Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Ένκε Φεζολλάρι: «Είμαι εργάτης της τέχνης, και χρειαζόμαστε εργάτες της τέχνης»


Σκηνοθετημένη από τον ταλαντούχο αλβανικής καταγωγής θεατρικό σκηνοθέτη και ηθοποιό Ένκε Φεζολλάρι, η παράσταση Ορκισμένη παρθένα αποτελεί μια απογυμνωμένη, τραχιά και σκοτεινή εκδοχή του ομότιτλου μυθιστορήματος της Ελβίρα Ντόνες, από το οποίο εμπνέεται.

Με πρωταγωνίστρια την Χάνα/Μαρκ που, υποτασσόμενη σε μια αρχέγονη αλβανική παράδοση, αποποιείται τη γυναικεία φύση της ορκιζόμενη παρθενία, προκειμένου να ζήσει ελεύθερη, η παράσταση παρουσιάζεται στις 13 και 14 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου 2017. Συναντηθήκαμε με τον σκηνοθέτη την επομένη μιας από τις τελευταίες πρόβες, όπου είχα την ευχαρίστηση να παραστώ.

Τι σε κέντρισε στο μυθιστόρημα της Ελβίρα Ντόνες Ορκισμένη παρθένα, απ’ όπου αντλεί την έμπνευσή της η ομότιτλη παράσταση, την οποία σκηνοθετείς;

Το ότι κάποιος επιλέγει το κοινωνικό του φύλο, την κοινωνική του ταυτότητα και αποποιείται τη φύση του είναι τραγικό. Τι τον κάνει να διαλέξει κάτι τέτοιο σε μια κοινωνία που έχει αυτή την πατριαρχική δομή- μέσα στα βουνά, τη φτώχεια, τις βεντέτες; Όλο αυτό το «φολκλόρ» έχει «ζουμί».

Αυτό συνδέεται και με τη δικιά σου εμπειρία ως αρχικά «ξένου» σε μια κοινωνία όπως η ελληνική;

Σαφώς. Τα έργα, με τα οποία έχω μέχρι στιγμής καταπιαστεί, έχουν ως επίκεντρο τον άνθρωπο, αλλά και την πολιτική διάσταση των πραγμάτων. Η Ορκισμένη παρθένα είναι ένα πολύ φεμινιστικό, πολύ βίαιο έργο, που φέρει την ταυτότητα του ξένου.

Έχεις, δηλαδή, χρειαστεί ή αναγκαστεί να αποποιηθείς στοιχεία της ταυτότητάς σου σε οποιοδήποτε επίπεδο, προκειμένου είτε να επιβιώσεις, είτε απλώς να προσαρμοστείς καλύτερα οπουδήποτε;

Πολλές φορές επιλέγουμε μια κοινωνική ταυτότητα, προκειμένου να επιβιώσουμε στο χώρο εργασίας. Ας μην ξεχνάμε ότι εμείς είμαστε το πρώτο κύμα μεταναστών από την Αλβανία. Αυτό με συγκινεί στο έργο, το ότι κάνω ταξίδι σε κάτι, μέσα από το οποίο κοιτάζω κι εγώ το παρελθόν μου.

Συνεπώς η παράσταση έχει και μια ενδοσκοπική, αναστοχαστική διάσταση.

Οπωσδήποτε.

Το κείμενο πότε σου έγινε γνωστό;

Φέτος, οπότε είδα και την ταινία της Laura Bispuri. Ουσιαστικά, διατηρήσαμε με την Μαρία Σκαφτούρα τη σκαλέτα του κειμένου. Μετά, ξαναφτιάχτηκαν οι σχέσεις και επέλεξα να κρατήσουμε τις πιο ακραίες μορφές τους, ώστε να βιώσει ο θεατής εντονότερη συναισθηματική φόρτιση και να «μπει» πιο εύκολα στην ιστορία, χωρίς να εκβιάσουμε το συναίσθημά του.

Συνειδητοποιώντας, ταυτόχρονα, πως και τα θεωρούμενα «δημοκρατικά» καθεστώτα εγκυμονούν, με τη σειρά τους, άλλα δεσμά και βιασμούς, εντός κι εκτός εισαγωγικών.

Επρόκειτο για την οδύσσεια ενός ανθρώπου σ’ ένα βίαιο κόσμο, όπου, ακόμα και σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, τελικά αυτά τα σώματα θάβονται και οι άνθρωποι και η ελευθερία τους καταπιέζονται.

Τελικός στόχος της παράστασης είναι η διερεύνηση του πώς μπορεί ένας άνθρωπος να κρατήσει ένα αμόλυντο κομμάτι μέσα σε ένα συνεχή σπαραγμό- κοινωνικό, ανθρώπινο, σεξουαλικό, φυλετικό- και κατά πόσο τα καταφέρνει ή όχι.



Υποδειγματική βρίσκω την ερμηνεία της Παρθενόπης Μπουζούρη, της πρωταγωνίστριας, στο διπλό ρόλο της Χάνα/Μαρκ. Γνωρίζεστε καιρό;

Με την Παρθενόπη γνωριζόμαστε αρκετά χρόνια καλλιτεχνικά. Σε φιλικό επίπεδο μας ένωσε η ιδέα να κάνουμε κάτι μαζί κι έπειτα την προτείναμε στο Φεστιβάλ χωρίς να ξέρουμε αν θα μας πάρουν. Mε ενδιέφεραν και προσωπικά οι ορκισμένες παρθένες ως θεματική και ήθελα να κάνω κάτι που να αφορά σε αυτή τη μυστηριώδη ιστορία. Έτσι νομίζω ότι «κούμπωσε».

Ποια ήταν η σχέση σου με τους ηθοποιούς συνολικά;

Πολύ καλή. Σαφώς δουλέψαμε πολύ ως ομάδα. Έπειτα, μελέτησαν πολύ την ιστορία της Αλβανίας. Έγινε ένα workshop που αποτέλεσε τεράστιο ταξίδι για όλους τους ηθοποιούς.

Εντέλει, η παράσταση κινείται σε μια ντοκιμαντερίστικη οδό, παρά λογοτεχνική, πραγματευόμενη τη θέση της γυναίκας σ’ ένα κόσμο αντρών, όπου οι άντρες είναι οι κακοί κι εκείνες οι καλές, σχηματικά μιλώντας. Είναι μια εποποιία της Αλβανίας, η οποία θυμίζει αρχαία τραγωδία.

Μινιμαλιστική εποποιία, ωστόσο, ακόμα και σκηνογραφικά, με το μπετόν και τη λαμαρίνα να κυριαρχούν.

Η γραμμή μου ήταν να μην υπάρχει ούτε καναπές ή καρέκλα. Το σκηνικό είναι ένα “no mans land”- ένα σώμα είναι κι αυτό, ανολοκλήρωτο: το ημίφως, τα χαλάσματα, οι σκάφες.

Δυσκολεύτηκες να βρεις τη θέση σου στο θεατρικό πεδίο, δεδομένων των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων έναντι των «ξένων»;

Είχα καλό ξεκίνημα ως ηθοποιός δουλεύοντας με αρκετούς ενδιαφέροντες σκηνοθέτες. Πήρα από αυτούς, όπως από την Ρούλα Πατεράκη και τον Σωτήρη Χατζάκη. Εργάστηκα, επίσης, ως σκηνοθέτης, γιατί δεν ήθελα να περιοριστώ σε μια συγκεκριμένη πορεία. Εξού κι έχω κάνει δουλειές και με «εμπορικούς» ηθοποιούς και με ποιοτικούς. Για μένα δεν υπάρχει αυτό που αποκαλούμε «ποιοτικό» κι «εμπορικό», αλλά καλός και κακός, διανοούμενος και αμόρφωτος ηθοποιός. Ήταν πρόκληση να δουλέψω με έναν ηθοποιό που έχει εμπορική ταυτότητα και να προσπαθήσω να βγάλω τον καλύτερο εαυτό του. Και το αντίστροφο. Τα στεγανά δεν ισχύουν.



Τι ισχύει;

Όταν σηκώνεις το «λάβαρο» της ανεξαρτησίας, όπως έλεγε και η Λιλή Ζωγράφου, σαφώς συναντάς πολλές δυσκολίες. Έχω κατέβει σε πορείες, έχω κάνει αντιρατσιστικά, πολιτικά, κομμουνιστικά έργα- για μένα η τέχνη είναι πέρα από αυτά. Εξ αρχής με ενδιέφερε ο άνθρωπος, η ελευθερία, η ταυτότητα, η αναζήτησή του. Με ενδιαφέρει στο θέατρο να φτιάξουμε μια ιστορία που θα συγκινήσει τον θεατή ή θα τον κάνει να γελάσει. Η αφύπνιση, λοιπόν. Στρατευμένη τέχνη; Το οτιδήποτε είναι στρατευμένο.

Ποια είναι η ματιά σου στην τέχνη;

Με ενδιαφέρει μια πιο τσεχοφική ματιά. Αγαπάω τον ηθοποιό, αγαπάω τον άνθρωπο. Έχω στενό κεφάλι και πίστη σ’ αυτό που κάνω, έχω ιδρώσει γι’ αυτό που κάνω. Είμαι εργάτης της τέχνης, και χρειαζόμαστε εργάτες της τέχνης. Το ζήτημα είναι πώς θα κάνουμε τον κόσμο να έρθει στο θέατρο, να μη βλέπει Survivor. Ελπίζω σε μια ουτοπία. Πιστεύω ότι η τέχνη αλλάζει τον άνθρωπο, αλλά πρέπει να υπάρχει και μια συνθήκη, δε φτάνει μια παράσταση.

Κοινωνική συνθήκη;

Φυσικά. Όλα ξεκινούν από την παιδεία, την κουλτούρα, την οικογένεια, τη γειτονιά, το παρκάκι. Να βρει ο καθένας μας έναν τρόπο ζωής που θα βοηθά τον εαυτό του και τους άλλους. Να δίνει τα βιβλία του δεξιά κι αριστερά ή να καλεί σε δωρεάν παραστάσεις, για παράδειγμα. Δεν πιστεύω πια στη συσπείρωση.

Είδα ανθρώπους που πρωτοστατούσαν στο Σύνταγμα κι έπειτα πήραν θεσούλες και το βουλώσανε. Αυτό το «καρεκλοκένταυρο» σύστημα σε χρησιμοποιεί: αν υπάρξει κάποια στιγμή ένα έργο που θα έχει άλλοθι το εθνικό, θα χρηματοδοτήσει ένα έργο του Φεζολλάρι. Άρα, είσαι πιόνι ενός συστήματος. Το ζήτημα είναι να σπας τα ταμπού και να προάγεται η νέα γενιά, όπως κι η παλιά.

Σε τρομάζει κάτι;

Με τρομάζει ο εκμηδενισμός των πραγμάτων. Από τη μια νιώθω ανασφάλεια, από την άλλη δεν παραδίδω τα όπλα.



Πώς θα περιέγραφες την Αλβανία και τη σχέση σου μ’ αυτή;

Ο φόβος κι ο τρόμος είναι πολύ μεγαλύτεροι σε σχέση με την Ελλάδα, κι ο αγώνας για την επιβίωση δυο φορές σκληρότερος. Είναι μια χώρα που με πληγώνει η Αλβανία. Με ποια έννοια; Όπως λέμε: «Μια φορά ξένος, πάντα ξένος». Αν φύγεις από την πατρική σου εστία μια φορά, δεν ξαναγυρίζεις.

Κι εκεί υπάρχει ένα σαθρό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, πολλή φτώχεια, οι άνθρωποι της τέχνης δεν έχουν πολιτική συνείδηση, δε διαθέτουν σωματεία ή συνδικάτα. Δεν υφίσταται συνείδηση του πολίτη. Στον τομέα του θεάτρου είναι πολύ πίσω. Τα γρανάζια του συστήματος είναι αυτοί, οι οποίοι επευφημούσαν το καθεστώς Χότζα και σε μια νύχτα έγιναν νεοφιλελεύθεροι.

Ελπίζω το έργο που ανεβάζετε να συμβάλει στην εμβάθυνση της ματιάς όσων επιλέξουν να το παρακολουθήσουν στην αλβανική- και όχι μόνο- κοινωνία.

Αυτή η παράσταση, ενώ μιλάει για ένα θέμα της Αλβανίας, έχει μια βαθιά ελληνικότητα. Κι αυτό την κάνει οικουμενική.

H θεατρική παράσταση Ορκισμένη παρθένα σε σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι παρουσιάζεται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου 2017 την Πέμπτη 13 και την Παρασκευή 14 Ιουλίου στο κτίριο Η της Πειραιώς 260, 21:00.

Περισσότερες πληροφορίες: http://greekfestival.gr/gr/events/view/enke-fezollari-2017

Η φωτογραφία του Ένκε Φεζολλάρι είναι της Μαριλένας Σταφυλίδου, ενώ οι υπόλοιπες της Χριστίνας Γεωργιάδου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου