Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Ευαγγελία Κρανιώτη: «Αυτό που με ώθησε στον κινηματογράφο είναι πως φάνταζε λιγότερο “καθαρό” μέσο»


Υπεύθυνη για μια από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές εκπλήξεις των τελευταίων χρόνων, το ντοκιμαντέρ Exotica, Erotica, Etc., η εικαστικός και σκηνοθέτρια Ευαγγελία Κρανιώτη επέστρεψε φέτος με το Obscuro Barroco, μια εξερεύνηση της μεταβαλλόμενης ταυτότητας του Ρίο ντε Τζανέιρο μέσα από μια κατάδυση στο μικρόκοσμο της queer κοινότητας της πόλης, με «όχημα» την εμβληματική τρανς ακτιβίστρια και ηθοποιό Luana Muniz.

Το ντοκιμαντέρ πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του στη φετινή Μπερλινάλε, όπου απέσπασε το βραβείο Teddy, και την πανελλήνια στο 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ενόψει σειράς προβολών του σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Αμαλιάδα, «συναντηθήκαμε» με την σκηνοθέτρια μέσω Skype.



Η πολύ ξεχωριστή εικαστική σου ματιά, όπως αποτυπώνεται και στο Exotica, Erotica, Etc. και στο πρόσφατο Obscuro Barroco, είναι προϊόν της ενασχόλησής σου με τη φωτογραφία και τις εγκαταστάσεις, μεταξύ άλλων;

Το γεγονός ότι τα πρώτα μου πρότζεκτ έλαβαν χώρα στο ευρύτερο πεδίο της τέχνης με έκανε αρχικά να θέσω στον εαυτό μου ερωτήματα αισθητικής φύσης. Κι αυτό δεν μπορούσε να χαθεί, γιατί το ίδιο μου το βλέμμα έχει «σμιλευτεί» μέσα από χρόνια ενασχόλησης με την εικόνα. Απλώς εξελίχτηκε «αγκαλιάζοντας» και το λόγο, άλλη μια από τις μεγάλες μου αγάπες από μικρή. Αυτά τα δύο απέκτησαν νόημα εφόσον άρχισα να θέλω να διηγούμαι ιστορίες.

Τα δύο πρότζεκτ, επομένως, σίγουρα συνδέονται, γιατί τα κινηματογράφησα η ίδια, σαν να ήμουν ένας σεισμογράφος ή παλμογράφος. Ακόμη και η οποιαδήποτε ανατριχίλα, είτε δικιά μου είτε του ανθρώπου που κινηματογραφούσα, πέρναγε στην εικόνα.



Δεδομένου ότι και στα δύο ντοκιμαντέρ σου συνυπάρχουν στοιχεία τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας, είναι στις μελλοντικές σου προθέσεις η στροφή προς μια πιο «καθαρή» μυθοπλασία;

Αυτό που με ώθησε στον κινηματογράφο και στην κινούμενη εικόνα είναι πως φάνταζε στα μάτια μου λιγότερο «καθαρό» μέσο. Είχε κάτι το βαθιά ανθρώπινο, μια άλλη ένταση μέσα του. Φαντάζομαι ότι, επειδή έχω μάθει να κινηματογραφώ μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο κι όταν ξεκίνησα αυτό το πρότζεκτ δεν είπα «πάω να κάνω ένα ντοκιμαντέρ», αλλά «πάω να ζήσω μια πολύ ενδιαφέρουσα περιπέτεια», την απέδωσα με τον τρόπο που της άξιζε, κι αυτός ήταν η κινηματογράφηση.

Ο ίδιος ο τίτλος του ντοκιμαντέρ συμπυκνώνει το βίωμά σου σχετικά με την πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο;

Σίγουρα το επίθετο «σκοτεινό» ήταν κομμάτι της εμπειρίας μου στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Από την άλλη, ο τίτλος Obscuro Barroco είναι απόηχος της οπτικής εμπειρίας που συνιστά η ταινία, στο πλαίσιο της οποίας σχεδόν αποκλειστικά κινηματογράφησα το φως, τα χρώματα, τις λάμψεις στο σκοτάδι.

Από κει και πέρα, η προσθήκη του μπαρόκ στον τίτλο ήταν πολύ συνειδητή, αποτέλεσμα της έρευνας που διεξήγαγα όταν αποφάσισα να κάνω ένα πρότζεκτ στην πόλη του Ρίο, η οποία με ώθησε στην κινηματογράφηση.



Επέστρεψα εκεί συνειδητά τη χρονιά των Ολυμπιακών, για να επισπεύσω αυτό που είχα κατά νου, το οποίο αρχικά ήταν μια μεγάλη εγκατάσταση, ένα οπτικοακουστικό αρχείο που θα οργάνωνα ως αλφαβητάρι. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είχα ξεκινήσει μια έρευνα σχετικά με πολλές πτυχές της ζωής του Ρίο, κάποιες από τις οποίες αφορούσαν στην αρχιτεκτονική και την ιστορία του.

Τότε άρχισα να ψάχνω το μπαρόκ ως έννοια και τη σχέση του με τη βραζιλιάνικη κουλτούρα και ταυτότητα. Η Βραζιλία, ως νέο κράτος, έχει θέμα με την προέλευσή της και το τι χρωστάει στις φυλές, από τις οποίες αποτελείται.

Αποτυπώνεις, άλλωστε, το ρευστό, μεταβαλλόμενο χαρακτήρα της ταυτότητας και της ίδιας της πόλης.

Δε θα μπορούσα παρά να επιλέξω την queer κοινότητα, όταν συνειδητοποίησα ότι και για μένα το Ρίο είναι αυτή η συνεχής καμπύλη, η οποία διαρκώς μεταμορφώνεται. Αλλά επίσης, επειδή πρόκειται για ένα πρότζεκτ πάνω στον Άλλο, είμαι εγώ που κοιτώ, «αγγίζω» με το βλέμμα μου μια άλλη κουλτούρα, την οποία νιώθω απίστευτα οικεία.

Εκεί έβρισκα το δεύτερο μισό που απαρτίζει την τραγωδία ως έννοια και εμπειρία, το διονυσιακό, αν υποθέσουμε πως ως κληρονομιά φέρουμε το απολλώνειο. Αυτή την ανάμειξη των δύο άρχισα να ψάχνω στην ιστορία της Βραζιλίας. Έτσι οδηγήθηκα στο μπαρόκ, όταν έμαθα περισσότερα για την περίοδο της αποικιοκρατίας, κατά την οποία το ευρωπαϊκό μπαρόκ ήρθε στη Βραζιλία, μετατρεπόμενο σ’ αυτό που συνθέτει πλέον τη βραζιλιάνικη κουλτούρα.



Είναι, ωστόσο, ένα μπαρόκ, το οποίο οφείλει την ύπαρξή του στην πρόσμειξη των λαών, μαύρων και λευκών, στο γεγονός ότι οι λευκοί  αποικιοκράτες απέκτησαν παιδιά με τις σκλάβες τους, κι αυτά τα παιδιά, που δεν ήταν ούτε σκλάβοι, αλλά ούτε ελεύθεροι, προωθήθηκαν στη μουσική και στην τέχνη. Αυτά, λοιπόν, τα παιδιά πήραν τα εργαλεία του ευρωπαϊκού μπαρόκ και τα έκαναν κάτι άλλο. Μέσα από τα χέρια τους γεννήθηκε το βραζιλιάνικο, καθ’ όλα υβριδικό μπαρόκ.

Αυτή η «αντίσταση» μέσω της τέχνης και η περίοδος κατά την οποία αναδύθηκε η έννοια του “homem barroco” στη λογοτεχνία, δηλαδή του ανθρώπου της εποχής μπαρόκ, με έκαναν να ανακαλύψω την έννοια ενός τραγικού ήρωα μέσα στο βραζιλιάνικο μπαρόκ, ενός ανθρώπου διχασμένου ανάμεσα στα ένστικτα και τη λογική, στο σώμα και το πνεύμα, γεγονός που βρήκα να ταιριάζει πολύ τόσο με τη δική μας τραγική κληρονομιά, όσο και με το χαρακτήρα της πόλης.

Βήμα βήμα, λοιπόν, στράφηκα σ’ αυτό που μου φάνηκε ότι συνένωνε τα δύο: στα σώματα. Η βραζιλιάνικη κουλτούρα είναι πολύ σωματική.



Όπως σωματική είναι και η ταινία σου.

Δε θα μπορούσε να μην είναι. Γι’ αυτό και ξαφνιάστηκα όταν είδα ότι μια κουλτούρα που από μόνη της είναι πανσεξουαλική έχει την ίδια έχθρα είτε λόγω θρησκείας είτε λόγω machismo απέναντι στους ανθρώπους, οι οποίοι -για μένα- την ενσαρκώνουν απόλυτα.

Άρχισα, έτσι, να αναζητώ τη δυαδικότητα στα πάντα: ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, το αρσενικό και το θηλυκό. Ήταν, επομένως, ξεκάθαρο πως έπρεπε να στραφώ προς ένα σώμα που είχε βιώσει οριακές εμπειρίες αναφορικά με την ταυτότητά του, αν μ’ ενδιέφερε να εξερευνήσω τη βραζιλιάνικη ταυτότητα μέσα από τον ίλιγγο του μπαρόκ και της σωματικότητας.

Και η Luana Muniz ήταν το «όχημα», μέσω του οποίου μπορούσες να αποδώσεις αυτό που ήθελες.

Ένιωσα σαν να κοιτάζω το Ρίο ντε Τζανέιρο στα μάτια.



Το Οbscuro Barroco είναι ένα πορτρέτο και της ίδιας, έστω κι αν δεν είχες ξεκινήσει με αυτή την πρόθεση. Συναντηθήκατε τυχαία;

Όταν δουλεύεις με την πραγματικότητα, συμβαίνουν πράγματα που δεν είχες προβλέψει. Κάποια άλλα τα κυνηγάς. Όταν συναντηθήκαμε, δεν είχα προβλέψει ότι θα υπήρχε αυτή την έλξη. Δουλεύεις το τυχαίο στο ντοκιμαντέρ, αλλά επιμένεις τόσο πολύ, που εντέλει είναι σαν να προκαλείς πράγματα (γέλιο). Σχεδόν όπως συμβαίνει και με τη μυθοπλασία. Είναι σαν να ξεκινάς από τον αντίθετο πόλο, αλλά να καταλήγεις στο ίδιο κέντρο.

Το σώμα της ήταν σαν ένα μανιφέστο, όπως ανέφερες στο Q&A μετά την πανελλήνια πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ σου στο 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Ήταν τόσο ατίθασο σώμα, σαν καλλιτεχνική δημιουργία, σαν να μπορούσε να διασχίζει τους δρόμους ακόμα και ακρωτηριασμένο, σαν να είχε τη δικιά του γεννήτρια ζωής. Το σώμα της Luana, όπως και πολλών τραβεστί, ήταν μπαρόκ. Η ίδια ανήκε στη γενιά που ήθελε τις υπερβολικές καμπύλες. Σαν να έπρεπε να περάσει στην κοινωνική συνείδηση αυτού του είδους το σώμα, για να ανοίξει το δρόμο ελευθερίας και σε άλλα σώματα, σε άλλου είδους ταυτότητες, πολλαπλές. Ήταν ένας ογκόλιθος, που του άξιζε να ζει σαν κομμάτι της φύσης.

Παρόλα αυτά, ήταν κομμάτι της Luana, η οποία δεν υπάρχει πια, κι έτσι το σώμα της παραμένει μόνο στη φαντασία και μέσα από την ταινία.


Δραστηριοποιείσαι κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, εκτός ελληνικών συνόρων. Θα σε ενδιέφερε μελλοντικά να καταπιαστείς μ’ ένα θέμα περισσότερο εστιασμένο στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;

Ήδη υπάρχουν τέτοιες ιστορίες στο μυαλό μου που σκοπεύω να αφηγηθώ μέσα από εικόνες. Το ότι δε ζω στην Ελλάδα με κάνει να την επιθυμώ, να τη νοσταλγώ. Αν έμενα εκεί, δεν ξέρω αν θα ήμουν τόσο ευαίσθητη στα ερεθίσματα της ελληνικής πραγματικότητας, ή αν θα είχα το βλέμμα μου στραμμένο αλλού. Εντέλει λαμβάνω ερεθίσματα από την Ελλάδα, στα οποία δεν είμαι καθόλου αδιάφορη. Ελπίζω, λοιπόν, πως ένα από τα επόμενα πρότζεκτ μου θα κινηματογραφηθεί εκεί.

Σε άγχωσε η δημοφιλία που κατέκτησες μέσω του Exotica, Erotica, Etc.;

Νιώθω ότι χτίζω σιγά σιγά και πολύ αθόρυβα αυτό που θέλω να κάνω, οπότε δεν αισθάνθηκα τέτοια πίεση. Ήταν, ωστόσο, πολύ ευπρόσδεκτη η υποδοχή της ταινίας: τόσο, ώστε να μου δώσει κουράγιο και επιθυμία να συνεχίσω. Ένα ραντεβού με το κοινό που ήθελα ν’ ανανεώσω!

Photo credit (Ευαγγελία Κρανιώτη): EPA/Hayoung Jeon.

Το ντοκιμαντέρ της Ευαγγελίας Κρανιώτη Obscuro Barroco προβάλλεται την Τετάρτη 25 Απριλίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (19:30) στο πλαίσιο του CineDoc, στη Θεσσαλονίκη, αίθουσα Σταύρος Τορνές (21:00), στην Πάτρα, κινηματογράφος Πάνθεον (21:30) και στην Αμαλιάδα, CineCinema (22:00). Επαναπροβάλλεται την Κυριακή 29 Απριλίου στην Αθήνα στον κινηματογράφο Δαναό (16:00).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου