Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Norman Finkelstein: «Το Ισραήλ δεν απολαμβάνει πλέον a priori ηθική ατιμωρησία»


Γόνος επιζώντων του Ολοκαυτώματος, πολιτικός αναλυτής, ακτιβιστής, καθηγητής και συγγραφέας, ο Αμερικανός, με εβραϊκές ρίζες, Norman Finkelstein μόλις εξέδωσε το οργισμένο καινούριο βιβλίο του Gaza: An inquest into its martyrdom.

«Αποσυνάγωγος» τόσο του ισραηλινού κατεστημένου, όσο και του κινήματος για το μποϊκοτάζ, την απόσυρση επενδύσεων και τις κυρώσεις (BDS) λόγω της ανυποχώρητα κριτικής του στάσης, μας παραχώρησε μια εκτενή συνέντευξη.

Σε ποιο βαθμό σας διαμόρφωσε ως άνθρωπο και επηρέασε τις κατοπινές επιλογές σας στη ζωή το γεγονός ότι είστε γόνος επιζώντων του Ολοκαυτώματος;

Οι επιλογές που κάνω, οι στόχοι που θέτω, οι συνέπειες που υπομένω ανάγονται σε όσα υπέφεραν οι γονείς μου κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην εξολόθρευση των οικογενειών τους. Δεν το πολυσκέφτομαι πια, οι γονείς μου πέθαναν πριν από 23 χρόνια.

Ασφαλώς υπάρχουν στιγμές που κάνω μια παύση και τους συλλογίζομαι, αλλά η εμπειρία τους δεν είναι πλέον στο προσκήνιο του μυαλού μου. Έχω απλώς εσωτερικεύσει τις επιταγές τους της αλήθειας και της δικαιοσύνης, κι έτσι ξεκινώ κάθε καινούριο μου εγχείρημα.

Σας γνώρισα μέσα από το τολμηρό βιβλίο σας Η βιομηχανία του Ολοκαυτώματος: Σκέψεις σχετικά με την εκμετάλλευση της εβραϊκής οδύνης (2001). Αναθεωρήσατε, στα χρόνια που μεσολάβησαν, το συμπέρασμά σας ή επιμένετε;

Αντιθέτως. Τα περισσότερα απ’ όσα έγραψα τότε θεωρήθηκαν σοκαριστικά, ενώ στις μέρες μας οι περισσότεροι διαβάζουν το βιβλίο και κουνάνε το κεφάλι τους, γιατί αυτά έχουν καταστεί εθνική σοφία.

Σήμερα, σχεδόν όλοι αναφέρονται στη βιομηχανία του Ολοκαυτώματος και σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι το Ολοκαύτωμα, το οποίο διέπραξαν οι Ναζί, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από το Ισραήλ, προκειμένου αυτό να αποκτήσει ασυλία απέναντι στην κριτική. Δεν υπάρχει, επομένως, ανάγκη για αναθεώρηση.

Σας απασχόλησε το γεγονός ότι πολιτικοί και ακαδημαϊκοί κύκλοι που αντιτίθενται απολύτως στην κοσμοθεωρία και τη μεθοδολογία σας- και αναφέρομαι στους ακροδεξιούς και του νεοναζί- θα μπορούσαν να παρερμηνεύσουν το βιβλίο, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τη δικιά τους ατζέντα;

Δε θα πρέπει να απορρίπτουμε μια τέτοια πιθανότητα τόσο βιαστικά. Κι αν είσαι υπεύθυνος άνθρωπος, θα πρέπει βεβαίως να λάβεις υπόψη σου πως οι λέξεις σου, όπως στην περίπτωσή μου, θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους λάθος ανθρώπους.

Την εποχή που έγραψα το βιβλίο και μέχρι σήμερα δε βλέπω κάποιο ιδιαίτερο κίνδυνο από πλευράς των λεγόμενων «αρνητών του Ολοκαυτώματος», ότι δηλαδή μπορούν να οργανώσουν και να ενδυναμώσουν ένα κίνημα, το οποίο θα απειλήσει την ύπαρξη των Εβραίων ή ακόμα και του κράτους του Ισραήλ. Οι αρνητές του Ολοκαυτώματος είναι ένα απολύτως περιθωριακό φαινόμενο στη Δύση.



Η βιομηχανία του Ολοκαυτώματος είναι αρκετά ισχυρή, από την άλλη. Οι αρνητές δε χρησιμοποιούν βιβλία όπως το δικό μου. Χρησιμοποιούν τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών και άλλες τέτοιες ανοησίες.

Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος, ωστόσο. Και πρέπει να σταθμίζεις τον κίνδυνο μια χούφτα ηλίθιοι να χρησιμοποιήσουν λάθος το βιβλίο σου, αλλά και το Ισραήλ και οι απολογητές του να εκμεταλλευτούν το Ολοκαύτωμα για να καταδιώξουν τους Παλαιστίνιους, τους Λιβανέζους και για να ξεκινήσουν ένα πόλεμο εναντίον του Ιράν.

Αν, λοιπόν, το Ολοκαύτωμα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης για τέτοιους διαβολικούς σκοπούς κι αυτό το σταθμίσεις έναντι μιας χούφτας ηλιθίων αποπειρώμενων να εκμεταλλευτούν το βιβλίο, νομίζω ότι η επιλογή είναι προφανής. Είναι πολιτικές επιλογές βασισμένες στην κρίση.

Στον πρόλογο του τελευταίου σας βιβλίου Gaza: An inquest into its martyrdom αναφέρετε ότι αυτό γεννήθηκε από την απέχθειά σας προς το ψεύδος και την ανάγκη σας να αντικρούσετε το Μεγάλο Ψέμα και τα μικρότερα που συνδέονται με τη Γάζα. Σε τι συνίσταται αυτό το μεγάλο ψέμα;

Το μεγάλο ψέμα έχει δύο συστατικά μέρη.

Πρώτο, ότι το Ισραήλ διεξάγει ένα αμυντικό πόλεμο ενάντια στη Γάζα και δεύτερο ότι η Γάζα συνιστά στρατιωτική απειλή για το Ισραήλ.

Ως προς το πρώτο μέρος, τα βασικά γεγονότα είναι, νομίζω, τα εξής:

Πρώτον, το Ισραήλ συνεχίζει να κατέχει παράνομα τη Γάζα. Δεύτερον, έχει επιβάλει ένα ηθικό και παράνομο αποκλεισμό, μια πολιορκία, στη Γάζα. Τρίτον, η Γάζα έχει το δικαίωμα βάσει του διεθνούς νόμου να χρησιμοποιήσει ισχύ, ώστε να τερματίσει την παράνομη κατοχή.



Τέταρτον, η Γάζα δικαιούται, βάσει και πάλι του διεθνούς νόμου, να μεταχειριστεί ισχύ, προκειμένου να επιτύχει την αυτοδιάθεσή της. Πέμπτον, το Ισραήλ αρνείται τον αυτοκαθορισμό στους κατοίκους της Γάζας.

Σε αντίθεση, λοιπόν, με το πώς αποτυπώνεται στη Δύση η Γάζα είναι εκείνη που διεξάγει ένα αμυντικό πόλεμο, για να τερματίσει την κατοχή και να πετύχει την αυτοδιάθεσή της.

Ως προς το δεύτερο, τα βλήματα, οι ρουκέτες της Χαμάς, οι οποίες παρουσιάζονται σαν στρατιωτική, υπαρξιακή, ακόμη και θανάσιμη, απειλή στο Ισραήλ, είναι, ως επί το πλείστον συμβολικές. Είναι ισοδύναμες με τροχαία ατυχήματα που συμβαίνουν δυο και τρεις φορές τη μέρα στο λεωφόρο όπου μένω.

Ένα μεγάλο τμήμα του καινούριου βιβλίου σας καταλαμβάνει η αναφορά στις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα σχετικά με τη Γάζα, και η συνενοχή, η ανοχή ή η σιωπή τους. Θα θέλατε να σχολιάσετε αυτό το ζήτημα;

Οι εκθέσεις αυτών των οργανισμών έχουν υπάρξει πολύ άνισες. Οι μείζονες βελτιώσεις συνήθως προκύπτουν όταν το Ισραήλ διαπράττει εγκλήματα τέτοιου μεγέθους, ώστε είναι αδύνατο γι’ αυτές να στρέψουν αλλού το βλέμμα τους.

Στη διάρκεια της Πρώτης Ιντιφάντα, για παράδειγμα, το Ισραήλ επιδιδόταν σε μαζικό βασανισμό Παλαιστίνιων κρατουμένων σε ένα πραγματικά τρομακτικό βαθμό. Σε εκείνη τη φάση, η Διεθνής Αμνηστία και η Human Rights Watch δεν μπορούσαν πλέον να υποκρίνονται ότι δε συνέβαινε κάτι τέτοιο κι έτσι προέβησαν σε μερικές αρκετά σκληρές καταδίκες των πρακτικών βασανισμού του Ισραήλ.

Μετά τη Δεύτερη Ιντιφάντα, ωστόσο, όταν το Ισραήλ ενεπλάκη με τη Χεζμπολά και κανένας οργανισμός δεν ήθελε να φανεί ότι παίρνει το μέρος του «Κόμματος του Θεού», δεν απέδωσαν καλά.

Αν πάρεις ως παράδειγμα τη Human Rights Watch, συμπέρανε ότι το Ισραήλ, που είχε «ποτίσει» το Νότιο Λίβανο με 4.6 εκατομμύρια βομβίδια διασποράς, δεν είχε επιτεθεί σκόπιμα σε άμαχο πληθυσμό, ούτε αναντίστοιχα, ούτε καν αδιακρίτως, ή δεν είχε προβεί σε έγκλημα πολέμου, αλλά πως «σε κάποιες τοποθεσίες αυτό που έκανε το Ισραήλ ήταν πιθανώς ένα έγκλημα πολέμου»- το ισοδύναμο ενός τροχαίου ατυχήματος.

Λες και είχαν παρκάρει τα αυτοκίνητά τους σε ζώνη, η οποία δεν προοριζόταν για παρκάρισμα!



Τα πράγματα άλλαξαν δραματικά -όχι εντελώς- με την επιχείρηση Protective Edge το 2008-2009, γιατί το επίπεδο του θανάτου και της καταστροφής ήταν, όπως και κατά την Πρώτη Ιντιφάντα, τέτοιο, που ήταν αδύνατο στους οργανισμούς για τα ανθρώπινα δικαιώματα να το αγνοήσουν.

Η Human Rights Watch προχώρησε περαιτέρω, δηλώνοντας πως «η χρήση λευκού φωσφόρου από το Ισραήλ αποτελεί έγκλημα πολέμου σε κατοικημένες περιοχές».  Ενώ, σε ό,τι αφορά την επιχείρηση Cast Lead, η Διεθνής Αμνηστία ήταν ακόμα πιο δυνατή υποστηρίζοντας στην έκθεσή της πως «το Ισραήλ υλοποίησε αναντίστοιχες και χωρίς διακρίσεις επιθέσεις».

Η πιο συντριπτική ήταν, βεβαίως, η Έκθεση Γκόλντστοουν αναφορικά με την επιχείρηση Cast Lead. Για πρώτη φορά στην ιστορία των εκθέσεων οργανισμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, γινόταν ξεκάθαρο ότι στόχος του Ισραήλ ήταν «να ταπεινώσει, να τιμωρήσει και να τρομοκρατήσει τον άμαχο πληθυσμό της Γάζας». Αυτό ήταν σημείο καμπής.

Παρόλα αυτά, ο Γκόλντστοουν υπέκυψε στη φρενιασμένη επίθεση του Ισραήλ εναντίον του και ουσιαστικά ανακάλεσε την έκθεση. Μετά από αυτό, όλοι οι οργανισμοί για τα ανθρώπινα δικαιώματα άρχισαν να υποχωρούν, γιατί φοβήθηκαν πως θα είχαν την ίδια αντιμετώπιση.



Αν και θεωρείτε την εκτόξευση ρουκετών, και εν γένει την ένοπλη αντίσταση, ηθικά και νομικά υπερασπίσιμες, επισημαίνετε στον επίλογο του βιβλίου πως, σε αυτή τη φάση, μια μαζική μη βίαιη αντίσταση των Παλαιστινίων θα μπορούσε, πιθανώς, να αποδώσει περισσότερους καρπούς. Γιατί;

Δεν πιστεύω ότι η μη βία λειτουργεί παντού. Αν ο ινδικός στρατός πάει σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Κεντρικής Ινδίας και, για οποιοδήποτε λόγο, αποφασίσει να εξαλείψει μια ιθαγενή φυλή, η μη βία δε θα λειτουργήσει εκεί, γιατί κανείς δε γνωρίζει τι συμβαίνει στην περιοχή και δε νοιάζεται.

Το Ισραήλ, ωστόσο, είναι υπό το βλέμμα της διεθνούς κοινότητας. Έχει επαρκώς απαξιωθεί, έτσι ώστε δε θα υπάρξει αυτόματη υποστήριξη γι’ αυτό. Έχει διαπράξει υπερβολικά πολλές σφαγές. Δεν απολαμβάνει, επομένως, πλέον a priori οποιουδήποτε είδους ηθική ατιμωρησία.

Νομίζω, λοιπόν, ότι, αν επιχειρείτο μαζική μη βίαιη αντίσταση, θα είχε ικανοποιητικές πιθανότητες να κινητοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη και να περιορίσει τη δυνατότητα του Ισραήλ να μεταχειρίζεται απρόκλητη δολοφονική ισχύ, για να καταπνίγει την αντίσταση.

Κι αν οι άνθρωποι δείξουν επαρκή πειθαρχία και κουράγιο- και μιλάμε για αναπόφευκτους θανάτους-, νομίζω πως μπορούν ακόμα να πετύχουν τους στόχους τους.



H πρόσφατη ανακοίνωση Τραμπ περί μεταφοράς της πρεσβείας των Η.Π.Α. από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ θα έχει αντίκτυπο στη διαδικασία εξεύρεσης δίκαιης λύσης για την ισραηλο-παλαιστινιακή διαμάχη;

Δε νομίζω πως η απόφαση του Τραμπ θα έχει σημαντικό αντίκτυπο, γιατί οι αποφάσεις λαμβάνονται κατόπιν έντονων διαβουλεύσεων.

Πάρε ως παράδειγμα τη Διακήρυξη του Μπάλφουρ, το Ψήφισμα του 1947, το Ψήφισμα του Ο.Η.Ε. του 1967 (242). Όλα αυτά τα σημεία καμπής ήταν προϊόντα έντονης διαβούλευσης και, στη συνέχεια, θεσμικής υποστήριξης των αποφάσεων, ενώ ο Τραμπ απλώς ενέργησε με τον παρορμητισμό που χαρακτηρίζει τη διακυβέρνησή του. Κι αυτός έρχεται και παρέρχεται.

Εξακολουθείτε να είστε υπέρμαχος της λύσης των δύο κρατών;

Υπάρχει πολλή σύγχυση σχετικά με την ορολογία ή πώς οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούν. Δεν είμαι υπέρμαχος του οτιδήποτε. Κοιτάζω ποιο είναι πολιτικά πιθανό και επίσης μεγιστοποιεί τη δικαιοσύνη. Αυτά είναι τα κριτήριά μου.

Αλλιώς, απλώς χτίζεις κάστρα στην άμμο ή κάνεις ριζοσπαστικές πόζες που μπορεί να μοιάζουν ωραίες στον καθρέφτη, αλλά ελάχιστα σχετίζονται με αυτό, στο οποίο θέλει να αφορά η πολιτική.

Με αυτά κατά νου, ας πάρουμε ως παραδείγματα τις παραμέτρους στις Η.Π.Α. και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η πιο πολιτική αριστερίστικη θέση που ακόμα κουβαλά σημαντική λαϊκή υποστήριξη διεκδικείται στο Ηνωμένο Βασίλειο από τον Τζέρεμι Κόρμπιν και στις Η.Π.Α. από τον Μπέρνι Σάντερς.



Και οι δύο, σε ό,τι αφορά την ισραηλο-παλαιστινιακή διαμάχη, υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα τη συνεχή ύπαρξη του Ισραήλ ως κράτους και τη λύση των δύο κρατών. Αν, λοιπόν, απορρίπτεις το διακανονισμό των δύο κρατών, απορρίπτεις, στο πολιτικό φάσμα, τη μέγιστη προσέγγιση στη δικαιοσύνη.

Είμαι υπερβολικά γέρος, ώστε να θέλω σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου να ανήκω σε μια αυτάρεσκη σέκτα. Κάποτε ήμουν μαοϊκός. Εκείνη η περίοδος είναι ένα πολύ παλιό «κεφάλαιο» της ζωής μου. Και δε θέλω να επιστρέψω σ’ αυτό, να φωνάζω απολύτως ανούσια και άσχετα συνθήματα.

Πολιτικά μιλώντας, σε ποιο «κεφάλαιο» βρίσκεστε αυτή τη στιγμή;

Ακόμα πρόθυμος να δώσω τη ζωή μου για τη δικαιοσύνη, ακόμα απρόθυμος να υποκύψω στο ψέμα, ακόμα θυμωμένος όσο ποτέ. Πιο προσεκτικός, ωστόσο, σχετικά με την αξιολόγησή μου, ώστε να μην πράξω κάτι που θα με κάνει να νιώσω καλά, αλλά που θα πετύχει κάποια δικαιοσύνη σε ένα πολύ άδικο κόσμο.

Και χωρίς υποστήριξη από θεσμικούς ή άλλους φορείς.

Δεν έχω καμία υποστήριξη. Τόσο το Ισραήλ, όσο και το λεγόμενο «κίνημα για το μποϊκοτάζ, την απόσυρση επενδύσεων και τις κυρώσεις» (BDS) με έχουν στη «μαύρη λίστα».



Γιατί αυτό;

Γιατί είναι μια σέκτα. Κι έτσι είναι οι σέκτες, αφορίζουν όποιον ασκεί κριτική στον γκουρού. Εκφράζω, λοιπόν, την κριτική μου, που δεν επιτρέπεται. Πολύ σπάνια μιλάω στις μέρες μας, επομένως. Δίνω, ίσως, μια διάλεξη το χρόνο. Μέχρι που εξέφρασα την κριτική μου μιλούσα 40 φορές το χρόνο, και θα μπορούσα κυριολεκτικά να το κάνω 364 φορές. Έπειτα, έπρεπε να καταστώ μη πρόσωπο.

Δεν είναι απελευθερωτικό να διατηρείτε μια κριτική στάση έναντι όλων;

Όχι, γιατί στόχος μου είναι δεν είναι να αυτοσυγχαίρομαι, αλλά να είμαι πολιτικά αποτελεσματικός. Και νιώθεις απογοήτευση όταν επενδύεις τόση προσπάθεια, όπως έκανα με το βιβλίο για τη Γάζα, και δεν έχει προβολή.

Φέτος αίρεται ο δεκαετής αποκλεισμός εισόδου στο Ισραήλ, ο οποίος σας είχε επιβληθεί το 2008. Σκοπεύετε να ξαναταξιδέψετε στη χώρα για οποιοδήποτε λόγο;

Το Ισραήλ έχει έκτοτε ουσιαστικά απαγορεύσει σε όσους ασκούν κριτική την είσοδο στη χώρα. Επομένως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η απαγόρευση θα παραταθεί.

Το βιβλίο του Norman Finkelstein Gaza: An inquest into its martyrdom κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις University of California Press.

Το προσωπικό site του Norman Finkelstein είναι normanfinkelstein.com/

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ: «Αν νιώθεις ελπίδα, μπορείς να είσαι ενεργός»


Με άξονα τους κώδικες του κλασικού γουέστερν, η πάντα ανήσυχη Γερμανίδα σκηνοθέτρια Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ καταθέτει με την τελευταία της ταινία Γουέστερν ένα αιχμηρό και πολυεπίπεδο σχόλιο για τη σημερινή Ευρώπη, μέσα από την ιστορία μιας ομάδας Γερμανών εργατών που καταφτάνουν σε ένα βουλγαρικό χωριό για την κατασκευή ενός υδροηλεκτρικού έργου και των σχέσεών τους με τους ντόπιους.

Με παγκόσμια πρεμιέρα στην ενότητα Ένα κάποιο βλέμμα του περσινού Φεστιβάλ των Καννών και πανελλήνια στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το Γουέστερν προβάλλεται στις αίθουσες από τις 11 Ιανουαρίου. Συζητάμε με την σκηνοθέτρια.  

Στην τελευταία σου ταινία Γουέστερν χρησιμοποιείς ευφυώς, αλλά και ανανεώνεις, τις συμβάσεις και τους τρόπους του γουέστερν. Γιατί σε ελκύει ως «όχημα» της αφήγησης τις ιστορίας σου;

Άρχισα να παρακολουθώ γουέστερν κοριτσάκι με τον πατέρα μου. Γιατί, όμως, με συναρπάζουν τόσο πολύ; Από τη μία, γιατί καταπιάνονται με την αρρενωπότητα αυτών των μοναχικών ηρώων που αναζητούν την ελευθερία και την ανεξαρτησία, και, κάποιες φορές, επιδιώκουν απλώς να γυρίσουν σπίτι.



Την ίδια στιγμή, λένε πολλά για την κατασκευή της κοινωνίας, το νόμο της κοινωνίας, της ενσυναίσθησης, του ισχυρότερου, της βίας. Αυτή ήταν μια αφετηρία μου, να στοχαστώ πάνω σ’ αυτό το πολύ αντρικό είδος.

Τι είδους γουέστερν εκτιμούσες περισσότερο ως παιδί και, μετέπειτα, έφηβη;

Πολλά γουέστερν έγιναν ένα, όταν ήμουν παιδί. Noμίζω ότι περισσότερο με συνάρπαζαν τα παλιά γουέστερν των δεκαετιών μεταξύ ’30 και ’50.

Aνάμεσα σε άλλα, η ταινία σου θίγει το πώς η παλιά «Άγρια Δύση» έχει μετατραπεί στη σημερινή «Άγρια Ανατολή», πώς οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ έχουν εξελιχθεί σε ένα καινούριο «Ελντοράντο» όχι μόνο της Γερμανίας, αλλά και άλλων υπερδυνάμεων. Ενθαρρύνεις τις διαφορετικές αναγνώσεις του φιλμ σου; Είναι μέρος του κινηματογραφικού του πλούτου;

Κατά κάποιο τρόπο ναι. Σκεφτήκαμε πολύ για όλες τις διαφορετικές πτυχές του φιλμ. Η Ευρώπη έχει πολλά διαφορετικά πρόσωπα και η Βουλγαρία, για παράδειγμα, φαντάζει διαφορετική από τη Γερμανία. Όταν ταξιδεύω ως Γερμανίδα από το Βερολίνο, αυτό που συμβαίνει όταν συναντώ κάποιον είναι πολύ ενδιαφέρον.



Τι συμβαίνει; Δώσε μου ένα παράδειγμα.

Ταξιδεύω κουβαλώντας τη γερμανική Ιστορία, όταν έρχομαι σε ένα καινούριο μέρος, και ο άλλος έχει μια συγκεκριμένη ιδέα για μένα ως Γερμανίδα. Γι’ αυτό και είχαν ενδιαφέρον οι Γερμανοί χαρακτήρες του φιλμ που κατέφτασαν στη Βουλγαρία με τη γνώση που νόμιζαν ότι κατείχαν ή την ανωτερότητα. Ταυτόχρονα, ήταν ανασφαλείς. Μια διφορούμενη κατάσταση. Πολύ συχνά αναφερόμαστε στην Ευρώπη ως κάτι ενιαίο, αλλά έχει πολλά πρόσωπα και πολλές ταυτότητες.

Τι αναζητάς στους μη επαγγελματίες ηθοποιούς και πόσο σημαντικό είναι το πρόσωπό τους, μιας και το ανέφερες, σε σχέση με το πώς οραματίζεσαι το σενάριο και την ταινία;

Λατρεύω τους ηθοποιούς. Υπάρχει κάτι στα πρόσωπα και τα σώματα που δεν μπορώ να επινοήσω και να σκηνοθετήσω και είναι πολύ ξεχωριστό. Κάποιες φορές το φιλμικό υλικό επιθυμεί κάτι τέτοιο! (Γέλιο).



Η έρευνα, η συγγραφή και αναζήτηση ηθοποιών συμβαδίζουν. Δεν έχω μια συγκεκριμένη ιστορία, όταν ξεκινώ ένα φιλμ. Είναι σαν περιπέτεια, μια διαδικασία. Είναι, επίσης, όπως όταν ερωτεύεσαι κάποιον, τι είδους φαντασιώσεις καλλιεργείς γι’ αυτόν.

Αναφορικά με το Γουέστερν;

Αναζητούσα έναν εμφανίσιμο άντρα που, αν τον έβλεπες μέσα στο πλήθος, ίσως νόμιζες ότι είναι ηγέτης, αλλά, όταν τον πλησιάζεις, είναι ένας ανθρωπάκος με τους φόβους και τις καιροσκοπικές του στιγμές.

Όταν είδα τον Μάινχαρτ Νόιμαν, τον πρωταγωνιστή, σοκαρίστηκα, γιατί ήταν σαν να έβγαινε από ένα παλιό γουέστερν, κι από την άλλη διέθετε όλα τα στοιχεία που έψαχνα. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, ένα ταξίδι συναντήσεων και προβών, για να δούμε αν μπορούμε να κάνουμε το φιλμ μαζί.



Τι σημαίνει να κάνεις ταινίες;

Για μένα, σχετίζεται με το να έρχομαι σε επαφή με κάτι που δε γνωρίζω. Όταν γυρίζω ταινίες, είναι, επίσης, σημαντική η πρόκληση να κρατήσω την ισορροπία ανάμεσα στη διατήρηση και την απώλεια του ελέγχου. Στη Βουλγαρία ήταν τόσα πολλά αυτά, τα οποία δεν ήξερα. Επί 2-3 χρόνια ταξίδευα στη χώρα με τη μικρή μου κάμερα αναζητώντας ανθρώπους και πρόσωπα.

Αυτή η αναζήτηση εξηγεί και το χρόνο που χρειάστηκες για να ολοκληρώσεις την ταινία.

Μου αρέσει ορισμένες φορές η ζωή χωρίς ταινίες ή ανάμεσα σ’ αυτές. Σκεφτόμουν, πάντως, πραγματικά πολύ γι’ αυτό το εγχείρημα. Στο μεταξύ, απέκτησα μια κόρη, κι έτσι η όλη διαδικασία καθυστέρησε ένα χρόνο.



Η χρήση μη επαγγελματιών ηθοποιών παραπέμπει στην αγαπητή και σεβαστή παράδοση του νεορεαλισμού. Συνδέεσαι με αυτή την κινηματογραφική- και όχι μόνο- παράδοση αφήγησης και δημιουργίας ταινιών;

Ασφαλώς. Όλη η γενιά μου. Είναι πάντα ενδιαφέρον τι κάνει μια ταινία σύγχρονη. Το σύγχρονο στις μέρες μας είναι η δεκαετία του ’60.

Είσαι μια από τις ανήσυχες και δυναμικές «φωνές» του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά. Τι σημαίνει για σένα ευρωπαϊκός κινηματογράφος στις μέρες μας;

Μου είναι μερικές φορές λιγάκι δύσκολο να τον ορίσω. Στη Γερμανία έχουμε τις μέινστριμ και τις arthouse ταινίες: είναι όλα τόσο τακτοποιημένα, που κάποτε καταντούν φρικτά. Κάθε ταινία λέει κάτι για κάποιο ζήτημα, και, αν εκτυλίσσεται στην Ευρώπη, είναι ήδη μια ευρωπαϊκή ταινία.

Τα διάφορα κοινά την προσλαμβάνουν αλλιώς;

Στις Η.Π.Α., για παράδειγμα, τη χώρα προέλευσης του γουέστερν, το κοινό την αντιμετώπισε ως ταινία είδους. Η προβολή στο χωριό όπου γυρίστηκε ήταν πιο πολύ ιδιωτική. Η εμπορική της προβολή στη Βουλγαρία θα γίνει την άνοιξη. Είμαι περίεργη να δω πώς θα πάει.



Άρεσε και στη Θεσσαλονίκη, άκουσα.

Ήταν υπέροχα! Στην αρχή νόμιζα ότι δε θα τα κατάφερνα να έρθω, αλλά τελικά τα κατάφερα.

Μιας και το Γουέστερν περιστρέφεται, με τον τρόπο του, γύρω από την Ευρώπη του σήμερα, αισθάνεσαι κάποια ελπίδα για το μέλλον της ή η κατάσταση θα παραμείνει το ίδιο ζοφερή κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά;

Αν δε νιώθω ελπίδα, έχω την αίσθηση πως δεν μπορώ κι εγώ η ίδια να κάνω το οτιδήποτε. Αν νιώθεις ελπίδα, μπορείς να είσαι ενεργός. Για μένα είναι τρομακτικός ο εθνικισμός, όπως και ο ευνοϊκός τρόπος, με τον οποίο οι άνθρωποι αναφέρονται στην επιθετικότητα. Και υπάρχει πολλή. Από την άλλη, τα χαρτιά στο τραπέζι είναι ανοιχτά, συνεπώς είναι ξεκάθαρο με τι είμαστε αντιμέτωποι.

Ευχαριστώ θερμά την Σοφία Αγγελίδου από την One from the Heart για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης με την σκηνοθέτρια.

Η ταινία της Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ Γουέστερν προβάλλεται από τις 11 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους σε διανομή της One from the Heart.

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Σάλι Πότερ: «Παρέμεινα αποφασιστικά ένα ανεξάρτητο αουτσάιντερ»


Η Βρετανίδα Σάλι Πότερ, μια από τις πλέον εμβληματικές σκηνοθέτριες του πειραματικού- και όχι μόνο- κινηματογράφου, επιστρέφει στο προσκήνιο με την απολαυστική μαυρόασπρη πολιτική κωμωδία Τhe Party. Την συναντάμε στην Αθήνα, όπου βρίσκεται με αφορμή το πλήρες αφιέρωμα στο έργο της, το οποίο διοργανώνεται από και φιλοξενείται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, σε συνεργασία με τη Feelgood Entertainment, από τις 4 έως και τις 10 Ιανουαρίου.

Είτε βιώνεται ως «βιτριολική» πολιτική κωμωδία με φαρσικά στοιχεία, ή ως ξεκαρδιστική φιλμική φάρσα με πολιτικές αποχρώσεις, Τhe Party, η πιο πρόσφατη δουλειά σας, παραμένει μια απολαυστική σάτιρα. Μια σάτιρα με στόχο τους μπλερικούς των «Νέων Εργατικών»; Ή και την κυρίαρχη νοοτροπία στη Βρετανία;

Ο στόχος, αν μπορώ να τον αποκαλέσω έτσι, ήταν στη ρίζα του κάτι λίγο πιο οικουμενικό, γιατί διαρκώς ανέτρεχα στο μυαλό μου στην αρχαιοελληνική τραγωδία. Στα πραγματικά μεγάλα θέματα: την προδοσία, τη φιλία, το ξεδίπλωμα των ψεμάτων, μια λαβυρινθώδη αίσθηση, τη βασική γλώσσα της ανθρώπινης σύγκρουσης.

Ταυτόχρονα, το πλαίσιο, εντός του οποίου εγγράφεται, είναι πολύ συγκεκριμένο και τοπικό όσον αφορά τη Μεγ. Βρετανία, την ταυτότητα και την κρίση της Αριστεράς, που δεν την ξεχωρίζεις από την κεντρώα Δεξιά. Υπήρχε μια χρόνια ανικανότητα να πει η Αριστερά την αλήθεια. Αυτό ήταν το έδαφος, από όπου αναδύθηκε το φιλμ.

Έπειτα, έδωσα στον εαυτό μου την άδεια να είμαι τόσο τοπική, υποθέτοντας ότι, όταν εμβαθύνεις σε κάτι τοπικό, αυτομάτως μετατρέπεται σε κάτι οικουμενικό. Υπήρχε ένα ρίσκο, ωστόσο: δεν ήξερα αν θα λειτουργούσε. Νόμιζα πως μόνο οι Λονδρέζοι θα μπορούσαν να ταυτιστούν. Άφησα, λοιπόν, τον εαυτό μου ελεύθερο και πονηρό. Και το απόλαυσα πραγματικά.



Έτσι φάνηκε.

Μετά, όταν έδωσα το σενάριο στους ηθοποιούς, όλοι γελούσαν. Κι όταν δουλεύαμε μαζί και κάναμε τα γυρίσματα γελούσαμε πάρα πολύ. Όσο χειρότερο γινόταν, τόσο πιο πολύ γελούσαμε. Ένιωσα ότι άγγιζα κάποιες χορδές που χρειαζόταν να αγγιχτούν. Ευτυχώς, τους αρέσει να δουλεύουν μαζί μου, γιατί ξέρουν πως καταλαβαίνουν τι κάνω. Μου αρέσει αυτή διαδικασία. Αόρατη, παράξενη, πολύ πλούσια. 

Ταξιδεύοντας σε διαφορετικές χώρες, διαπιστώνω ότι οι άνθρωποι γελάνε στα ίδια σημεία, με τον ίδιο τρόπο, σε οποιαδήποτε γλώσσα, γεγονός πραγματικά παράξενο, γιατί το Τhe Party είναι μια ταινία μαυρόασπρη, κάπως σύντομη, πολύ βρετανική, και όμως πολύ πιο οικουμενική από σχεδόν όποιο άλλο φιλμ έχω κάνει.



Έχουν οι χαρακτήρες σας κάτι από σας, ανήκετε ο ένας στον άλλο;

Πρέπει, ως συγγραφέας. Αυτή είναι η δουλειά σου. Δε γράφεις για τις εμπειρίες σου μόνο, θα ήταν βαρετό και ναρκισιστικό. Πρέπει να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση των άλλων και με φαντασία να προσπαθείς να κατανοήσεις τον κόσμο από το δικό τους πρίσμα: τι σημαίνει για παράδειγμα, να είσαι ένας δεξιός τραπεζίτης, τον οποίο όλοι μισούν και που η μόνη του ανακούφιση είναι να σνιφάρει κόκα. Στο τέλος κάπως τον αγαπάμε.

Με αυτή την έννοια είτε είναι άνθρωποι που έχω παρατηρήσει, ή τους έχω φανταστεί. Τότε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνονται αληθινοί. Κάποια στιγμή, οι χαρακτήρες σου μιλάνε κι εσύ δεν πρέπει να μπλέκεσαι στα πόδια τους. Γίνονται φαντάσματα που ζωντανεύουν.



Αν και το κωμικό στοιχείο ποτέ δεν έλειπε από τη δουλειά σας, στο Party είναι πιο έντονο από ποτέ. Από εσωτερική ανάγκη;

Αγαπώ τις καλές κωμωδίες, και ό,τι είναι καλογραμμένο. Μου αρέσει να γελάω. Αλλά δεν ξέρω πώς προέκυψε. Απλώς συνέβη, κι έπειτα ανακάλυψα ότι πραγματικά απολάμβανα να το κάνω. Στη συνέχεια είδα πως έκανε τους ανθρώπους να νιώθουν πολύ καλά. Ήταν σαν να άφηνα τον εαυτό μου να το βγάλει.

Από την άλλη, κάθε ταινία χρειάζεται τη δική της φόρμα και την πολιτική. Είμαι πολύ πολιτικοποιημένο άτομο, πάντα ασχολούμαι με την πολιτική, γιατί βρίσκεται παντού, σε κάθε αλληλεπίδραση, κι είναι ένα έργο ζωής το να ανακαλύπτω πώς να κάνω πολιτικές ταινίες που να μη δίνουν μηνύματα, να μην κάνουν κήρυγμα, να μη λένε στους ανθρώπους πώς να σκεφτούν, αλλά να καταπιάνονται με ένα ενεργητικό τρόπο με τα μεγάλα δύσκολα ζητήματα του σήμερα. Φαντάζει κάπως πονηρό, αν μπορώ να το θέσω έτσι.



Κι είναι κάτι συναρπαστικό, μιας και, αν κι είστε από αυτούς που έχουν συνδεθεί με το πειραματικό σινεμά από την αρχή της καριέρας σας, παραδίδετε μια συμβατική δουλειά- με το προσωπικό σας στιλ.

Δεν τη θεωρώ συμβατική. Πάντοτε υπήρξα μεγάλη οπαδός των αδερφών Μαρξ, που «ανατίναξαν» τη φόρμα μέσω των παραδοσιακών τρόπων. Ως διασκεδαστής, γνωρίζεις πώς να χρονομετράς τα πράγματα και πώς να είσαι ύπουλα ανατρεπτικός. Το απολύτως αναρχικό Σούπα Πάπιας είναι ευφυές, αλλά και βασισμένο σε μια βαθιά γνώση της σχέσης με το κοινό, με τους ρυθμούς, τις ευαισθησίες και τα αισθήματά του.

Αλλά, σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία, οι καλύτεροι, πιο πολιτικοί σχολιαστές είναι οι κωμικοί. Πάρε ως παράδειγμα τις Η.Π.Α. που βρίσκονται σε βαθιά κατάσταση τραύματος. Οι κωμικοί κάνουν την καλύτερη δουλειά, έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση και είναι οι πιο ανατρεπτικοί.

Παρά τη φήμη μου ως ανεξάρτητης πειραματικής κινηματογραφίστριας, πάντοτε θεωρούσα τον εαυτό μου διασκεδαστή. Ο Γκρέιαμ Γκριν αποκαλούσε κάποια από τα μυθιστορήματά του «διασκέδαση». Είναι ένα είδος συνενοχής με το κοινό: «Ξέρουμε περί τίνος πρόκειται, αλλά, στο μεταξύ, μπορούμε να γελάσουμε».



Δείξατε την ταινία σε κοινό πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της;

Δοκίμασα το φιλμ με κοινό στο Λονδίνο τέσσερις φορές, πριν το ολοκληρώσω και κατά τη διάρκεια του μοντάζ. Στην πρώτη προβολή όλοι γέλασαν. Αλλά επρόκειτο για φίλους μου. Στην επόμενη, που ήταν άγνωστοι, πάλι γέλασαν όλοι. Στην τρίτη, με 250 άτομα, το ίδιο ακριβώς.

Αλλά έμαθα και πολλά πράγματα., όπως για το ρυθμό. Κάποια σημεία έπρεπε να τα επιταχύνω και άλλα, όπου δεν άκουγες τι έλεγε ο επόμενος χαρακτήρας, να τα επιμηκύνω, να δημιουργήσω ένα διάλειμμα για γέλιο.

Εστιάζετε πολύ στους γυναικείους χαρακτήρες σε όλες τις ταινίες σας.

50/50.



Πολλοί από τους πλέον βασικούς είναι γυναίκες, έστω. Αυτό συνέβη γιατί, όταν ξεκινούσατε, οι γυναικείοι χαρακτήρες αποτυπώνονταν λανθασμένα ή υποεκπροσωπούνταν φιλμικά;

Δεν έγινε με ένα τόσο αφηρημένο τρόπο. Στη ζωή μου, όταν κοιτάζω τριγύρω, υπάρχουν πολλές καταπληκτικές γυναίκες. Όταν, λοιπόν, βλέπω φιλμ όπου υπάρχουν δύο γυναικείοι και έξι αντρικοί χαρακτήρες, και το μόνο που οι γυναικείοι λένε είναι «ναι, αγάπη μου», μου φαίνεται βαρετό και χάσιμο χρόνου. Όταν κάνω μια ταινία με πέντε αντρικούς χαρακτήρες και άλλους τόσους γυναικείους, γίνεται αντιληπτή ως μια ταινία σχετικά με γυναίκες, γιατί είναι τόσο ασυνήθιστο να είσαι το 50%.

Στην πραγματικότητα, έχω αφιερώσει ισόποσο χρόνο και ίση φροντίδα στους αντρικούς χαρακτήρες και την πολυπλοκότητά τους. Είναι, επομένως, πραγματικά ενδιαφέρον πως, όταν κάνεις κάτι πραγματικά ισορροπημένο, γίνεται αντιληπτό ως μη ισορροπημένο, γιατί ο πολιτισμός είναι απολύτως μη ισορροπημένος προς την αντίθετη κατεύθυνση.



Κι αυτό, αλλά και γιατί η αποτύπωση των γυναικείων χαρακτήρων δεν αναδεικνύει κάτι ουσιώδες.

Κάτι τέτοιο. Αλλά πάρε ως παράδειγμα το Τhe party. Έχουμε έναν αντρικό χαρακτήρα με μια αρρώστια στο τελευταίο στάδιο, ο οποίος, μπροστά στα μάτια μας, μεταστρέφεται από τον ορθολογισμό στην πίστη. Αυτό είναι πολύ πλούσια πορεία για αντρικό χαρακτήρα: ευαλωτότητα, ασθένεια, μεταφυσική, πίστη. Έχουμε έναν εναλλακτικό θεραπευτή με μια εντελώς νέα πρόταση για την υγεία. Τρίτος χαρακτήρας, ο τραπεζίτης: πολύ όμορφος, εθισμένος στην κοκαΐνη, που μπορεί να αντιληφθεί τη ζωή μόνο με όρους νίκης και ήττας. Και ο κατάλογος συνεχίζεται.

Αν ανατρέξεις στο Χόλιγουντ του ’40 όπου υπήρχαν σπουδαίοι συγγραφείς που έκαναν τις κωμωδίες “screwball”, βρίσκεις μια πολύ πιο ισορροπημένη εικόνα. Σχετίζεται πολύ, νομίζω, αυτό με την ποιότητα της συγγραφής.



Πόσο έχετε αλλάξει εσείς και η κινηματογραφική βιομηχανία κατά τον περίπου μισό αιώνα που ασχολείστε με τη σκηνοθεσία;

Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Ένα από αυτά που κάποιος μαθαίνει μεγαλώνοντας είναι πως όντως υπάρχει μια αίσθηση εσωτερικής συνέχειας αυτού του φευγαλέου πράγματος που αποκαλούμε «εαυτό». Κατά κάποιο τρόπο, παραμένει εντελώς ίδιο. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου το λέει όταν ήταν περίπου 92: «Σάλι κοιτάζω στον καθρέφτη και είμαι μπερδεμένη, ποιο είναι το άτομο που με κοιτάζει; Γιατί μέσα μου νιώθω όπως ήταν ήμουν 17». Αλλά η ίδια η γήρανση είναι ένα πολύ παρεξηγημένο φαινόμενο. Όλες οι ηλικίες είναι καλές, το ίδιο και όλοι οι τύποι εμπειριών.

Όσον αφορά τη βιομηχανία, πάντα είχα μια περίεργη σχέση μ’ αυτή, γιατί ποτέ δεν υπήρξα μέινστριμ, «βουτούσα» περιστασιακά τα πόδια μου μέσα κι έπειτα τα ξαναέβγαζα. Έπειτα, σκηνοθέτησα το Ορλάντο, μια ταινία που υπήρξε τεράστια εισπρακτική επιτυχία για μήνες στη Μεγ. Βρετανία, κι άλλες ταινίες με τις οποίες νόμιζα ότι το κοινό θα σχετιζόταν, αλλά δε σχετίστηκε καθόλου. Απέρριψα, εξάλλου, όλες τις προσφορές του Χόλιγουντ.



Παρέμεινα, λοιπόν, αποφασιστικά, σε κάποιο βαθμό, ένα ανεξάρτητο αουτσάιντερ που, κάθε τόσο, στα μάτια του κοινού και των κριτικών επανεμφανίζεται από κάποιο μυστηριώδες μέρος στην ερημιά. Από τη δική μου σκοπιά, όμως, ποτέ δεν εξαφανίστηκα, Είμαι πάντα εδώ, και πάντα δουλεύω.

Οι αλλαγές που έχω δει συντελέστηκαν εν μέρει κατά κύματα και είναι εν μέρει κυκλικές, εν μέρει εφήμερες και καθοδηγούμενες από οικονομικά μοντέλα. Αυτό που πραγματικά διαφέρει είναι ότι ένας νέος κινηματογραφιστής μπορεί να πάρει ένα iPhone σήμερα και να φτιάξει μια ταινία αύριο, με το τίποτα. Η συγγραφή, με κάθε έννοια, είναι το δύσκολο, αλλά τα οικονομικά μέσα παραγωγής έχουν στ’ αλήθεια μεταβληθεί με τη νέα τεχνολογία. Υπάρχουν, επίσης, οριακά περισσότερες γυναίκες και μαύροι κινηματογραφιστές. Πολύ αργές αλλαγές, πάντως.

Ο αγώνας συνίσταται στο να έχεις μια καλή ιδέα που να αξίζει να την υλοποιήσεις και που θα μείνει. Οι ταινίες, οι οποίες έχουν μνημειώδη ποιότητα με την έννοια ότι μπορείς να τα ξαναβλέπεις ανά τα χρόνια, είναι τόσο λίγες. Έχω δει τόσες ταινίες που δε θα ήθελα να ξαναδώ στη ζωή μου.

Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος συνδιοργανώνει και φιλοξενεί τη ρετροσπεκτίβα στο έργο σας. Ποιος είναι ο ρόλος των Ταινιοθηκών στις μέρες μας, κατά τη γνώμη σας;

Μπράβο στις Ταινιοθήκες! Ο ρόλος τους είναι απίστευτα σημαντικός: στην αρχειοθέτηση, την καλλιέργεια της συνείδησης, στο να κρατούν τη «φλόγα» και τη συλλογική εμπειρία παρακολούθησης ζωντανές. Δεν είμαι εναντίον των νέων μορφών, αντιθέτως. Μου αρέσει να τις αγκαλιάζω. Αλλά είναι στις διαφορετικές εκδοχές των Ταινιοθηκών όπου έμαθα κινηματογράφο, παρακολουθώντας μια εκλεκτική ποικιλία ταινιών από όλο τον κόσμο.



Δανειζόμενος τον τίτλο μιας από τις πιο πειραματικές σας ταινίες, το Ναι, σε τι θα λέγατε «ναι» σήμερα;

Αυτή την ταινία την έχω ιδιαιτέρως στην καρδιά μου, παρεμπιπτόντως, γιατί η βασική της ιδέα, η σχέση ανάμεσα στη Μέση Ανατολή και τη Δύση, του συνειδητού και του ασυνείδητου μυαλού, παραμένει ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα των ημερών μας. Ήταν ένα δύσκολο φιλμ για κάποιους.

Θα έλεγα «ναι» στη δημιουργική αντίσταση, στην αισιοδοξία, στην ελπίδα μπροστά σε όλη αυτή την πολιτική απόγνωση, σε ένα πραγματικά θεμελιώδη σεβασμό σε όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις στη Γη και τα ζώα, στη χρήση του λογικού μυαλού: αν το χρησιμοποιήσουμε, μπορούμε να αναστρέψουμε την κλιματική αλλαγή, να θρέψουμε όλο τον πληθυσμό και να κάνουμε τη γη ένα είδος παραδείσου.

Υπάρχουν πολλά στα οποία μπορείς να πεις «ναι». Αλλά, μερικές φορές, ο καλύτερος τρόπος να πεις «ναι» είναι να πεις «όχι» σε άλλα. (Γέλια).



Υπάρχουν, επομένως, πράγματα και στη Μεγ. Βρετανία του Brexit-σε-εξέλιξη που σας κάνουν να αισθάνεστε αισιόδοξη;

Υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι που έρχονται κοντά, ιδιαιτέρως με τον Τζέρεμι Κόρμπιν, με ένα πολύ αστείο και ειρωνικό τρόπο. Γιατί; Γιατί λέει την αλήθεια και πιστεύει αυτά που λέει.  Και πολλά από αυτά βγάζουν νόημα στους νέους. Είναι αληθινά ιδεαλιστής και έχει αληθινές αξίες. Οκ, δεν έχει εξουσία, αλλά είναι αυτό που εκπροσωπεί. Τα πολιτικά ιδεώδη συναρπάζουν τους ανθρώπους. Κι αυτό είναι καλό.

Όσον αφορά το ζήτημα με το Brexit, ας δούμε αν είναι δυνατό να το αναστρέψουμε. Δεν νομίζω ότι είναι τελειωμένο, και μπορεί να υπάρξει έκπληξη προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θα είναι σκληρός αγώνας. Αν, όμως, συντελεστεί, θα είναι αρκετά καταστροφικό για τη Μεγ. Βρετανία.

Ευχαριστώ θερμά τις Μαρίτα Παντέρη και Λίλυ Παπαγιάννη από το Γραφείο Τύπου της Feelgood Entertainment για την πολύτιμη συμβολή τους στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το αφιέρωμα στο έργο της Σάλι Πότερ οργανώνεται από και φιλοξενείται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, σε συνεργασία με τη Feelgood Entertainment,  από τις 4 έως και τις 10 Ιανουαρίου.

Την Πέμπτη 4 Ιανουαρίου η Σάλι Πότερ θα προλογίσει την προβολή της ταινίας της Τhe Party στις 20:00 και, μετά τη λήξη της, θα συζητήσει με το κοινό.

Η ταινία θα προβάλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια του αφιερώματος.