Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Diamanda Galás: «Τραγουδώ όπως νιώθω»


Όσο κι αν «προβάρεις» μια κουβέντα με την Diamanda Galás, την χαρισματική μουσικό, τραγουδίστρια, περφόρμερ, συγγραφέα και ζωγράφο, όταν αυτή συμβαίνει συνειδητοποιείς ότι θα τη βιώσεις όπως της αρμόζει μόνο αν αφεθείς στη ροή της. Αυτό συνέβη και στη μεταξύ μας τηλεφωνική συνομιλία ενόψει της μοναδικής συναυλίας της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το Σάββατο 20 Μαΐου.

Εν μέσω συναυλιών, πώς νιώθετε τη φωνή σας; Είναι σε καλή φόρμα;

Πάντα είναι σε καλή φόρμα. Mόνο όταν χρειάζεται να μιλήσω στο τηλέφωνο υπερβολικά έχω πρόβλημα με τη φωνή μου. Πολλές φορές, οι τηλεφωνικές συνομιλίες είναι κάτι δύσκολο.

Είτε πρόκειται για κάποιο ξέπνοο ψίθυρο, είτε για μια τρομακτική κραυγή, η φωνή σας είναι πολύ ιδιαίτερη, προξενώντας σε πολλούς μια ανησυχαστική αισθητηριακή εμπειρία.

Τραγουδώ όπως νιώθω, είναι κάτι φυσικό. Δε με ανησυχούν όλες αυτές οι περιγραφές. Τραγουδώ πολύ καιρό, ξέρεις. Έχω, λοιπόν, μελετήσει τoυς στίχους ενός τραγουδιού, την εξέλιξη και τη μελωδία του, προκειμένου να το γνωρίσω. Πρέπει να καταλάβεις ένα τραγούδι πολύ καλά, πριν το τραγουδήσεις.

Πειραματίζεστε με διάφορες μουσικές παραδόσεις και μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης σε μια εποχή που κάτι τέτοιο δεν αποτελεί τη νόρμα, η οποία αποδίδει.

Είσαι πολύ έξυπνος που το λες αυτό. Οι άνθρωποι θέλουν να τους πεις: «Eίσαι καλλιτέχνις των μπλουζ;», «είσαι καλλιτέχνις της τζαζ;», «είσαι καλλιτέχνις της ηλεκτρονικής μουσικής;» Por favor (στα ισπανικά), γιατί μου κάνετε αυτές τις ανοήτες ερωτήσεις; Γιατί δε μ’ αφήνετε απλώς να είμαι μουσικός; Ως μουσικός, είμαι οτιδήποτε ακούω. Παίζω, εξάλλου, μουσική - πιάνο και όργανο- από όταν ήμουν νέα. Έχω μάθει, επομένως, διαφορετικές παραδόσεις τραγουδιού, πολλές διαφορετικές παραδόσεις. Αν, λοιπόν, τραγουδώ ελληνική μουσική, είναι επειδή μπορώ. Αν τραγουδώ αιγυπτιακή, είναι γιατί μπορώ. Γιατί, επομένως, να μην το κάνω, αν το μπορώ;

Τι σας ελκύει στη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπινου ψυχισμού;

Πες μου, από ποια κουλτούρα προέρχεσαι;

Από Ελλάδα.

Τι; Είσαι Έλληνας; (Στα ελληνικά). Και με ρώτησες γιατί κάνω ό,τι κάνω (στα αγγλικά), γιατί έγινα ό,τι έγινα; Γιατί είμαι Ελληνίδα (στα ελληνικά). Στα ελληνικά έχουμε την αρχαιοελληνική τραγωδία. Υποφέρουμε τόσο πολύ, οι Έλληνες υποφέρουμε τόσο πολύ (στα αγγλικά).

Πόσο κόντα αισθάνεστε, λοιπόν, στην Ελλάδα, στην ελληνική πραγματικότητα;

Το ίδιο (στα ελληνικά). Γεννήθηκα στην Ελλάδα, έχω τις ίδιες εμμονές, την ίδια τρέλα με έναν Έλληνα. Η μητέρα είναι σαν τον άγιο της οικογένειας. Είμαι τόσο ευτυχισμένη που μιλάμε, ποτέ δεν κουβεντιάζω με Έλληνες, ποτέ δεν έχω την ευκαιρία να μιλήσω ελληνικά. Δεν ξέρω γιατί. Δεν πηγαίνω στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, γιατί δε με νοιάζει να το κάνω. Οι άνθρωποι, με τους οποίους κυρίως μιλάω, είναι Μεξικανοί, Κεντροαμερικανοί και Ισπανοί, γιατί υπάρχουν τόσοι πολλοί εδώ στις Η.Π.Α. Οι Έλληνες και οι Μεξικανοί έχουμε πολλά κοινά, οι αρχαίες κουλτούρες μας έχουν πολλά κοινά, καταλαβαίνουμε την τελετουργία του θανάτου κι έχουμε εμμονή μ’ αυτή.



Σ’ ενα από τα κείμενά σας αναφέρετε πως, για σας, η Ελλάδα είναι πιο κοντά στη Μικρά Ασία και ότι είναι υπερβολικά αρχαία, ώστε να θεωρηθεί ευρωπαϊκή.

Δεν είμαστε Ευρωπαίοι, είμαστε Μικρασιάτες, άνθρωποι από τη Μέση Ανατολή. Είμαι κομμάτι όλων αυτών των παραδόσεων. Όταν έρχεται στο μυαλό των ανθρώπων η Ελλάδα, είναι μια αναθεματισμένη τουριστική βιομηχανία.

Αναφέρετε τόσα πολλά σχετικά με τη θρησκεία- κι όχι μόνο στα τραγούδια σας-, ενώ είστε, επίσης, πολύ επικριτική απέναντι στην οργανωμένη της εκδοχή. Πώς συνδέεστε μ’ αυτή, γενικότερα- φιλοσοφικά, ηθικά, αισθητικά;

Είμαι άθεη. Όταν ο Θεός με προσκαλέσει σε δείπνο, θα το δούμε. Αλλά ουδέποτε έχω προσκληθεί σε ένα δείπνο από τον Θεό, ούτε και μου έχει κάνει κάποιες χάρες. Στην πραγματικότητα, δε μ’ ενδιαφέρει ο Θεός, αλλά οι άνθρωποι και τι εμείς μπορούμε να κάνουμε. Δεν περιμένω για τον σωτήρα, ξέρεις. Δε μ’ ενδιαφέρει και τόσο αυτού του είδους η φιλοσοφία, γιατί σημαίνει πως θα κάτσω εδώ και δε θα κάνω τίποτα.

Σας κατανοώ απόλυτα, γιατί κι εγώ είμαι άθεος.

Το καταλαβαίνεις, γιατί είσαι Έλληνας. Πόσες φορές δε δεχτήκαμε εισβολή από τόσες διαφορετικές ομάδες; Πώς μπορούμε να ελπίζουμε στον Θεό; Είπα, κάποτε, στην Μαρία Φαραντούρη την ιδέα μου: «Ένας ελληνορθόδοξος άθεος έχει μια βεβαιότητα για τον Διάβολο και καμιά ελπίδα για τον Θεό». Και συμφώνησε μαζί μου.

Κι ο θάνατος; Πολλά από τα τραγούδια σας περιστρέφονται γύρω απ’ αυτόν. Νιώθετε συμφιλιωμένη με το θάνατο;

Φοβάμαι το θάνατο, τον φοβάμαι τόσο πολύ. Δεν τον θέλω. Φοβάμαι για την μητέρα μου, την μόνη που μου έχει απομείνει από την οικογένειά μου. Φοβάμαι τόσο για εκείνη. Όταν πεθάνει, δεν ξέρω τι θα σκεφτώ. Δε θα ξέρω γιατί θα πρέπει να συνεχίσω να ζω.

Eίναι ηλικιωμένη;

Είναι 89 χρονών.

Τουλάχιστον έχει ζήσει μια γεμάτη ζωή.

Ναι, αλλά δεν είναι ποτέ αρκετό. Οι άνθρωποι, όταν πεθαίνουν, εκτός κι αν είναι πολύ άρρωστοι, λένε: «Όχι, δεν έχω τελειώσει με τη δουλειά μου!» (Γέλια).

Μιας και αναφέρεστε σε «δουλειά», σας ενδιαφέρει πώς θα σας θυμούνται- τόσο οι οικείοι, όσο και το κοινό;

Ξέρεις πώς θα με θυμούνται. Κάποιοι θα με θυμούνται ως απολύτως τρελή, και κάποιοι άλλοι με ένα πολύ θετικό τρόπο. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να συνεχίσω ό,τι κάνω. Γράφω πολύ, καθώς ξέρεις, και τραγουδώ, και παίζω πιάνο. Το γράψιμο δοκιμίων και κειμένων είναι για μένα εξίσου σημαντικό με τη μουσική. Γιατί οι άνθρωποι είναι ανόητοι και χρειάζεται να τους εκπαιδεύουμε.

Ζωγραφίζετε, επίσης.

Ω, ναι, ζωγραφίζω και το αγαπώ. Με βοηθά να επιβιώνω, κατά κάποιο τρόπο. Έχουμε διαφορετικούς τρόπους να λέμε την αλήθεια, ξέρεις. Η ζωγραφική προέρχεται από ένα διαφορετικό μέρος σε σύγκριση με τη μουσική.

Για διάβασμα έχετε χρόνο;

Διαβάζω πολύ τελευταία σχετικά με τη γενοκτονία των Ελλήνων από το 1914 μέχρι το 1923 και τη γενοκτονία στην Κύπρο. Δεν υπάρχει αρκετό ακαδημαϊκό ενδιαφέρον γι’ αυτά τα ζητήματα. Μας αντιμετωπίζουν σαν μια νεκρή κουλτούρα, που κάποτε ήταν ήταν σπουδαία, που μπορούν να κλέψουν τα πάντα από μας, και δεν έχουμε καμία δύναμη. Δεν έχουμε δύναμη πια (στα ελληνικά).



Οι δύο καινούριες σας δουλειές έχουν κυκλοφορήσει. Στο All the way, υπάρχει μια σύνθεση, το ξαναδούλεμα του You don’t know what love is. Η αγάπη, λοιπόν; Είναι μια χαμένη μάχη στις μέρες μας;

Ω, Θεέ μου. Η αγάπη είναι ο Διάβολος (στα ελληνικά). Είναι η χειρότερη εμπειρία για μένα, κάτι από το οποίο προσπαθώ να μείνω μακριά, γιατί είναι πολύ επικίνδυνο. Στους Έλληνες, ξέρεις, γι’ αυτό το λόγο αρέσουν τόσο τα τραγούδια για τον έρωτα και το θάνατο. Γιατί είναι πολύ κοντά. (Γέλια).

Πόσο καιρό έχετε να έρθετε στην Ελλάδα;

Κοντά στα οκτώ χρόνια. Αλλά η μητέρα μου ήταν άρρωστη. Και μου είπαν: «Της απομένουν τρία χρόνια ζωής». Λέω «όχι». Πήγα να την δω. Έμεινα μαζί της πέντε χρόνια, κι η μητέρα μου εξακολουθεί να ζει. Δε θέλω, λοιπόν, ν’ ακούω όλες αυτές τις βλακείες για το θάνατο, ούτε για γιατρό (στα ελληνικά). Δε θα μπορούσα να κάνω περιοδεία στην Ευρώπη, αν ήξερα ότι η μητέρα μου πέθαινε. Ποιος νοιάζεται για τη γαμημένη καριέρα; Μπορείς πάντα να επιστρέψεις σ’ αυτή, αλλά έχεις μόνο μία μάνα (στα ελληνικά).

Ευχαριστώ!

Γεια χαρά! (Στα ελληνικά).

Ευχαριστώ την Diamanda Galás από τα βάθη της καρδιάς μου για την τηλεφωνική μας συνομιλία.

Ευχαριστώ, επίσης, θερμά, τους Gedney Barclay, τον studio manager, και τον Jonathan Williger, τον εκπρόσωπο τύπου της, για την υπερ-πολύτιμη συμβολή τους στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Το προσωπικό site της Diamanda Galás είναι http://diamandagalas.com/

Η Diamanda Galás δίνει μια μοναδική συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη) το Σάββατο 20 Μαΐου στις 8 το βράδυ.  

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Την ενοχή του αναρχικού κομμουνιστή Τάσου Θεοφίλου για όλες τις κατηγορίες πρότεινε η εισαγγελέας


Με τις αγορεύσεις της εισαγγελέως Καλουτά Άννας και των συνηγόρων πολιτικής αγωγής συνεχίστηκε σήμερα η δίκη του αναρχικού κομμουνιστή Τάσου Θεοφίλου.

Όπως αναμενόταν, η εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του διωκόμενου για όλες τις κατηγορίες που του αποδίδονται, αναπαράγοντας στην ουσία του το παραπεμπτικό βούλευμα με την προσθήκη πληθώρας λογικών ακροβασιών σε ό,τι αφορά την υποτιθέμενη εμπλοκή του στη Σ.Π.Φ. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και οι αγορεύσεις των συνηγόρων πολιτικής αγωγής.

Ξεκινώντας την αγόρευσή της, η εισαγγελέας Καλουτά, η οποία κάθε τόσο έριχνε αγχωμένα βλέμματα στο ακροατήριο, πρότεινε να απορριφθούν «ως προδήλως αβάσιμοι» οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί Θεοφίλου περί της μη αποδεικτικής αξίας των συμπερασμάτων της ανάλυσης του DNA.

Σύμφωνα με την ίδια, η συλλογή, η φύλαξη και η ανάλυση του βιολογικού υλικού διεξήχθησαν με τον επιστημονικά ενδεδειγμένο και προβλεπόμενο τρόπο.

«Με ανθρωποκτόνο πρόθεση και ιδιαίτερη σκληρότητα πυροβόλησε 4 αφορές. Οι 4 από τους 5 κάλυκες έχουν πυροδοτηθεί από το ίδιο όπλο, που το έφερε ο ληστής με το καουμπόικο καπέλο», συνέχισε, αναφερόμενη ευθέως στον Τάσο Θεοφίλου και την υποτιθέμενη συμπλοκή του με τον Μίχα.

«Ήταν ο δράστης της ανθρωποκτονίας του Μίχα, γιατί ήταν ο μόνος που δε φορούσε καπέλο. Είναι ο ίδιος που πυροβόλησε και επιχείρησε να σκοτώσει τον Σπυρίδωνα Μπατιστάτο», συμπλήρωσε.

«Πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, το βιολογικό υλικό προέρχεται από τον κατηγορούμενο. Ουδέποτε ζήτησε επανάληψη της εξέτασης», υποστήριξε η εισαγγελέας, απαξιώνοντας ως «αβάσιμους και ατεκμηρίωτους» τους ισχυρισμούς της χημικού που είχε κληθεί να καταθέσει από την υπεράσπιση αναφορικά με το ζήτημα της επιμόλυνσης των δειγμάτων βιολογικού υλικού.

Εξίσου απαξιωτική υπήρξε και απέναντι στον ειδικό πραγματογνώμονα, ο οποίος είχε, επίσης, κληθεί από την υπεράσπιση, προκειμένου να προβεί στη συγκριτική ανάλυση του οπτικού υλικού της δικογραφίας.

«Αποκρύβει εσκεμμένα όλες τις πασιφανείς ομοιότητες ανάμεσα στο ληστή με το καουμπόικο καπέλο και τον κατηγορούμενο και εντελώς αυθαίρετα και αβάσιμα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μπορεί να μην είναι το ίδιο καπέλο», ισχυρίστηκε.

Εκεί, όμως, που έθεσε σε δοκιμασία το ισχνότατο συγγραφικό της «ταλέντο» ήταν στην απόπειρά της να συνδέσει τον Τάσο Θεοφίλου με την οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς.

Εκλαμβάνοντας ως θέσφατο τις «αναγνωρίσεις» του Θεοφίλου από τα στελέχη της Αντιτρομοκρατικής Χαρδαλιά, Μπαγατέλα και Μαρινόπουλο και χωρίς ούτε δευτερόλεπτο να αμφισβητήσει την αξιοπιστία του υποτιθέμενου «ανώνυμου τηλεφωνήματος» που τον κατονόμαζε, ενέταξε ανενδοίαστα τον διωκόμενο στα μέλη- και μάλιστα στα ιδρυτικά- της εν λόγω οργάνωσης.

«Ισότιμα συμμετείχε, υποστηρικτικός ο ρόλος του. Η δράση του ήταν να προστατεύει τους συγκατηγορούμενούς του ασκώντας αντιπαρακολούθηση. Συγκατείχε όπλα και πυρομαχικά», δήλωσε, χωρίς, φυσικά, να μπορεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της.

Εντύπωση προξενεί η αναφορά σε «συγκατηγορούμενους», παρότι ουδέποτε ο Τάσος Θεοφίλου έχει παραπεμφθεί σε δίκη για οποιαδήποτε υπόθεση της Σ.Π.Φ., ούτε έχει κατονομαστεί ως μέλος της από τον οποιονδήποτε- με εξαίρεση, φυσικά, το ασφαλίτικης προέλευσης «ανώνυμο τηλεφώνημα», αν υποθέσουμε πως πράγματι υπήρξε ένα τέτοιο.

«Τηρούσαν αυστηρούς συνωμοτικούς κανόνες. Άγνωστος ο τρόπος που καθόριζαν τις συναντήσεις τους», πρόσθεσε.

Εξευτελίζοντας, στη συνέχεια, κάθε έννοια επαγγελματικής αξιοπρέπειας, έκανε λόγο για ομοιότητα ανάμεσα σε πιστόλια που φέρεται να εντοπίστηκαν σε «γιάφκα» της Σ.Π.Φ. στη Νέα Ιωνία Βόλου και στο όπλο που χρησιμοποιήθηκε για την ανθρωποκτονία του Μίχα. Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει, δηλαδή, όπως έλεγαν και οι παλαιότεροι.

Φυσικά, τα φιλικά σπίτια (κατά περίπτωση «γιάφκες») και οι «σεσημασμένοι φίλοι» χρησιμοποιήθηκαν στην εισαγγελική αγόρευση προκειμένου να ενισχυθεί το υποτιθέμενο «παραβατικό» προφίλ του διωκόμενου αναρχικού κομμουνιστή.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, οποιοδήποτε αντικείμενο «ανακαλύπτεται» στον ένα ή τον άλλο χώρο ανάγεται σε «πειστήριο» εγκληματικής δραστηριότητας- ή, τουλάχιστον, προκαλεί «υποψίες». Ακόμα και μια αφιέρωση σε βιβλίο, το οποίο είχε δωρίσει στον Θεοφίλου σύντροφός του.   

Και, βέβαια, τυχόν κοινά γραφολογικά γνωρίσματα σε χειρόγραφες σημειώσεις του Τάσου Θεοφίλου και κατηγορούμενων για υποθέσεις της Σ.Π.Φ. δεν μπορούν παρά να αποτελούν περαιτέρω «απόδειξη» «σκοτεινών» δραστηριοτήτων.

«Συνιστά έμμεση ομολογία ενοχής», ισχυρίστηκε, στη συνέχεια, ο συνήγορος πολιτικής αγωγής που είναι διορισμένος από την ALPHA BANK, αναφερόμενος στο ζήτημα της μη επανεξέτασης του βιολογικού υλικού.

«Τα επιστημονικά δεδομένα ανατρέπονται μόνο με νέα επιστημονικά δεδομένα, όχι με ισχυρισμούς. Θα μπορούσε να διασφαλίσει την ορθή εξέταση του βιολογικού υλικού. Υπάρχει το αποδεικτικό έρεισμα για την ενοχή του κατηγορουμένου», συμπλήρωσε.

«Δεν υπήρξε περίπτωση επιμόλυνσης», υποστήριξε, ενώ, για το ζήτημα της μη αναγνώρισής του από τους αυτόπτες:

«Είναι δύσκολο να υπάρξει ευθεία αναγνώριση. Οδηγείται το δικαστήριο από άλλα στοιχεία. Όλα τα χαρακτηριστικά στον ληστή συνάδουν με τα χαρακτηριστικά του κατηγορούμενου και δεν τον αποκλείουν».

«Για να κριθεί αξιόπιστος ένας ισχυρισμός, πρέπει να εισφέρεται σε ανύποπτο χρόνο και με τρόπο αυθόρμητο», σχολίασε, σε σχέση με τις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί με τον Τάσο Θεοφίλου για την ανακαίνιση του Στεκιού Μεταναστών στα Εξάρχεια τις επίμαχες μέρες.

«Ζητάμε την ενοχή του ως προς το αδίκημα της ληστείας», κατέληξε, αποχωρώντας από την αίθουσα.

Η συνήγορος πολιτικής αγωγής από την πλευρά της οικογένειας Μίχα έχει κατ’ επανάληψη δώσει «δείγματα γραφής» ως προς το πώς αντιλαμβάνεται την άσκηση της δικηγορίας. Η ελαφρότητα, οι ειρωνείες, οι εξυπνακισμοί, η μικροπρέπεια και η εν γένει «φτήνια» δεν έλειψαν, λοιπόν, κι από τη σημερινή της αγόρευση.

«Φρονώ ότι δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία πως ο κατηγορούμενος είναι ο ληστής, ο οποίος και εκτέλεσε εν ψυχρώ τον Δημήτρη Μίχα», δήλωσε εισαγωγικά, αφού εγκωμίασε την εισαγγελική πρόταση.

«Το καπέλο μας οδήγησε στην άκρη του νήματος. Αναμφισβήτητη διά γυμνού οφθαλμού η ομοιότητα του ληστή με το καουμπόικο καπέλο και του κατηγορούμενου. Αστεία και η πραγματογνωμοσύνη του μάρτυρα ειδικών γνώσεων. Καμιά αναφορά σε ό,τι δεν τον συμφέρει», συνέχισε.

«Καταρριπτέος και ο ισχυρισμός πως δε βρέθηκαν αποτυπώματά του», συμπλήρωσε.

«Πώς ένας άεργος από επιλογή του κατάφερνε να αλλάζει κατοικίες και να μένει σε ξενοδοχεία;», «αναρωτήθηκε» προβοκατόρικα.

Για να αναφερθεί, στη συνέχεια, προκαλώντας την εύλογη αντίδραση των αλληλέγγυων στο ακροατήριο, σε αγνώστου προέλευσης περικοπή κειμένου, όπου θάνατοι όπως εκείνος του Μίχα χαρακτηρίζονταν ως «ευχάριστο θέαμα», αφήνοντας την εντύπωση ότι κάτι τέτοιο απηχεί τον αξιακό κώδικα του αναρχικού κομμουνιστή Τάσου Θεοφίλου.

Οι εναντίον της λεκτικές αντιδράσεις κορυφώθηκαν, όταν, κατά το τέλος της αγόρευσής της, υποστήριξε πως «εν έτει 2017 καμία κυβέρνηση και κανένα σύστημα δε διώκει τον οποιονδήποτε για τα πολιτικά του φρονήματα».

Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε, αν και αρκετά πιο σύντομη, και η αγόρευση του δεύτερου συνηγόρου πολιτικής αγωγής από την πλευρά της οικογένειας του θύματος.

«Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το βιολογικό υλικό ανήκει στον κατηγορούμενο. Ο μόνος ληστής, ο οποίος ήρθε σε επαφή με τον Μίχα, ήταν ο ληστής με το καουμπόικο καπέλο», δήλωσε.

Στη συνέχεια, «έπλεξε» το εγκώμιο του αποθανόντος:

«Οικογενειάρχης, ένας άνθρωπος του μεροκάματου, ταξιτζής, που αγαπούσε τον τόπο του, πήγε και θυσιάστηκε για τους συμπολίτες του».

«Το δικαστήριο θα πρέπει να κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο και να συμπεριλάβει στην απόφασή του ότι δεν έδωσε σημασία στην ανθρώπινη ζωή», κατέληξε.

Η επόμενη συνεδρίαση της δίκης του αναρχικού κομμουνιστή Τάσου Θεοφίλου, κατά την οποία αναμένεται να πραγματοποιηθούν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, ορίστηκε για τις 27 Ιουνίου, αίθουσα 120Α, 6ος όροφος Εφετείου Αθηνών, στις 9π.μ.

Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Ira Sachs: «Υπάρχει βάθος και μνημειακότητα στην ιδιωτική εμπειρία»


Ο «μετρ» της βαθιάς και υπαινικτικής απλότητας Αμερικανός σκηνοθέτης Ira Sachs επιστρέφει με τους Μικρούς κυρίους, ένα παραπλανητικά απλό φιλμ για την απώλεια, τη φιλία, τη χαρά της νεότητας και την ενηλικίωση, με φόντο τη σύγκρουση ανάμεσα στις οικογένειες δύο αγοριών για το ύψος του ενοικίου ενός συνοικιακού μαγαζιού, το οποίο καλείται να καταβάλει η μητέρα του ενός, στο ραγδαία «εξευγενιζόμενο» Μπρούκλιν. Κουβεντιάζοντας με τον σκηνοθέτη, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας του στις αίθουσες από τις 11 Μαΐου.

Η υπαινικτική, βαθιά απλότητα είναι, ίσως, η μεγαλύτερη αρετή της τελευταίας σου ταινίας Μικροί κύριοι. Αυτή είναι η προσέγγισή σου στο σινεμά και τη ζωή;

Αντιλαμβάνομαι τους Μικρούς κυρίους ως μοντερνιστική δουλειά με την έννοια ότι δεν είναι ωραιοποιημένη, ούτε στηρίζεται σε υπερβολικά πολλά επίπεδα. Η απλότητα είναι, στην πραγματικότητα, η πρόκληση ενός καλλιτέχνη, ενός αφηγητή. Κι αυτή η ταινία με δυσκόλεψε πιο πολύ από όλες τις υπόλοιπες, μέχρι να βρει τον πιο κατάλληλο εαυτό της. Όλα μου τα φιλμ τα διατρέχουν συγκρούσεις που είναι πολύ εσωτερικές και μπορεί να δείχνουν μικρές απ’ έξω, αλλά για τον καθένα από μας είναι μνημειώδεις σε επίπεδο εμπειρίας. Πολλά, λοιπόν, απ’ όσα προσπαθώ να κάνω συνίστανται στο να δίνω προσοχή στις στιγμές που κάτι συμβαίνει στους χαρακτήρες, στους ανθρώπους, τους οποίους παρατηρώ στον κόσμο. Έχω αφιερώσει 17 χρόνια στην ψυχανάλυση. Πιστεύω πως υπάρχει βάθος και μνημειακότητα στην ιδιωτική εμπειρία και τον ιδιωτικό αγώνα.

Όντως δίνεις πολλή προσοχή σ’ αυτές τις «πεζές» λεπτομέρειες της καθημερινότητας.

Συνεργάζομαι με τον Mauricιο Zacharias και μου είχε διηγηθεί αυτή την ιστορία για την οικογένειά του που κατείχε ένα μαγαζί και βρισκόταν σε διαμάχη με μια γυναίκα, η οποία είχε σταματήσει να τους πληρώνει το ενοίκιο και είχαν κινηθεί δικαστικά για να την εξώσουν. Κάθε φορά που άκουγα αυτή την ιστορία δε μου φαινόταν καθόλου πεζή, πάντα φάνταζε ιδιαιτέρως δραματική.



Έχεις δηλώσει ότι άντλησες έμπνευση από τον Όζου.

Θέλαμε να κάνουμε μια ιστορία για αγόρια που αντιδρούν στους γονείς τους σταματώντας να τους μιλάνε. Η έμπνευσή μου υπήρξαν 2 ταινίες του Όζου. Ο Όζου έχει κατανοήσει κάτι πολύ κεντρικό στην ιαπωνική κουλτούρα, τη σύγκρουση ανάμεσα στις γενιές, κι αυτό έχει και μια οικουμενική διάσταση. Ο Όζου μας παρείχε μια ορισμένη «άδεια», την εμπιστοσύνη να εστιάσουμε στο καθημερινό, πιστεύοντας πως μέσα του κρύβεται το μνημειώδες. Για μένα, ο Όζου κι ο Χένρι Τζέιμς είναι πολύ παρόμοιοι. Είναι σαν να βλέπεις το χιόνι να λιώνει. Χρειάζεται υπομονή, αλλά οι παρενέργειες της δουλειάς τους είναι εξωπραγματικές.

Ας επιστρέψουμε στη διαδικασία συγγραφής του σεναρίου.

Μας άρεσε, λοιπόν, η αρχική ιδέα κι έπειτα αναρωτιόμαστε τι θα μπορούσε να χωρίσει τα παιδιά από τους γονείς τους. Για μένα, υπήρχε και μια προσωπική απήχηση, με την έννοια ότι είχα μετακομίσει ως φοιτητής με τους φίλους μου από το πανεπιστήμιο σε μια ιταλική γειτονιά και σ’ ένα δομινικανό δρόμο του  Μπρούκλιν το 1986. Εκείνη την περίοδο υπήρχαν 3 δομινικανά μαγαζιά. Μέσα σε 4 χρόνια, όλα είχαν εξαφανιστεί. Ήταν ξεκάθαρο για μένα πως σ’ εκείνη τη γωνία συντελείτο μια σύγκρουση που μπορούσες να δεις σε οποιοαδήποτε γωνία στον κόσμο, σε βαθμό τέτοιο, ώστε να μπορείς να πεις ότι η αρχιτεκτονική και οι κτηματομεσιτικές συναλλαγές είναι το πεδίο της οικονομικής και της ηθικής διαμάχης ανάμεσα στα άτομα.

Η ιστορία της ανθρώπινης σύγκρουσης είναι μια σύγκρουση κτηματομεσιτικού χαρακτήρα: γη, ιδιοκτησία, έλεγχος, εξουσία, αντίσταση. Επομένως, αν και η διαμάχη έλαβε χώρα σε τοπικό επίπεδο, η απήχησή της ήταν ανθρώπινη.



Η ταινία διατηρεί την ανθρώπινη και την πολιτική της διάσταση, χωρίς να γίνεται διδακτική ή πολιτική μπροσούρα.

Ως κινηματογραφιστής, πάντα προσπαθώ να αποφεύγω να υποδεικνύω. Όταν αυτό συμβαίνει, έχω κάνει λάθος. Κι όχι γιατί δεν έχω άποψη. Δεν υπαινίσσομαι κάποια ουδετερότητα. Το ζητούμενο, όμως, είναι το βάθος κι η αμφισημία. Εδώ συνίσταται πολλή από τη μαστοριά στη συγγραφή του σεναρίου. Αποφασίσαμε, έτσι, πως οι πλούσιοι δε θα ήταν υπερβολικά πλούσιοι και οι φτωχοί όχι υπερβολικά φτωχοί. Θα ήταν, συνεπώς, δύσκολο να αποφασίσεις ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης. Το υπόβαθρό τους έχει πολλές ομοιότητες από την άποψη του μορφωτικού επίπεδου ή της ταξικής εμπειρίας. Και η ρομαντική φιλία ανάμεσα στα παιδιά παραμονεύει στη «σκιά» όλων αυτών των γεγονότων, εν πολλοίς αγνοώντας τα δράματα των ενηλίκων.

Υποχρεώνονται, ωστόσο, να αναγνωρίσουν την ενήλικη πραγματικότητα και να τη βιώσουν.

Αυτή είναι και η κεντρική ιδέα της ιστορίας.

Να σκέφτονται, να δρουν, να νιώθουν σαν ενήλικοι, πιο πολύ ακόμα κι από τους ίδιους τους ενήλικες του φιλμ.

Ακριβώς, σωστά.



Οι 2 έφηβοι (Michael Barbieri και Theo Taplitz) κουβαλάνε το δραματικό «βάρος» της ταινίας στους ώμους τους. Πρόκειται για πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς;

Ναι. Και οι δύο παίζουν από τα 8 ή τα 9 τους σε σχολικές παραστάσεις, αλλά ποτέ σε φιλμ στο παρελθόν. Από τότε που τελειώσαμε το φιλμ, ο Michael Barbieri έγινε δεκτός στο καλλιτεχνικό λύκειο ΛαΓκουάρντια.

Και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, ωστόσο, ήταν εξαιρετικοί. Πώς ήταν να τους σκηνοθετείς; Ή επρόκειτο για μια διαδικασία με περισσότερο συλλογικό χαρακτήρα;

Ανά τα χρόνια, έχω αναπτύξει μια ορισμένη στρατηγική, η οποία ενθαρρύνει τους ηθοποιούς να «βγάζουν» όσο περισσότερα από τους εαυτούς τους στο ρόλο τους. Δουλειά μου είναι να δίνω προσοχή σε ό,τι κουβαλάνε και να μην μπλέκομαι στα πόδια τους. Για παράδειγμα, δεν κάνουμε πρόβες. Κουβεντιάζουμε σε ατομικό επίπεδο για τις ατάκες ή τους χαρακτήρες, αλλά δε μιλάμε πολύ και ποτέ δεν τους έχω ακούσει να λένε μια ατάκα πριν ξεκινήσουμε το γύρισμα. Αυτό, λοιπόν, που προσπαθώ να κάνω είναι να τους επιτρέψω να «βγάλουν» τον εαυτό τους στο ρόλο και να δημιουργήσουν μια αίσθηση οικειότητας με το κοινό. Αποκαλύπτουν τον εαυτό τους μέσω του χαρακτήρα που υποδύονται.



Υπήρχε, επίσης, πολλή θλίψη στην ταινία- μια ευγενική, διακριτική θλίψη. Ήταν εγγενής στην ίδια την ιστορία που αφηγείσαι;

Πρόκειται για μια ταινία σχετικά με την απώλεια, κι αυτή είναι αναντίρρητη. Σε κάποια φάση είχαμε δώσει ένα διαφορετικό τέλος, το οποίο θεωρούσα χολιγουντιανό, και δεν ταίριαζε στην ταινία που είχαμε κάνει. Ήταν φανταστικό, αντί για ρεαλιστικό. Είχα την ιδιαίτερη ευχαρίστηση να συνεργαστώ για δεύτερη φορά με τον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο, ο οποίος έχει υπάρξει σπουδαίος υποστηρικτής της δουλειάς μου. Το τέλος αυτής της ταινίας ήταν προϊόν ενός δημιουργικού διαλόγου με τον Χρήστο. Φτάνοντας στη διαδικασία του μοντάζ, έπρεπε να αποδεχτούμε ότι το φιλμ είχε μια ορισμένη θλίψη, που συνδέεται με ένα ορισμένο είδος ειλικρίνειας. Στόχος μας, ωστόσο, ήταν να συλλάβουμε και τη χαρά και την ελευθερία του να είσαι νέος. Από εκεί πηγάζει η ενέργεια και η λαμπρότητα του φιλμ.

Το κοινό συνδέεται με την ταινία, «συντονίζεται» μ’ αυτή;

Πολύ. Αυτό που μου προξενεί ευχαρίστηση ως κινηματογραφιστή είναι όταν βρίσκομαι ανάμεσα στο κοινό στο σινεμά. Η ταινία λειτουργεί περισσότερο ως ταινία αγωνίας. Υπάρχει μια ένταση που πετύχαμε, η οποία ενθαρρύνει το κοινό να θέλει να μάθει πώς αυτοί οι άνθρωποι θα επιλύσουν τις ολοένα και πιο σύνθετες καταστάσεις.



Πώς σε έχει επηρεάσει η εκλογή Τραμπ και το γενικότερο πολιτικo-κοινωνικό κλίμα στις Η.Π.Α.;

Eπί Ομπάμα -που δεν ήταν τέλεια περίοδος, αλλά πιο ευγενική σε σχέση με προηγούμενες-, ζούσαμε στην εποχή του Όζου και του Σατιαζίτ Ρέι. Ξαφνικά, νιώθω ότι ζούμε στην εποχή του Φάσμπιντερ. Αυτό που αποκάλυψε η εκλογή Τραμπ και η κυβέρνησή του είναι η υποβόσκουσα βαναυσότητα, ασχήμια και βιαιότητα. Εκεί βρισκόταν πάντα, απλώς τώρα βγήκε στην επιφάνεια. Για μένα, ένα σπουδαίος καλλιτέχνης -είτε μιλάμε για τον Όζου, είτε για τον Φάσμπιντερ- δεν είναι ποτέ τυφλός στις ευρύτερες συγκρούσεις. Απλώς η επιφανειακή αναπαράσταση αυτών των συγκρούσεων μπορεί να είναι πολύ διαφορετική σε διαφορετικές εποχές.

Ετοιμάζεις κάτι καινούριο;

Δουλεύω πάνω σ’ ένα καινούριο σενάριο με τον Mauricio με ένα πολύ ανεξάρτητο, ελεύθερο τρόπο. Μέρος της πρόκλησης είναι να διατηρήσουμε αυτή την ελευθερία. Το κατάστημα στους Μικρούς κυρίους είναι μια αναπαράσταση του καλλιτέχνη, ιδίως του ανεξάρτητου κινηματογραφιστή: δεν αποδίδει κατ’ ανάγκη οικονομικά, τα νούμερα δε βγαίνουν. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως το μαγαζί δε θα έπρεπε να υπάρχει.  

Ευχαριστώ θερμά την Vanessa Haroutunian, βοηθό του Ira Sachs, για την πολύτιμη συνδρομή της στη διοργάνωση της συνέντευξης.

Η ταινία του Ira Sachs Μικροί κύριοι προβάλλεται στις αίθουσες από τις 11 Μαΐου σε διανομή της NEO Films.

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Αν Φοντέν: «Ποτέ δεν ένιωσα τη γυναικεία φύση μου ως επαγγελματικό εμπόδιο»


Η πίστη, η λύτρωση, η απροσδόκητη μητρότητα και η ευτυχία είναι οι κύριοι άξονες της πιο πρόσφατης ταινίας της Αν Φοντέν Η ενοχή των αθώων. Βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά, το φιλμ αφηγείται την ιστορία των καλογριών μιας μονής στη βόρεια Πολωνία, θυμάτων βιασμού από Σοβιετικούς στρατιώτες οι οποίες εγκυμονούν, και της Ματίλντ, νεαρής Γαλλίδας κομμουνίστριας γιατρού, που σταδιακά γίνεται η εξομολόγος και βοηθός τους. Η Ενοχή των αθώων απέσπασε το βραβείο κοινού στο φετινό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Αθήνας και προβάλλεται από τις 11 Μαΐου στις αίθουσες. Συνομιλώντας με την Αν Φοντέν.

Η πιο πρόσφατη μέχρι σήμερα ταινία σας Η ενοχή των αθώων είναι βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά και καταπιάνεται με μια πλειάδα ζητημάτων- από τη μεταπολεμική ζωή στην Πολωνία και τους διαφορετικούς τρόπους, με τους οποίους γίνεται αντιληπτή η πίστη και η λύτρωση, μέχρι τα σημάδια που αφήνει ο βιασμός, όλα ενταγμένα σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο. Τι σας ώθησε να μεταφέρετε αυτή την ιστορία σε ταινία;

Δεν μπορώ να πω ότι το οποιοδήποτε ιστορικό ή πολιτικό πλαίσιο υπήρξε ποτέ το κίνητρό μου όσον αφορά στη δημιουργία φιλμ. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ανάγκη προέκυψε από συναισθηματικά ζητήματα που διακυβεύονται από όλες τις ατομικές οπτικές γωνίες, από όλους τους κεντρικούς χαρακτήρες. Πώς αντιμετωπίζεις την απροσδόκητη μητρότητα, όταν συγκρούεται με τους πρωταρχικούς κανόνες, τους οποίους έχεις επιλέξει ν’ ακολουθείς; Ποιο δρόμο να πάρεις, όταν κανένας δε σου επιτρέπει να ζήσεις τη ζωή που πίστευες ότι ήταν προορισμένη για σένα; Και πώς μπορείς να δημιουργήσεις ζωή και ευτυχία μέσα από μια εντελώς καταστροφική κατάσταση;



Το σενάριο γράφτηκε από κοινού από διαφορετικά άτομα. Πώς το καθένα από αυτά συνέβαλε στην τελική του εκδοχή; Ήσασταν εκείνη που είχε τον «τελευταίο λόγο», συνυφαίνοντας τα επιμέρους ατομικά «νήματα»;

Η συγγραφική διαδικασία, η οποία στην πραγματικότητα αφορά σε 4 άτομα, συντελέστηκε σε 2 διαφορετικά στάδια. Αρχικά, η Αλίς Βιάλ και η Σαμπρίνα Μπ. Καρίν έγραψαν ένα προσχέδιο, βασισμένο σε όσα τους είχε πει η ανιψιά της πραγματικής Ματίλντ, που το όνομά της ήταν Μαντλέν Πογιάκ. Έπειτα, ο Πασκάλ Μπονιτσέρ, με τον οποίο συχνά συνεργαζόμαστε, κι εγώ αναλάβαμε δράση. Όλα εξελίχτηκαν πολύ ομαλά και οι 2 αρχικές σεναριογράφοι δε δυσκολεύτηκαν να κατανοήσουν ότι ήθελα να κάνω την ιστορία «δική μου», έτσι ώστε να σκηνοθετήσω το φιλμ από μέσα.

Η Ενοχή των αθώων συχνά θυμίζει τόσο την Ida, όσο και, κατά τη γνώμη μου, το Κατίν. Χρησιμοποιήθηκε οποιοδήποτε από τα 2 αυτά φιλμ ως σημείο αναφοράς ή αφετηρίας αισθητικά, θεματικά ή πολιτικά;

Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν έχω δει το Κατίν- υποθέτω πως εννοείς την ταινία του Βάιντα. Όσο για την Ida, την έχω δει και μου άρεσε πολύ, αλλά δεν μπορώ να πω ότι υπήρξε σημείο αναφοράς καθ’ οιονδήποτε σημαντικό τρόπο. Πέρα από ένα κοινό υπόβαθρο- τη μεταπολεμική Πολωνία το χειμώνα!-, νομίζω πως οι ιστορίες, οι χαρακτήρες, τα διακυβευόμενα συναισθήματα και οι οπτικές επιλογές είναι εντελώς διαφορετικά.



Οι ερμηνείες του cast, κυρίως των ηθοποιών που υποδύονται τις καλόγριες, είναι ομοιόμορφα εξαιρετικές, πετυχαίνοντας να φέρουν στην επιφάνεια όλη την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις των αντίστοιχων χαρακτήρων. Συνολικά, αυτό υπήρξε αποτέλεσμα ομαδικής δουλειάς; Αισθάνεστε ότι αυτές είναι οι βασικές πρωταγωνίστριες της ταινίας σας;

Πράγματι ήταν ομαδική δουλειά. Οι Πολωνές ηθοποιοί είναι εξαιρετικά εργατικές και αφοσιωμένες. Καθώς έπρεπε να μένουμε στο ίδιο ξενοδοχείο, στην ίδια μικρή πόλη στη βόρεια Πολωνία, το cast και το συνεργείο ταχύτατα διαμόρφωσαν ένα είδος κοινότητας όχι διαφορετικό από εκείνο της μονής. Οι ηθοποιοί μοιράζονταν όλα τα γεύματα και συνέχιζαν να κάνουν πρόβες, να συζητούν, να σκέφτονται και να μιλάνε για τους ρόλους τους πρακτικά σε μόνιμη βάση. Ήδη είχα παρατηρήσει πως ένα ορισμένο είδος απομόνωσης μπορεί πραγματικά να βοηθήσει τους ηθοποιούς να εστιάσουν στην ερμηνεία τους και να τη βελτιώσουν, με την προϋπόθεση ότι η συλλογική αύρα είναι θετική, γεγονός που συνέβη εδώ. Για παράδειγμα, νομίζω πως η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Αδερφή Μαρία και την Ηγουμένη αναδείχτηκε από το γεγονός ότι η Άγκατα Μπούζεκ και η Άγκατα Κουλέσα είναι εξαιρετικά καλές φίλες και απολάμβαναν η μία την παρέα της άλλης διαρκώς.



Αναφορικά με τον χαρακτήρα της Ματίλντ (Λου ντε Λαάζ), είχα την αίσθηση ότι ήταν λιγότερο καλά ανεπτυγμένος από τους υπόλοιπους, κυρίως υπό την έννοια της εξερεύνησης των αντιφάσεών του. Πώς, για παράδειγμα, μια νεαρή κομμουνίστρια ιδεολόγος κατόρθωσε να συμφιλιώσει τα πολιτικά της ιδανικά με τις αγριότητες που διαπράχτηκαν από ορισμένους Σοβιετικούς στρατιώτες των ίδιων πεποιθήσεων;

Δικαιούσαι, ασφαλώς, να έχεις αυτή την άποψη, αλλά δεν αντιμετωπίζω πραγματικά το ρόλο της Ματίλντ υπό το πρίσμα των αντιφάσεων. Το γεγονός ότι μια χούφτα μεθυσμένοι στρατιώτες συμπεριφέρονται τόσο άσχημα όσο συμπεριφέρονται δε θα έθετε ένα τέτοιο ιδεολογικό πρόβλημα για μένα. Γνωρίζει πως ο πόλεμος συνδέεται με πολλές ωμότητες. Και, παρότι ανοίγεται στα βάσανα των καλογριών, αυτό δεν υπονοεί μια αλλαγή στις πολιτικές της πεποιθήσεις...



Δε βλέπουμε συχνά πολεμικά φιλμ για και από γυναίκες. Πώς το ερμηνεύετε;

Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ερμηνεία, πέρα από την επισήμανση πως ο πόλεμος γίνεται γενικά αντιληπτός ως «ανδρική ιδέα». Αλλά έχεις δίκιο- πρέπει να αναρωτιόμαστε «γιατί;» πιο συχνά.

Η Ενοχή των αθώων απέσπασε το βραβείο κοινού στο φετινό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας. Είναι ένα βραβείο, ιδίως κάποιο προερχόμενο από κοινό, μια ανταμοιβή για σας; Και τι σημαίνει να είστε σκηνοθέτρια σε μια ανδροκρατούμενη βιομηχανία;

Ασφαλώς, ένα βραβείο είναι μια ανταμοιβή. Τούτου λεχθέντος, προσπαθώ να μην έχω υπερβολική εμμονή με τα βραβεία, γιατί είναι πάντα επικίνδυνο να κάνεις μια ταινία προσδοκώντας να εγκωμιαστείς. Όσο για την ανδροκρατούμενη βιομηχανία, είμαι αρκετά τυχερή που δουλεύω στη Γαλλία, όπου η δημιουργία ταινιών δεν είναι τόσο ανδρικό μονοπώλιο. Ποτέ δεν ένιωσα τη γυναικεία φύση μου ως επαγγελματικό εμπόδιο. Γνωρίζω, ωστόσο, ότι η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική, και σίγουρα λιγότερο εύκολη, για τις σκηνοθέτριες σε πολλές άλλες χώρες.

Ευχαριστώ θερμά τον παραγωγό της ταινίας Philippe Carcassonne για την ουσιαστική συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με την σκηνοθέτρια.

Η ταινία της Αν Φοντέν Η ενοχή των αθώων προβάλλεται στις αίθουσες από τις 11 Μαΐου σε διανομή της Feelgood Entertainment.