση». Εξ αποστάσεως, είμαι το είδος του ανθρώπου, ο οποίος θα ήθελε οι ταινίες που κάνει να έχουν θετική επίδραση στους ανθρώπους, να αλλάξουν τη ζωή τους, να τους φέρουν κοντά. Δε με βλέπω ως πολιτικοποιημένο άτομο, είμαι κοινωνικός ακτιβιστής. Ϊσως η επόμενη ταινία μου να είναι μόνο για την αγάπη. Δεν ξέρω.

Η πιο πρόσφατη ταινία σου Η κλούβα, προσφέρει μια ολοκληρωμένη, αν και ενοχλητική, εικόνα της μετεπαναστατικής αιγυπτιακής κοινωνίας. Πόσο δούλεψες πάνω στη βασική ιδέα της ταινίας και σε ποιο βαθμό μετασχηματίστηκε με τον καιρό;

Η ιδέα ήρθε στον αδερφό μου, που είναι και συν-σεναριογράφος, και σε μένα στο τέλος του 2013 και μας πήρε 3 χρόνια, για να την υλοποιήσουμε. Τουλάχιστον ένα χρόνο πριν την έναρξη των γυρισμάτων, κατασκευάσαμε μια ξύλινη ρεπλίκα της κλούβας και ξεκινήσαμε τις πρόβες με τους ηθοποιούς εκεί, ανακαλύπτοντας ιδέες και καταστάσεις, οι οποίες δεν περιέχονταν στο σενάριο. Έπειτα, γυρίσαμε όλη την ταινία μέσα στην κλούβα, γεγονός που μου δίδαξε πολλά για τον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά. Τα γυρίσματα υπήρξαν πρόκληση από τεχνικής άποψης, ιδίως για κάποιον όπως εγώ με μηδενικό τεχνικό υπόβαθρο. Ήταν η περίοδος της δοκιμής και του λάθους.



Γιατί επέλεξες να τη γυρίσεις σε κλειστό χώρο;

Γιατί ήθελα οι θεατές της ταινίας να βιώσουν αυτή την εμπειρία ως δικιά τους- αν βρεθείς σε μια τέτοια κλούβα, έτσι βλέπεις τον κόσμο. Για μένα, σε αυτό συνίσταται το σινεμά, στο να βλέπεις τον κόσμο μέσω της ιδέας, των ματιών ενός άλλου. Κι η συγκεκριμένη ταινία βλέπει τον κόσμο μέσω των εμπειριών άλλων ανθρώπων. Αυτή είναι Αίγυπτός μας, παραπονιόμαστε πολύ, είναι δύσκολο, αλλά ζούμε μαζί και πρέπει να βρούμε ένα τρόπο. Για την αιγυπτιακή κοινωνία δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από το μαζί.

Παρά την ύπαρξη του συγκεκριμένου φορμαλιστικού περιορισμού, αλλά και πρόκλησης, καταφέρνεις να διατηρήσεις μια απίστευτη αίσθηση ρυθμού και αγωνίας σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Πόσο δύσκολο ήταν να πετύχεις αυτό το αποτέλεσμα;

Πάντα λέμε ότι, όσο περισσότερο περιορίζεσαι, τόσο περισσότερο αποκτάς στιλ, τόσο πιο πολύ αναγκάζεσαι να είσαι δημιουργικός. Ένα φιλμ με 27-28 βασικούς χαρακτήρες ήταν μια τεράστια πρόκληση. Πώς μπορείς να συμπάσχεις με καθένα από τους χαρακτήρες, με όλες τις πολιτικές πτυχές ή τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί και προκύπτουν στην ταινία; Αλλά, όπως προείπα, οι πρόβες πριν τα γυρίσματα βοήθησαν πολύ προς αυτή την κατεύθυνση. Μια άλλη πρόκληση, ήταν τα γυρίσματα στους δρόμους. Ήταν αυτοκτονία. Γι’ αυτό και έπρεπε να γυρίζουμε γρήγορα και με επαγγελματισμό. Ακόμα κι έτσι, η σκηνή στη γέφυρα ήταν μια καταστροφή, γιατί επενέβη η αστυνομία, οι άνθρωποι της γειτονιάς μας επιτέθηκαν και ο οικονομικός διευθυντής της παραγωγής έπεσε θύμα απαγωγής. Χτυπήθηκε λίγο, αλλά έπειτα μου είπε ότι θα το ξαναεμπλεκόταν στην ταινία! Οι Αιγύπτιοι, εξάλλου, ενθουσιάζονται: οι μισοί υποστήριζαν την αστυνομία κι οι υπόλοιποι με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Όλη η διαδικασία έμοιαζε αληθινή κι οι άνθρωποι ήθελαν να συμμετάσχουν.



Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι στο σύνολό τους εξαιρετικές. Πόσο κοντά στους χαρακτήρες που υποδύονταν βρίσκονταν- ή πόσο διέφεραν στην πραγματική τους ζωή;

7-8 από τους χαρακτήρες της ταινίας βασίζονταν στους πραγματικούς. Δε χρειαζόταν να μιμηθούν κάποιον, απλώς να έχουν μια ιδέα για το ποιος είναι, ποιο είναι το ταξίδι της ζωής του. Έδωσα στον κάθε ηθοποιό την ελευθερία να υποδυθεί το χαρακτήρα με τον τρόπο που ήθελε. Άλλωστε, επειδή ήταν μια τόσο δύσκολη ταινία, το σενάριο ξαναγράφτηκε 13 φορές, ενώ ακύρωσα χαρακτήρες και έδωσα σε ηθοποιούς διαφορετικούς ρόλους. Όταν βλέπεις ηθοποιούς να αλληλεπιδρούν, αντιλαμβάνεσαι τι είναι αληθινό, τι ψεύτικο, τι περιττό, τι λειτουργικό και τι όχι. Ελπίζω να μπορέσω να ξανακάνω κάτι τέτοιο, να δώσω στον εαυτό μου να εξασκηθώ, πριν κάνω μια ταινία.



Παρά τις συμφιλιωτικές της προθέσεις, η Κλούβα υπαινίσσεται ένα χαοτικό, και πιθανότατα όχι αισιόδοξο, τέλος. Έτσι αντιλαμβάνεσαι την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Αίγυπτο; Και πώς έγινε δεκτή η ταινία σου στη χώρα;

Για μένα, πρόκειται για ανοιχτό τέλος, συνεπώς ο καθένας έχει τη δικιά του ερμηνεία. Αλλά, ρεαλιστικά και ειλικρινά μιλώντας, οι πιθανότητες είναι σε βάρος των Αιγυπτίων, σε βάρος των χαρακτήρων στην κλούβα. Στις μέρες μας η λέξη «συνύπαρξη» ισοδυναμεί με προδοσία. Γι’ αυτό και, όταν προβλήθηκε η ταινία στην Αίγυπτο, μας εκτόξευσαν όλων των ειδών τις κατηγορίες από κάθε πλευρά. Κάθε πλευρά αντιμετωπίζει την άλλη ως κάτι τερατώδες, διαβολικό. Ήταν σαν να κάνεις μια ταινία για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία παρουσιάζει με ανθρωπιά τους Γερμανούς, τους Ιταλούς, τους Αμερικανούς και τους Ιάπωνες. Ωστόσο, είμαι ονειροπόλος, εξακολουθώ να ονειρεύομαι. Οτιδήποτε συμβαίνει στην κοινωνία ανάγεται στις επιλογές του καθενός. Προσωπικά, διαλέγω την ιδέα της συνύπαρξης κι ελπίζω να λειτουργήσει. Δε θέλω να είμαι πεσιμιστής. Σε πολλούς, άλλωστε, άρεσε η ταινία και το μήνυμά της, η προώθηση της ιδέας της Επανάστασης πως υπάρχει χώρος για τον καθένα.



Η Κλούβα υπήρξε η πρόταση της Αιγύπτου για το φετινό Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Δεδομένης της ανοιχτά κριτικής στάσης της ταινίας σου απέναντι στις διάφορες πτυχές της αιγυπτιακής κοινωνίας, καθώς και στις θρησκευτικές και στρατιωτικές δομές εξουσίας, σε εξέπληξε αυτή η επιλογή;

Επειδή, σύμφωνα με το ισχύον σύστημα, προτάθηκε από ανεξάρτητους καλλιτέχνες, δεν ήταν έκπληξη. Αν επρόκειτο για κυβερνητική επιλογή, θα ήταν μεγάλη.

Πότε αναμένεται να ξεκινήσουν τα γυρίσματα της επόμενης δουλειάς σου;

Το επόμενο εγχείρημα, το οποίο ονειρεύομαι να υλοποιήσω, είναι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που γράφω. Θα είναι στα αγγλικά. Κατά κάποιο τρόπο, επέλεξα να γυρίσω μια τέτοια ταινία για να δραπετεύσω. Έχω κατακλυστεί από τα πολιτικά και τα κοινωνικά ζητήματα και ήθελα να μιλήσω για κάτι που δεν υπάρχει, φανταζόμενος το μέλλον. Δε θα περιέχει ιπτάμενους δίσκους, πάντως!

Ευχαριστώ πολύ τον Μοχάμεντ Ντιάμπ, ο οποίος, εν μέσω της συγγραφής του σεναρίου της καινούριας του ταινίας, ξέκλεψε λίγο χρόνο για τη συνομιλία μας, και την Ελένη Τεμπονέρα από το Γραφείο Τύπου της Weird Wave για τη συμβολή της στην πραγματοποίησή της.

Η ταινία του Μοχάμεντ Ντιάμπ Η κλούβα προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 9 Φεβρουαρίου σε διανομή της Weird Wave.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Κιμ Νουέν: «Το να έρχεσαι αντιμέτωπος με το κρύο σου θυμίζει πως έχεις σώμα»


Ο Κιμ Νουέν, ένας από τους πιο αξιόλογους σύγχρονους Καναδούς σκηνοθέτες, βρέθηκε για λίγες μέρες στην Αθήνα στο πλαίσιο της πρώτης Εβδομάδας Καναδικού Κινηματογράφου, που ολοκληρώνεται την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Στη διάρκεια της παραμονής του, παρουσίασε στο αθηναϊκο κοινό την πιο πρόσφατη ταινία του Δυο εραστές και μια αρκούδα, μια ιστορία αγάπης και πόνου με φόντο το αφιλόξενο αρκτικό τοπίο και πρωταγωνιστές δυο εραστές και μια... αρκούδα με φιλοσοφημένη διάθεση. Τον συναντήσαμε.

Ποια είναι η σχέση με το αρκτικό τοπίο αυτό όχι μόνο ως τέτοιο, αλλά και ως πλαίσιο αναφοράς, ως αίσθηση, ως διάθεση;

Είναι περίεργο, αλλά πρόκειται για κάτι που ξαναανακάλυψα πρόσφατα. Όταν ζεις σ’ ένα κρύο μέρος όπως ο Καναδάς, υπάρχει πάντα μια περίοδος, κατά την οποία θέλεις να απαρνηθείς τη σχέση σου με το κρύο και να μείνεις μέσα. Τον τελευταίο καιρό, ωστόσο, μέσω των χειμερινών σπορ και της διαδικασίας δημιουργίας αυτής της ταινίας, συνειδητοποίησα ότι συνδέομαι βαθιά με το κρύο, με το αρκτικό τοπίο, με τον άνεμο. Νομίζω, λοιπόν, πως η καλύτερη εξήγηση που έχω είναι ότι στις μέρες μας δε βγαίνουμε έξω πλέον. Κάνουμε παραγγελίες μέσω Amazon ή του eBay, στέλνουμε γραπτά μηνύματα. Η σχέση μας με τον εαυτό μας και τη φύση δεν υφίσταται όσο στο παρελθόν. Για μένα, έτσι, το να έρχεσαι αντιμέτωπος με το κρύο και τις ακραίες θερμοκρασίες κατά κάποιο τρόπο σου θυμίζει πως έχεις ένα σώμα, με την καλή έννοια. Είναι, επομένως, μια σύνδεση με τον εαυτό σου. Όταν εισέρχεσαι σε πολύ κρύες συνθήκες, πρέπει να γνωρίζεις ολόκληρο το σώμα σου, κι έτσι επανασυνδέεσαι μ’ αυτό.



Αυτές οι καιρικές συνθήκες είναι, επίσης, ένα είδος καταφυγίου, μια απόδραση από προβληματικές καταστάσεις.

Όχι στην περίπτωσή μου, αλλά πολλοί άνθρωποι που συναντάς στις αρκτικές περιοχές, έχουν ξεφύγει από πράγματα. Υπάρχει μια παροιμία, σύμφωνα με την οποία όσοι έρχονται από το Νότο και έχουν ζήσει εκεί για καναδυό χρόνια, βρίσκονται σ’ αυτό το μέρος είτε γιατί ξεφεύγουν από κάτι, είτε για να βρουν κάτι. Ή λίγο κι απ’ τα δύο. Κι αυτό ισχύει για τους περισσότερους ανθρώπους που συνάντησα ή τα ήπιαμε παρέα στο Βορρά και προέρχονται από το Νότο.



Αυτό πιθανότατα ισχύει και για τους πρωταγωνιστές της ταινίας σου. Κι οι δύο προσπαθούν να αποδράσουν από καταστάσεις και ανθρώπους που πάντα τους στοίχειωναν. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ταινία, η οποία αφορά και στην υπέρβαση, την κατανίκηση φόβων και φοβιών;

Νομίζω πως κάθε άνθρωπος αναζητά την επιβίωση, αλλά και το πιο σοβαρό του εμπόδιο, προσπαθώντας να προχωρήσει πέρα από αυτό. Δεν είναι ποτέ εύκολο. Σ’ αυτή την περίπτωση, μάλιστα, αυτό είναι ακόμα πιο εμφανές, μιας και βιώνουν τα εσωτερικά τους τραύματα από το παρελθόν. Όταν διάβασα τη δεκασέλιδη ιστορία, όπου βασίζεται το φιλμ, υπήρχε ένα εντυπωσιακό γεγονός, το ότι η περιοχή και οι αντίξοες συνθήκες σχεδόν γίνονται οι ίδιες ένας χαρακτήρας. Κι αυτό βοηθά στο να αποκτήσουν υλική υπόσταση οι εσωτερικοί «δαίμονες» των ηρώων. Ο αγώνας τους να αντιμετωπίσουν τις σκληρές συνθήκες συνιστά μια αναπαράσταση της εσωτερικής τους πάλης.

Το τοπίο είναι ένας χαρακτήρας που «αναπνέει», επίσης.

10 χρόνια πριν, συνήθιζα να κάνω storyboard για το καθετί, να σχεδιάζω κάθε λήψη- κι εξακολουθώ να το κάνω για τις σύνθετες σκηνές. Αλλά τώρα με ενδιαφέρει περισσότερο τι χρειάζεται η ιστορία και τι σου φέρνει η ίδια η ταινία, χρησιμοποιώντας τη ματιά του φωτογράφου. Ξαναπαίζοντας τις φωτογραφίες που είχαμε τραβήξει ήταν εκπληκτικό, γιατί έμοιαζε σαν μια γη που αναπνέει. Δεν είχα ξαναδει κάτι τέτοιο, ότι η γη έμοιαζε με μια ζωντανή ύπαρξη.

Πρώτη φορά ταξίδεψες τόσο βόρεια;

Για αυτή την ταινία ιδίως, ναι. Έκανα έρευνα, ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκα τις πραγματικές αρκτικές περιοχές. Αυτό που είναι εκπληκτικό εκεί είναι πως, κάποια στιγμή, η γραμμή των δέντρων εξαφανίζεται, σαν μια ξυριστική μηχανή να εξαφάνισε τα δέντρα. Αυτή η καθαρότητα του τοπίου το καθιστά πραγματικά εντυπωσιακό.

Ανέφερες πριν την αθηναϊκή πρεμιέρα του φιλμ ότι έχεις επηρεαστεί από την αρχαιοελληνική παράδοση. Αποτελεί για σένα πηγή έμπνευσης στο επίπεδο της αφήγησης ιστοριών και της αφηγηματικής δομής;

Είναι πιθανότατα μια από τις ισχυρότερες επιδράσεις σήμερα στη συγγραφή σεναρίων στις Η.Π.Α. Η αρχαιοελληνική τραγωδία είναι η ισχυρότερη επίδραση, θα έλεγα. Είμαι σχεδόν βέβαιος γι’ αυτό. Υπήρχε ένας «γιατρός σεναρίων», ο Σιντ Φιλντ, ο οποίος είχε κατοχυρώσει τη δομή σε 3 μέρη ισχυριζόμενος ότι την επινόησε, αλλά έχει επινοηθεί 2.000 χρόνια πριν. Και οι Ιάπωνες την έχουν. Αυτή η δομή εφαρμόζεται σχεδόν σε όλα τα δίωρης διάρκειας σενάρια. Αλλά, για μένα, το πιο βοηθητικό όταν γράφω σενάρια, ιδίως όταν δε διαθέτουν κάποιο στοιχείο τραγωδίας, είναι να προσπαθήσω να «τραγικοποιήσω» την ιστορία. Αυτό, στην ουσία του, είναι απλούστερο. Αναζητώ, λοιπόν, σύμβολα που σχετίζονται με τη σπηλιά, για παράδειγμα, ή τον σοφό άντρα. Αυτά τα οδυσσειακά σύμβολα είναι πολύ βοηθητικά. Και όσο λιγότερο ταιριάζει η ιστορία στην αρχαιοελληνική τραγωδία, τόσο περισσότερο χρήσιμα είναι, γιατί σε διευκολύνουν να της προσδώσεις δυναμική.



Πού εντάσσεται, λοιπόν, η πολική αρκούδα σ’ αυτό το πλαίσιο;

Είναι ο σοφός άντρας!

Κι η σχέση σου με τους ντόπιους; Σε βοήθησαν, έδειξαν κατανόηση, ή ένιωθαν αμήχανα που ένας ξενομερίτης σκηνοθέτης εισερχόταν στο μικρόκοσμό τους;

Για να λέμε την αλήθεια, το Ικάλουιτ, όπου έκανα τα γυρίσματα, είναι μια πολύ σύγχρονη πόλη, από τις πιο σύγχρονες στον κόσμο, γιατί έχει να αντιμετωπίσει ακραίες θερμοκρασίες και χρησιμοποιεί όλη τη διαθέσιμη τεχνολογία γι’ αυτό το σκοπό. Δεν πρόκειται, επομένως, καθόλου για τη ρομαντική τοποθεσία που θα περίμενες από το Βορρά. Είναι σαν μια σεληνιακή βάση, σαν μια πόλη βγαλμένη από την επιστημονική φαντασία. Αυτή, λοιπόν, ήταν μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις που βίωσα, και ήθελα να την ενσωματώσω στην ταινία. Κάτι το οποίο υπήρξε πραγματικά υπέροχο όσο βρισκόμουν εκεί ήταν ότι οι ιθαγενείς, όντας υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν το κρύο, πρέπει πάντα να προβλέπουν το χειρότερο σενάριο. Βγαίνεις, ας πούμε, με το χιονοέλκηθρο για μια ώρα από την πόλη, μπορεί να αποκλειστείς εν μέσω χιονοθύελλας, και άρα χρειάζεται να έχεις μαζί σου φαγητό. Δεν κάνουμε κάτι τέτοιο στην Αθήνα ή το Μόντρεαλ. Κατανόησαν, έτσι, οι ντόπιοι απόλυτα τις αρχές που διείπαν το γύρισμα ερχόμενοι προετοιμασμένοι γι’ αυτό.



Μιας και ανέφερες τους ντόπιους, είσαι παιδί μικτού γάμου, με πατέρα Βιτναμέζο και μητέρα Καναδέζα. Πώς ήταν για σένα να μεγαλώνεις στην καναδική κοινωνία των δεκαετιών του ’70 και του ’80;

Νομίζω ότι βίωσα μια από τις πιο ανοιχτόμυαλες παιδικές ηλικίες που μπορεί κάποιος να ζήσει. Όντας ελάχιστα διαφορετικός σε ένα βορειοαμερικανικό πλαίσιο, πράγματι θυμάμαι κάποια περιστατικά, όπως το να δέχομαι κάποιες προσβολές, αλλά η εμπειρία μου απέχει από αυτό που άλλοι ίσως βίωσαν. Θυμάμαι, επίσης, πως κι εγώ ήμουν ρατσιστής ως παιδί απέναντι σε άλλες κουλτούρες, γιατί ήμαστε απλώς παιδιά και ανόητα. Έπειτα μαθαίνεις, και αλλάζεις στάση. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να μαθαίνεις και να διορθώνεις τα λάθη σου. Επιπλέον, δεν έζησα πόλεμο, ούτε κι οι γονείς μου. Στην Ελλάδα, οι περισσότεροι παππούδες και οι γιαγιάδες βίωσαν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κι όμως, πολλά από όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια θυμίζουν πολεμικές συνθήκες, κι όχι απαραίτητα σε σχέση με την ύπαρξη θυμάτων, αν και έχουν υπάρξει χιλιάδες αυτοκτονίες.

Αλήθεια; Δεν το ήξερα.



Μου έχει κάνει εντύπωση που ο Καναδάς αποτυπώνεται ευρύτατα ως ένας επίγειος παράδεισος, όπου η ποικιλομορφία και ο πολυπολιτισμός ανθούν. Είναι έτσι, βάσει της εμπειρίας σου ως Καναδός πολίτης;

Είναι πάντα μια εύθραυστη κατάσταση. Ιδίως στο Κεμπέκ, υπάρχουν πιτσιρίκια που είναι απομονωμένα στο ίντερνετ και έχουν όλο και λιγότερη επαφή με την κοινωνία. Αυτό είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα των ημερών μας, ίσως σε πολλά μέρη στη Βόρεια Αμερική. Αυτό αισθάνομαι ότι συμβαίνει λιγότερο στην Ευρώπη, ύπάρχει εδώ η παράδοση της αδελφοσύνης, της εγγύητητας στον άνθρωπο. Αντίθετα, στη Βόρεια Αμερική υπάρχει πολλή απομόνωση, λόγω της αστικοποίησης, και η έλλειψη ανεκτικότητας μπορεί να επανεμφανιστεί έτσι απλά. Και με τον Τραμπ να λέει διάφορα, πράγματα που ακούω και στο Μόντρεαλ, υπάρχει η άνοδος της δυσανεξίας και του φόβου. Όχι απαραιτήτως του ρατσισμού, περισσότερο πρόκειται για ξενοφοβία και για ένα άγχος απέναντι σε άλλες κουλτούρες. Το βλέπουμε και αλλού στον Καναδά. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να κρατήσουμε το διάλογο ζωντανό.

Αυτή η δυσανεξία αποτυπώνεται και στον πρόσφατο εμπρησμό τζαμιού στο Κεμπέκ.

Είναι τρελό. Αν είχαμε λιγότερο έλεγχο στα όπλα, όπως συμβαίνει στις Η.Π.Α., θα συνέβαιναν περισσότερα τέτοια περιστατικά. Ο έλεγχος των όπλων είναι σημαντικό να διατηρηθεί.

Ευχαριστώ θερμά την Ευάννα Βενάρδου από το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της κουβέντας, καθώς και την Νίνα Βελιγράδη από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος για τη συνδρομή της στη διεξαγωγή της.

Η πρώτη Εβδομάδα Καναδικού Κινηματογράφου ολοκληρώνεται την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος με την προβολή των ταινιών Iqaluit (2016) του Μπενουά Πιλόν (20:00, αίθουσα 1) και Εφιάλτες (2016) του Νέιθαν Μορλάντο (22:00, αίθουσα 1).